Του Κώστα Ζαγκλή: Από τη διεύθυνση των φροντιστηρίων ΑΛΦΑ
Τέλος Αυγούστου. Μαθητές, γονείς και καθηγητές περιμένουμε κάθε χρόνο την ημέρα που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Έτσι και φέτος. Πρέπει πρώτα απ’ όλα θέλουμε να συγχαρούμε όσες και όσους πέτυχαν και να τους ευχηθούμε καλή σταδιοδρομία με υγεία κι επιτυχίες. Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο η χώρα χρειάζεται επιστήμονες και παιδαγωγούς με όλη τη σημασία των λέξεων. Για όσους δεν πέτυχαν αυτό που ήθελαν, μπορούν και πρέπει να ξαναπροσπαθήσουν. Να κυνηγήσουν το όνειρό τους και να μη συμβιβαστούν. Τίποτε δεν τελείωσε. Μπορεί να γίνει τώρα το νέο ξεκίνημα.
Τα αποτελέσματα των φετινών Πανελληνίων και οι βάσεις, κατέδειξαν πιο έντονα από κάθε άλλη χρονιά τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η «ανάγνωση» των βάσεων εισαγωγής, έγκειται μεν στη ματιά του παρατηρητή, αλλά σε κάποια στοιχεία δεν μπορεί να δώσει κανείς προσωπική εκτίμηση. Είναι ατράνταχτα.
Α) Με βάση τις ανακοινώσεις του Υπ. Παιδείας το 25% των αποφοίτων των Γενικών Λυκείων και το 40% των αποφοίτων των ΕΠΑΛ (περίπου 25.000) υποψήφιοι και τώρα νέοι φοιτητές εισάγονται με βαθμό κάτω από τη βάση του 10.
Β) Με την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ δημιουργήθηκαν ΑΕΙ πολλών ταχυτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Απόφοιτοι Γενικού Λυκείου εισήχθησαν με 16.385 μονάδες στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ και άλλοι με 7.665 μονάδες στην αντίστοιχη στις Σέρρες.
Γ) Δημιουργήθηκαν στην ίδια πόλη σχολές με το ίδιο αντικείμενο. Π.χ. στην Πάτρα υπάρχει σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με βάση 16.811 μονάδες και του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με βάση 10.405 μονάδες.
Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν διεκδικούν ούτε την πληρότητα ούτε το αλάθητο. Είναι ένας απλός και φορτισμένος προβληματισμός γιατί τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά και αμείλικτα. Για παράδειγμα στην πρώτη διαπίστωση: Πώς θα διαχειριστούν τα πανεπιστημιακά τμήματα τα ελλείμματα αυτών των παιδιών; Θα αναλάβουν γνωστικές υποχρεώσεις που δεν θα έπρεπε να επιφορτιστούν με αντίστοιχο, αναγκαστικά, περιορισμό των απαιτήσεών τους και με διαρκώς ελαστικότερη διάθεση στις αξιολογήσεις; Ήδη το βιώνουμε στα μέχρι χθες ονομαζόμενα «ΤΕΙ» και τώρα με τις μετονομασίες το πρόβλημα θα πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Τη στιγμή που πρέπει να επιζητούμε εντατικοποίηση της προσπάθειας καταντήσαμε, διότι γι’ αυτό πρόκειται, στην ήσσονα προσπάθεια την οποία μάλιστα την μετονομάσαμε σε «επιτυχία». Το πρόβλημα δεν είναι τωρινό. Ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που , αντί για την επιθυμητή άνοδο, επέφερε τη συνεχή πτώση του επιπέδου των μαθητών, η οποία χρόνο με το χρόνο μεγιστοποιήθηκε.
