Ο Αντώνης Συκάρης και ο Γιώργος Μαρίνος πάτησαν την 8η κορυφή του κόσμου, το Μανασλού των Ιμαλαΐων σε ύψος 8.163 μέτρων. Ανάλογο άθλο κατάφερε με συνοδοιπόρο τον Φώτη Θεοχάρη ο Αντώνης Συκάρης. Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ καταγράφει τις εκπληκτικές εμπειρίες τους σε μια αποκλειστική συζήτηση.
Συνέντευξη: Αλέξανδρος Καζαντζίδης
«Να επιδιώκεις τις κοπιώδεις προσπάθειες που φέρνουν τα λαμπρά επιτεύγματα στους ανθρώπους», έλεγε ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Δημόκριτος. Έναν τέτοιο, πραγματικό άθλο κατάφεραν ο Γιώργος Μαρίνος από το Ηράκλειο Αττικής και ο Αθηναίος Αντώνης Συκάρης, οι οποίοι έγιναν η πρώτη στην ιστορία ελληνική ορειβατική αποστολή που πάτησε στην 8η ψηλότερη κορυφή στον κόσμο, το Μανασλού των Ιμαλαΐων σε υψόμετρο 8.163 μέτρων! Μάλιστα, ο δεύτερος έχει «κατακτήσει» τρία από τα δεκατέσσερα ψηλότερα βουνά της Γης. Οι καιρικές συνθήκες στο Νεπάλ δεν ήταν σύμμαχος για τους δύο ορειβάτες, καθώς και η υγεία τους άργησε να σταθεροποιηθεί, ώστε λίγο έλειψε να εγκαταλείψουν. Τελικά η πίστη στην επιτυχία, η εμπειρία αλλά και ο αγώνας που έδωσαν, τους βοήθησαν να φθάσουν μέχρι το τέλος.
«Ο Ότο Ρεχάγκελ έλεγε στους παίχτες του το 2004, όταν η Ελλάδα κατέκτησε το Euro της Πορτογαλίας: “Η επιτυχία φέρνει την αυτοπεποίθηση και αυτή με τη σειρά της μας οδηγεί σε νέες επιτυχίες“. Σεβόμενος απόλυτα τις αυξημένες δυσκολίες, αλλά και την επικινδυνότητα των βουνών των Ιμαλαΐων -ιδιαίτερα αυτών που είναι πάνω από τα 8.000 μέτρα- παρέμεινα προσγειωμένος, αλλά δεν σταμάτησα να ονειρεύομαι ότι θα τα καταφέρουμε στην ομορφότερη και μεγαλοπρεπέστερη οροσειρά του κόσμου» δηλώνει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ ο 55χρονος Αντώνης Συκάρης, ενώ, αναφερόμενος στον σχοινοσύντροφό του, τονίζει:
«Ο Γιώργος Μαρίνος είναι ένας σχετικά νέος ορειβάτης, αλλά ως ταλαντούχος και πειθαρχημένος, βοήθησε τα μέγιστα! Έχει, άλλωστε, πετυχημένη δράση σε βουνά της Ελλάδας της Ευρώπης και πιο πρόσφατη την ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή της βόρειας Αμερικής στην Αλάσκα το Ντανάλι, σε ύψος 6.159 μ. Το πιο σημαντικό είναι για μένα ότι αποτελούσε μια πολύ καλή παρέα. Όλο χαμογελούσε και ένιωθα τόσο γαλήνια, ζεστά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι ορειβατικές αποστολές στα ψηλά βουνά της Γης δεν παράγουν μόνο τα αποτελέσματα της απόλαυσης της αναρρίχησης και της συναρπαστικής ικανοποίησης μιας ανάβασης στην κορυφή. Προσφέρουν με τον καλύτερο τρόπο τη δυνατότητα να αναπτυχθούν ξεχωριστές και μακροχρόνιες φιλίες, αλλά κυρίως ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται στα ιδεώδη της ορειβασίας: την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα και τον αλτρουισμό, ενώ απέχουν από τις ακρότητες των υπερβολών, των ψευδών και των υπερφίαλων προβολών». «Η ορειβασία ως σπορ και όχι ως άθλημα, παραμένει μακριά από τον ανταγωνισμό και τον πρωταθλητισμό, καθώς βασίζεται σε κάτι ακόμα σπουδαιότερο: την προσφορά. Και αυτό αξίζει κανείς να υπηρετεί προπάντων στα βουνά, αλλά και στην εν γένει ζωή του».
