Το φιτίλι για τις καταστροφικές πυρκαγιές που έκαψαν την Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι άναψαν η επιλογή της κυβέρνησης να αναθεωρήσει το άρθρο 24 για τα δάση και η έλλειψη κτηματολογίου. Βοηθητικό ρόλο στις εκρηκτικές διαστάσεις τις οποίες έλαβε η καταστροφή έπαιξαν η έλλειψη επαρκών κονδυλίων για τον καθαρισμό των δασών, αλλά και η σιωπηρή «αμνηστία» που δίνεται κάθε φορά παραμονές των εκλογών στους καταπατητές (ένα μήνα μετά ακολούθησαν οι εθνικές εκλογές). Αυτοί οι παράγοντες και όχι κάποια ύποπτα κέντρα ή ο άτακτος «στρατηγός άνεμος» βρίσκονται πίσω από τις φωτιές, σύμφωνα με τα συμπεράσματα καταγράφονται σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι την περίοδο 2000 – 2006 στην Ελλάδα είχε σημειωθεί μόνο το 6% των καταστροφών, από πλευράς καμένων εκτάσεων, στο σύνολο των πυρκαγιών όλης της Ευρώπης. Το ποσοστό αυτό εκτοξεύθηκε το 2007 στο 55%! Αντιθέτως, ενώ στην Πορτογαλία την προηγούμενη επταετία είχε σημειωθεί το 42% των καταστροφών στο σύνολο των αποτεφρωμένων εκτάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσοστό αυτό συρρικνώθηκε το 2007 στο 2%, λόγω και των θλιβερών πρωτείων της Ελλάδας.
Στη διάρκεια του 2007 στην Ελλάδα σημειώθηκαν περίπου 3.000 πυρκαγιές, 76 θάνατοι πολιτών και αποτεφρώθηκαν 2.700.000 στρέμματα από τα οποία τα 1.772.654 στην Πελοπόννησο. Πρόκειται, σημειώνεται στην έκθεση, για τη μεγαλύτερη καταστροφή από δασικές πυρκαγιές στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Και είναι η τέταρτη χειρότερη καταστροφή από το 1871!
Ειδική αναφορά γίνεται στην πυρκαγιά της Πάρνηθας και στις επιπτώσεις που είχε στην καταστροφή του οικοσυστήματος: «Οι συγκεκριμένες πυρκαγιές αναμένεται να επηρεάσουν το τοπικό κλίμα, να οδηγήσουν στην αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, να υποβοηθήσουν στην "επέκταση" της καλοκαιρινής περιόδου και να προκαλέσουν μείωση των βροχοπτώσεων…»
Όσον αφορά τη δημόσια υγεία, επισημαίνεται ότι το τοξικό νέφος που δημιουργήθηκε λόγω των πυρκαγιών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ασθένειες οι οποίες σχετίζονται με το καρδιοαναπνευστικό σύστημα, ενώ υψηλός είναι ο κίνδυνος οι τοξικές ουσίες από τις στάχτες να μολύνουν τα υπόγεια ύδατα.
Η ελληνική θερινή τραγωδία ενισχύθηκε, σύμφωνα με την έκθεση, από τρεις παράγοντες: το φαινόμενο των «μεγαπυρκαγιών», την έναρξη πολλών καταστροφικών πυρκαγιών ταυτοχρόνως και τις συνεχείς αναζωπυρώσεις. Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν γιατί οι καταστροφές ήταν πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια «παρότι το καλοκαίρι του 2007 δεν σημειώθηκε καμία αξιομνημόνευτη αλλαγή στον αριθμό των πυρκαγιών».
Ξεχασμένη η πρόληψη
Παρά τις ιδιαιτερότητες αυτές, βασική αιτία της καταστροφής θεωρείται «η ανυπαρξία προληπτικών διαδικασιών αλλά και ειδικών επιχειρησιακών σχεδίων» για την αντιμετώπιση της κατάστασης. «Οι πυρκαγιές του 2007 αποκάλυψαν την αποτυχία των ελληνικών αρχών να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα με τη δημιουργία δασικών οδών, αλλά και αντιπυρικών ζωνών» διαπιστώνεται στην έκθεση, καθώς διατέθηκαν ιδιαίτερα περιορισμένα κονδύλια για τον καθαρισμό των δασών, ενώ ήταν γνωστό ότι το 2007 θα ήταν ασυνήθιστα καυτό καλοκαίρι.
Επίσης διαπιστώνεται ότι μειώθηκαν τα Παρατηρητήρια στα δάση, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη πρόσβασης σε δορυφορικές εικόνες. Η ∆ασική Υπηρεσία που είχε ως το 1998 την ευθύνη κατάσβεσης των δασικών πυρκαγιών, πριν στη συνέχεια την αναλάβει η Πυροσβεστική Υπηρεσία, «υποφέρει» από την έλλειψη κονδυλίων και τη μη πρόσληψη νέου προσωπικού.
Αντιθέτως, υπήρξε κατακόρυφη αύξηση των κονδυλίων που χορηγούνταν στην Πυροσβεστική Υπηρεσία – παρότι το 1998 και το 2000 καταγράφηκε η αποτυχία των πυροσβεστών να περιορίσουν τις πυρκαγιές εκείνων των καλοκαιριών. Οι άνδρες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας έχουν μικρή γνώση για τη συμπεριφορά των δασικών πυρκαγιών.
Αλλά και στη μονομερή χρήση εναερίων μέσων για την καταπολέμηση των πυρκαγιών ασκείται κριτική στην έκθεση: «Βασική αρχή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ήταν η κατάσβεση των πυρκαγιών με τα εναέρια μέσα. Τα επίγεια μέσα στέκονταν αδύναμα να βοηθήσουν στην κατάσβεσή τους. Η προτεραιότητα στα εναέρια μέσα υπήρξε προβληματική το καλοκαίρι του 2007, αφού τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν λόγω της ταχύτατης επέκτασης των πυρκαγιών, ενώ υπήρχαν και πολλές ταυτόχρονες πυρκαγιές που οδηγούσαν σε πολυδιάσπαση».
Επιπλέον «οι πυροσβέστες δεν χρησιμοποίησαν άλλες μεθόδους για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, όπως το σύστημα "φωτιά στη φωτιά", ούτε είχαν στη διάθεσή τους τα ειδικά ηλεκτρονικά προγράμματα τα οποία προβλέπουν τον τρόπο κίνησης του πύρινου μετώπου. Σημειώνεται ότι το σύστημα "φωτιά στη φωτιά" προβλέπει ελεγχόμενους εμπρησμούς από την Πυροσβεστική, ώστε να "καθαρίζονται" προκαταβολικά οι ζώνες όπου θα φτάσει η φωτιά, ώστε να μη βρει εκεί τίποτα να κάψει και η πορεία της να ανακοπεί».