Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 02/12/2023
Ο Βίλντερς -γνωστός και ως Τραμπ της Ολλανδίας- δεν είναι η μοναδική περίπτωση λαϊκιστή και ακροδεξιού πολιτικού που κερδίζει τις εκλογές σε κάποια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, η νίκη του επισφραγίζει την τάση που επικρατεί το τελευταίο διάστημα σε πολλές χώρες και αναδεικνύεται ως απειλή εν όψει των ευρωεκλογών που ακολουθούν στις αρχές του καλοκαιριού, αφού οι ακροδεξιές δυνάμεις ενδέχεται ν’ αναδειχθούν ακόμη και σε δεύτερη δύναμη σε Βρυξέλλες και Στρασβούργο…
Πολλά μάλιστα από τα κόμματα αυτά δεν έχουν μόνο ακραίες, λαϊκίστικες, εθνικιστικές και κυρίως αντιμεταναστευτικές θέσεις, αλλά και αντιευρωπαϊκές – ο Βίλντερς έχει υποσχεθεί άλλωστε ότι θα κάνει δημοψήφισμα για να βγει η Ολλανδία από την ΕΕ. Το αντιμεταναστευτικό πάντως είναι η κοινή συνισταμένη αυτών των δυνάμεων στις περισσότερες κεντροευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε χώρες πλέον της βόρειας Ευρώπης, όπως για παράδειγμα στη Σουηδία. Ο προβληματισμός και η φθορά του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος είναι ωστόσο πολύ πιο έντονα στην καρδιά της Ευρώπης και συγκεκριμένα στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Γενικευμένη τάση
Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν προβάλλει πλέον ως το φαβορί για να αντιμετωπίσει και να διαδεχθεί τον Εμανουέλ Μακρόν στη λήξη της θητείας του στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αξιοποιώντας ασφαλώς την όλο και μικρότερη ανοχή της γαλλικής κοινωνίας στα μεταναστευτικά ρεύματα από τη βόρεια Αφρική και τις άλλοτε αποικίες της Γαλλίας, καθώς οι κοινωνικές αντιθέσεις ή ακόμη και οι συγκρούσεις πληθαίνουν στα περίχωρα του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων και ολόκληρες περιοχές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με γκέτο. Ενώ στη Γερμανία, το κόμμα AfD που έχει χαρακτηριστεί ακόμη και από δικαστήρια ως φιλοναζιστικό, προβάλλει ως η δεύτερη δύναμη στις δημοσκοπήσεις πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες, αφήνοντας πίσω τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, που ηγούνται του κυβερνητικού συνασπισμού του καγκελαρίου Σολτς.
Το ακροδεξιό FPO στην Αυστρία καταφέρνει εξάλλου να πάει ένα βήμα πιο μπροστά, αφού ήδη προηγείται στις δημοσκοπήσεις, ενώ ακόμη και στη Φινλανδία οι ακροδεξιοί κατόρθωσαν να θριαμβεύσουν στις πρόσφατες εκλογές και να συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό. Ακόμη και στην Ισπανία, η κίνηση του Πέδρο Σάντσεθ να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με τους αυτονομιστές των Βάσκων και της Καταλωνίας έχει προκαλέσει εύλογες αντιδράσεις και ανησυχίες στη χώρα. Εάν σ’ αυτούς προστεθούν ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο Βίκτορ Φίτσο στη Σλοβακία και η Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία – παρά το γεγονός ότι μετά τη νίκη της και την ανάληψη των καθηκόντων της ως πρωθυπουργός επιχειρεί να «χαϊδέψει» τις Βρυξέλλες και να εμφανιστεί φιλοευρωπαία, αλλά την ίδια στιγμή τηρεί σκληρή στάση στο μεταναστευτικό – τότε καταλαβαίνουμε γιατί στις ευρωεκλογές η ακροδεξιά μπορεί να είναι η δεύτερη δύναμη στο ευρωκοινοβούλιο. Μια εξέλιξη όμως που συνεπάγεται σαφώς έντονες αναταράξεις σε οικονομικά ζητήματα και ασφαλώς στο μεταναστευτικό, ενώ ουδείς μπορεί να γνωρίζει εάν και πώς θα εκφραστούν ακόμη και αντιευρωπαϊκές θέσεις μέσα στο ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο.
Τα αίτια της ανόδου
Τι είναι αυτό όμως που οδηγεί σ’ αυτή την κατάσταση; Πού οφείλεται η επιτυχία των ακραίων λαϊκιστών; Είναι μόνο η αδυναμία των «παλαιών» πολιτικών να πείσουν για λύσεις στα προβλήματα; Είναι το χάσμα που μεγαλώνει ανάμεσα σε βορρά και νότο; Είναι η αντίδραση για τη μετανάστευση και την αδυναμία ενσωμάτωσης των μεταναστών σε κάποιες κοινωνίες; Είναι η αύξηση του αριθμού όσων κινούνται κάτω από το όριο της φτώχειας και γενικότερα η ανέχεια που δημιούργησε η άνοδος του πληθωρισμού και η ακρίβεια ως αποτέλεσμα των πολλαπλών κρίσεων; Η απάντηση ασφαλώς είναι σύνθετη και δεν αγνοεί τους παραπάνω παράγοντες, όπως και δεν τους απαριθμεί αποκλειστικά. Είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί συγκλίσεις από τα παραδοσιακά κόμματα και κοινές δράσεις για πειστικές απαντήσεις σε όλα αυτά τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Ένα τεστ για το αν μπορεί να συμβεί αυτό, είναι και οι ευρωεκλογές που έρχονται.