Αναρρίχηση γεμάτη εμπόδια
Η αποστολή για τα Ιμαλάια αναχώρησε από την Ελλάδα στις 3 Σεπτεμβρίου και επέστρεψε θριαμβευτικά στις 2 Οκτωβρίου. Πρώτος προορισμός ήταν το Κατμαντού και από εκεί ακολούθησε μετακίνηση με οχήματα εκτός δρόμου, σε μια διαδρομή δύο ημερών για μια μικρή πόλη της περιοχής.
Σειρά είχε μια πορεία μέσα από χωριά και περιοχές αφιλόξενες μέχρι τα 4.400 μέτρα και την κατασκήνωση βάσης του Μανασλού. Από εκεί ξεκίνησε η εκστρατεία της οργάνωσης των καμπ καθώς πρόκειται για τέσσερις κατασκηνώσεις σε διαδοχικά υψόμετρα έως τα 7.100 μέτρα ύψος, με κίνηση μέσα από δαιδαλώδη εμπόδια, τα επονομαζόμενα racks (κάθετους παγετώνες) όπως και grievances, δηλαδή τις ρωγμές που σχηματίζουν οι παγετώνες.
«Υπήρξε μια σταδιακή προσαρμογή και ένας εγκλιματισμός σε όλα αυτά τα υψόμετρα και αφού τελείωσε η εκστρατεία αυτή και η οργάνωση των κατασκηνώσεων, αποσυρθήκαμε στο basecamp για ξεκούραση, περιμένοντας το λεγόμενο «παράθυρο» του καιρού, στα τέλη Σεπτεμβρίου, προκειμένου να μας δοθούν έξι ημέρες προσπάθειας, το λεγόμενο «final push». Το καταφέραμε στις 28 του μήνα!», αναφέρουν οι ορειβάτες.
Ένα βουνό – πρόκληση
Το επονομαζόμενο «όρος του πνεύματος» ή και Κουτάνγκ, βρίσκεται στην περιοχή Μανσίρ Χιμάλ του Νεπάλ. Για πρώτη φορά κατακτήθηκε το 1956 από τους Τόσιο Ιμανίσι και Γκιάλζεν Νόρμπου, μέλη μιας ιαπωνικής αποστολής. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι Ιάπωνες θεωρούν το Mανασλού βουνό τους, όπως οι Άγγλοι το Έβερεστ. Αξίζει να τονιστεί ότι 64 ορειβάτες έχουν χάσει τη ζωή τους κυρίως από τις φονικές χιονοστιβάδες που «βάλλουν» τη διαδρομή προς την κορυφή. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Αντώνης Συκάρης, «πιστεύαμε πως οι δυνατότητές μας, αλλά και η καλή τύχη που έχουμε μέχρι τώρα (γιατί σε αυτά τα εγχειρήματα, πέρα από προετοιμασία, τεχνική και φυσική κατάρτιση, χρειάζεσαι κι αυτήν) μας οδήγησε ώστε να καταφέρουμε να φτάσουμε έως το τέλος, στα 8.163 μέτρα».
«Εξάλλου -λέει ο ίδιος- τα πάντα μπορεί να πετύχει ένας άνθρωπος, αρκεί πραγματικά να το θέλει πολύ. Όταν έχεις ένα όνειρο και το συνδυάσεις με μια ισχυρή επιθυμία, το ίσον αυτής της εξίσωσης θα δώσει μόνο ένα αποτέλεσμα, αυτό της επιτυχίας. Και πρέπει σε ό,τι κάνουμε στη ζωή μας να ονειρευτούμε κάτι και να το προσπαθήσουμε. Και η επιτυχία να μην έρθει, έχει μείνει η γλυκιά γεύση της προσπάθειας και αυτό είναι κάτι πάρα πολύ όμορφο. Η επιτυχία θα έρθει ως αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας και της σκληρής δουλειάς».
Σπουδαία ορειβατική αποστολή
Τρεις μήνες πριν, ο Αντώνης Συκάρης επανέλαβε άλλο ένα επίτευγμα. Μαζί με τον Φώτη Θεοχάρη, εκείνη τη φορά, έγιναν η πρώτη στην ιστορία ελληνική ορειβατική αποστολή που πάτησε στην τρίτη ψηλότερη κορυφή του κόσμου, το βουνό Κανγκτσεγιούνγκα, πάλι στα Ιμαλάια του Νεπάλ, σε υψόμετρο 8.586 μέτρων! Ο ενθουσιασμός του 27χρονου – αστυνομικού στο επάγγελμα – Φώτη Θεοχάρη και η εμπειρία του Αντώνη Συκάρη ήταν το μυστικό της επιτυχίας τους που ήρθε, μάλιστα, έναν ακριβώς χρόνο μετά την αναρρίχηση του δεύτερου στο ψηλότερο σημείο της γης, το Έβερεστ, με συνοδοιπόρο του τότε τον Μάικ Ευμορφίδη.