Η λύση σε όλα αυτά τα προβλήματα δεν είναι καθόλου εύκολη. Τα τελευταία 40 χρόνια που βρίσκομαι στον χώρο της εκπαίδευσης, πέρασαν από το Υπουργείο Παιδείας δεκάδες υπουργοί. Τα αποτελέσματα των ενεργειών τους τα βιώνουμε σήμερα. Ίσως να έβλεπαν στον εαυτό τους τον νέο μεταρρυθμιστή της Παιδείας, τον νέο Ε. Παπανούτσο. Καλόπιστα, θεωρώ ότι όλοι είχαν καλές προθέσεις. Όλοι προσπάθησαν αλλά υπήρξαν αναποτελεσματικοί. Οι αιτίες πολλές. Πρώτα απ’ όλα η έλλειψη συναίνεσης (διαχρονικό πρόβλημα της πατρίδας μας). Δεύτερο οι αποσπασματικές κινήσεις και η έλλειψη σχεδιασμού. Είναι δυνατόν στην τετραετή θητεία μιας κυβέρνησης να υπάρξουν τρεις Υπουργοί Παιδείας όπου ο καθένας εφάρμοζε τις δικές του αντιλήψεις για το Εθνικό θέμα της Παιδείας;
Διάβασα δηλώσεις της Υπ. Παιδείας για μια σειρά παρεμβάσεων και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης και για τον ανασχεδιασμό της επαγγελματικής και μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Θεωρώ ότι στοχεύουν σωστά. Όμως για τη η θεσμοθέτηση της βάσης εισαγωγής θα είχα να παρατηρήσω τα εξής:
-Αν για παράδειγμα του χρόνου τα θέματα είναι πιο εύκολα, οι βαθμολογίες θα είναι καλύτερες και το ποσοστό των υποψηφίων κάτω από το 10 θα πέσει από το 25% στο 5% ή 3%. Αυτό θα σημαίνει πως έχουμε καλύτερους μαθητές;
-Επίσης τα ευκολότερα θέματα θα έφερναν τη δυσκολία επιλογής στις υψηλόβαθμες, απαιτητικές και υψηλής ζήτησης σχολές. Αν συμβεί το αντίθετο, θα σημαίνει ότι έχουμε ακόμα χειρότερους;
Δεν πρέπει βεβαίως να αγνοήσουμε και τα πιθανά κοινωνικά προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η βάση του 10 στα παιδιά των φτωχών οικογενειών. Ίσως η βάση του 10 να χρειαστεί προσωρινά, αλλά δεν είναι η λύση. Το ζητούμενο είναι να δημιουργήσουμε μαθητές ικανούς να σπουδάσουν. Μαθητές κατάλληλους και με πιστοποιημένες γνώσεις.
Πριν από χρόνια υπήρχαν μαθητές Δημοτικού που δεν προάγονταν στην επόμενη τάξη. Μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, παραπέμπτονταν σε επανεξέταση τον Σεπτέμβριο ή απορρίπτονταν λόγω χαμηλών επιδόσεων. Σήμερα όποιος μαθητής δεν κάνει απουσίες περισσότερες από τις νόμιμες, προάγεται. Δυστυχώς κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης αποστρέφεται την δυσκολία της αξιολόγησης και την μεταθέτει για την επόμενη. Τελικά, η πιστοποίηση των γνώσεων γίνεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις οι οποίες πρέπει να αποτελούν ένα διαγωνισμό συμπλήρωσης θέσεων με τους ικανότερους υποψηφίους.
Ο υποψήφιος, ο οποίος με μόλις 845 μόρια (δηλαδή 0,9 περίπου) εισήχθη (!) στο τμήμα πολιτικών μηχανικών στην Πάτρα, προφανώς δεν έπρεπε να μπορεί να συμμετάσχει στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Η βελτίωση των γνώσεων και του επιπέδου των μαθητών πρέπει να έλθει μέσα από τη δουλειά και την αυστηρή αξιολόγηση στο σχολείο. Δημοτικό – Γυμνάσιο – Λύκειο. Το ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ που έχει ήδη θεσμοθετηθεί μπορεί, αν εφαρμοστεί με αξιοπιστία, να αποτελέσει λύση.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει συνολικά και βαρύτατα. Είναι αναγκαία η συζήτηση και η συναίνεση για θεσμικές αλλαγές που θα επιφέρουν άμεσες και μακροχρόνιες βελτιώσεις. Χρειάζεται επίσης αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Κυρίως χρειάζεται να αλλάξει η υπάρχουσα νοοτροπία, γιατί αλλιώς θα χαθούν τα χρήματα και η προσπάθεια. Πρέπει όλοι εμείς οι εκπαιδευτικοί, η πολιτεία αλλά και η κοινωνία να κοιτάξουμε την πραγματικότητα στα μάτια και να την αντιμετωπίσουμε με θάρρος και ρεαλισμό. Χωρίς διάθεση για πρόσκαιρα βολέματα, προσωπικά, τοπικιστικά και μικροκομματικά ωφέλη.
Διαβάστε: Στα θρανία ξανά με φόντο τις νέες μεταρρυθμίσεις: Αφιέρωμα της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ στην εκπαίδευση.