Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμπεται για τελική κρίση το ζήτημα με τις περικοπές σε δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας στους δημοσίους υπαλλήλους, για τις οποίες, η 7μελή σύνθεση του ανωτάτου ακυρωτικού δικαστηρίου, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματικές. Σύμφωνα με το σκεπτικό των συμβούλων Επικρατείας για τις περικοπές που άρχισαν από την 1η/1/2013, «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους (2626-2635/2018) οι δικαστές τονίζουν ότι «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών», προσθέτοντας ότι «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός». Τέλος καταλήγουν «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