Το κατόρθωμά τους καθιστά σπουδαιότερο το γεγονός ότι τα τρία τελευταία χρόνια, παρόλες τις προσπάθειες ξένων ορειβατών από όλο τον κόσμο, δεν είχε φτάσει κανείς στην κορυφή του βουνού που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα «λιγότερο σκαρφαλωμένα» της γης. Ενδεικτικά, μέχρι πρότινος στην Κανγκτσενγιούνγκα είχαν ανέβει μόλις 241 άνθρωποι, ενώ στο Έβερεστ συνολικά 4.500.
«Ένιωσα σαν ένα ποντικάκι που άγγιξε ένα ολόκληρο αστέρι. Όταν φτάσαμε σε υψόμετρο 5.500 μέτρων, ύστερα από μια πολυήμερη πεζοπορία, ξαφνικά αντίκρισα το βουνό ολόκληρο μπροστά μου και σκέφτηκα “ωραίες οι φωτογραφίες στο ίντερνετ, αλλά αυτό είναι εντελώς… όρθιο!“. Νόμιζα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τα “κυβικά“ μου. Όμως, παρά τα άλλα 1.300 μέτρα της απότομης υψομετρικής διαφοράς, βρέθηκα στην κορυφή μαζί με τον σχοινοσύντροφό μου. Ένιωθα δέος και συγκίνηση για το επίτευγμα αυτό. Ήμουν πια πλέον 8.586 μ. πάνω από τη γη!», διηγείται στην εφημερίδα μας εκείνες τις στιγμές ο Φώτης Θεοχάρης.
Ο νεαρός ορειβάτης, που είχε ήδη στο ενεργητικό του επιτυχημένες αναρριχήσεις στις Άνδεις, τον Καύκασο και τα Ινδικά Ιμαλάια, δεν φοβήθηκε τις δυσκολίες. Όπως σημειώνει, «το όποιο άγχος μου είχε να κάνει με τις εσωτερικές αντοχές στις δυσκολίες της καθημερινότητας και κυρίως με το ζήτημα της απομόνωσης. Η μοναξιά σε μια τέτοια αποστολή ήταν για μένα ο μεγάλος φόβος. Όλα πήγαν καλά, η παρουσία του Αντώνη με έκανε να μην ανησυχώ». Η προσπάθειά τους διήρκεσε πολύ, περίπου 50 μέρες, κρύβοντας σοβαρούς κινδύνους και φυσικά εμπόδια, με τη θερμοκρασία να κυμαίνεται από τους -20 βαθμούς Κελσίου τις βραδινές ώρες, στους +35 τα μεσημέρια.
«Ήταν ένας αφιλόξενος προορισμός. Στη διαδρομή μας δεν συναντήσαμε κατοικημένες περιοχές, αλλά τροπικά δάση. Προσπελάσαμε έναν παγετώνα 16 χιλιομέτρων, καλυμμένο από μορένα (χώμα ανάμεικτο με μεγάλες και μικρές πέτρες). Ο καιρός δεν βοηθούσε, καθώς χιόνιζε συνεχώς, ενώ το βουνό ήταν πολύ επικίνδυνο για χιονοστιβάδες. Δύσκολα προσεγγίζει κανείς μια τέτοια περιοχή», θυμάται ο Αντώνης Συκάρης.
«Ωστόσο -όπως υπογραμμίζει ο ίδιος – και τότε είχα πει στον εαυτό μου ότι θα δώσουμε τον αγώνα μας ως θαρραλέοι Έλληνες. Στη διάρκεια της ανάβασης, λίγες ώρες πριν από την κορυφή, πίστεψα πως είναι πολύ δύσκολο να πετύχουμε, την ώρα που επώνυμοι και ικανοί ξένοι ορειβάτες είχαν εγκαταλείψει. Από το σύνολο των 41 οι οποίοι επιχειρούσαμε το ίδιο διάστημα, τα καταφέραμε εμείς οι δύο, ένας Ιταλός, ένας Χιλιανός και πέντε Ινδοί. Το θέλαμε πολύ, δεν επιτρέψαμε στη λογική να μας… γυρίσει πίσω, αλλά αφήσαμε την επιθυμία να μας οδηγήσει μέχρι το τέλος. Έχω μια ρήση για τη ζωή και την ορειβασία που φαίνεται να δικαιώθηκε: “Μην εγκαταλείπεις ποτέ τα όνειρά σου, θα έρθει η στιγμή που θα πραγματοποιηθούν”».
Ένα τέτοιο όνειρο, εξάλλου, σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ο Φώτης Θεοχάρης που σε λίγες μέρες θα ανέβει τις 113 ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, σε μία προσπάθεια αφιερωμένη στο «Χαμόγελο του Παιδιού».