Από το 1982 έως τον περασμένο Οκτώβριο όταν και κατέθεσε την παραίτησή του από το Δημοτικό Συμβούλιο
Βριλησσίων, υπηρέτησε με σθένος την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Από το 1993 και για οκτώ χρόνια παρουσίασε στην ιδιωτική τηλεόραση πάνω από 300 εκπομπές με έμφαση στην Οικολογία, ενώ από το 2000 μέχρι σήμερα αξιοποιεί τις μουσικές του σπουδές υπογράφοντας αξιόλογα έργα Ελλήνων συνθετών ως μουσικός παραγωγός.
Παράλληλα, έχει κυκλοφορήσει πάνω από 150 βιογραφίες, οι οποίες είτε ήταν ενταγμένες σε μέσα σε βιβλία κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου είτε κυκλοφόρησαν αυτόνομα, όπως η βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα, του Τώνη Μαρούδα, της Πόλυς Πάνου, του Χρόνη Αηδονίδη και του Φώτη Μεταξόπουλου. Στο νέο του βιβλίο «Οι μπουάτ της Πλάκας», ο Κώστας Παπασπήλιος καταγράφει λεπτομερώς την ιστορία των μικρών «μουσικών κουτιών» που έμελλε να αλλάξουν τον καλλιτεχνικό χάρτη της Αθήνας τη δεκαετία του ’60.
Στην εκ του σύνεγγυς συνάντησή μας, μας μίλησε με πάθος για το νέο του συγγραφικό πόνημα, μας εξήγησε για ποιόν λόγο δεν περίμενε την τόσο μεγάλη ανταπόκριση που γνωρίζει το νέο του βιβλίο και μας αποκάλυψε ποια είναι η επόμενη βιογραφία που ετοιμάζει.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Πώς προέκυψε η ιδέα της δημιουργίας του βιβλίου;
Πάντα προσέχω τα βιβλία μου να διαθέτουν μια πρωτοτυπία. Από το πρώτο μου βιβλίο «Πινακοθήκη γέλιου» που πραγματευόταν τους μεγάλους πρωταγωνιστές της ελληνικής κωμωδίας μέχρι και το τωρινό, τα περισσότερα ανάγονται στον τομέα της αστικής λαογραφίας.
Όσον αφορά τις «Μπουάτ της Πλάκας», όλα ξεκίνησαν πριν από 8 χρόνια, όταν ο ποιητής – στιχουργός Δημήτρης Ιατρόπουλος μου έκανε την πρόταση, καθώς οι μπουάτ αποτελούν μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια πολιτιστική ιστορία και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Με τον Δημήτρη δεν έτυχε να προχωρήσουμε τότε αυτήν την ιδέα.
Κάποια στιγμή, όμως, πριν από 4,5 χρόνια συναντήθηκα με τον ιδιοκτήτη της ιστορικής «Απανεμιάς» Βαγγέλη Ντίκο και τελικά ξεκίνησα αυτή τη συγγραφική περιπέτεια. Με τον Βαγγέλη βρισκόμασταν τακτικά στο καφενεδάκι της Κατερίνας στα Βριλήσσια και τα λέγαμε.
Με ποιο τρόπο καταγράφατε τις ιστορίες που σας μετέφερε;
Πάντα με χαρτί και μολύβι. Δεν χρησιμοποιώ ποτέ μαγνητόφωνο, γιατί μου αρέσει να χρησιμοποιώ μόνο τα στοιχεία που επιλέγω εγώ. Κατέγραψα, λοιπόν, τις μπουάτ που παρουσίαζαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ποιες ήταν αυτές;
Η πρώτη ήταν το «Συμπόσιο» του Γιώργου Μπουκουβάλα το 1963 και η τελευταία το «Σούσουρο» του Θάνου Ανδριανού το 1979. Συναντήθηκα με όλους τους ιδιοκτήτες των μπουάτ και συνέλεξα ενδιαφέροντα στοιχεία. Τις καλύτερες ιστορίες, όμως, δεν μου τις είπαν οι ιδιοκτήτες αλλά οι ίδιοι οι καλλιτέχνες. Αυτές οι 20 μπουάτ που επιλέξαμε να μπουν στο βιβλίο ήταν οι χώροι στους οποίους ζυμώθηκε το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι.
Με ποιο ιδεολογικό υπόβαθρο δημιουργήθηκαν οι μπουάτ στην Ελλάδα;
Τη λέξη «μπουάτ» («boite» στα γαλλικά σημαίνει «μικρό κουτί») την πρότεινε στον Αλέκο Πατσιφά, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Λύρα», ο Γιάννης Σπανός, ο οποίος εκείνη την περίοδο δούλευε ως πιανίστας σε μαγαζιά της αριστερής όχθης του Σηκουάνα στο Παρίσι. Όταν ο Πατσιφάς του είπε ότι θέλει να δημιουργήσει κάτι καινούργιο στο ελληνικό τραγούδι και ψάχνει πώς να ονομάσει αυτήν την κίνηση, ο Σπανός έριξε στο τραπέζι τις λέξεις «νέο κύμα» (γαλλικά: «Nouvelle Vague») . Επρόκειτο για κινηματογραφικό κίνημα το οποίο εκδηλώθηκε τη δεκαετία του 1960 στη Γαλλία. Το νέο κύμα και οι μπουάτ, λοιπόν, είχαν μια παράλληλη πορεία.
Στις μπουάτ άνθισε το πολιτικό τραγούδι. Τι ζυμώσεις πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Χούντας;
Το 1963 στις μπουάτ ουσιαστικά ακούγονταν περισσότερο τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Κάποια στιγμή, γύρω στα 1964, ο Αλέκος Κουρής από τις «Νεφέλες» έφερε το ρεμπέτικο, είδος το οποίο έτεινε προς εξαφάνιση. Όλοι οι καλλιτέχνες των μπουάτ ήταν άνθρωποι που έψαχναν να εκφραστούν με έναν δικό τους τρόπο, καθώς δεν έβρισκαν στέγη σε θέατρα ή άλλους μουσικούς χώρους. Ήταν άνθρωποι προβληματισμένοι που επρόσκειντο στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Οι θαμώνες ήταν κατά βάση φοιτητές, λογοτέχνες και επιστήμονες.
Όταν ήρθε η δικτατορία το 1967, αν και τα τραγούδια του Θεοδωράκη απαγορεύτηκαν, εκείνοι επέμεναν να τραγουδούν αυτόν τον μεγάλο συνθέτη. Όταν το ρεπερτόριο έτεινε προς το πολιτικό, έβαζαν τσιλιαδόρους από την οδό Θόλου και ξαφνικά τα «Πολιτικά» γίνονταν «Ερωτικά». Επί δικτατορίας υπήρχε μεγάλη δυσκολία έκφρασης στις μπουάτ. ΟΔιονύσης Σαββόπουλος με εντολή της Χούντας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την «Παράγκα». Ήταν η περίοδος που κυκλοφορούσε το «Φορτηγό».
Επίσης, ο τότε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης Ιωάννης Λαδάς ήθελε να κλείσουν οι μπουάτ και να ανοίξουν ταβέρνες. Το σκεπτικό του ήταν «στις μπουάτ οι θαμώνες ακούν χωρίς να τρώνε. Άρα σκέφτονται. Κι εγώ δεν θέλω να σκέφτονται».
Εσείς ήσασταν θαμώνας των μπουάτ;
Ήταν μια δύσκολη εποχή για μένα. Δεν είχα τη δυνατότητα να κυκλοφορώ πολύ στην Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίστηκα με τον «πατριάρχη» των μπουάτ Γιάννη Αργύρη και με τον ιδιοκτήτη της «Απανεμιάς» Βαγγέλη Ντίκο. Μια γνωριμία που εξελίχθηκε σε συνεργασία και στενή φιλία. Δεν ήμουν, λοιπόν, τακτικός θαμώνας, αλλά όσες φορές βρέθηκα σε μπουάτ έζησα αυτή τη μυσταγωγία. Ένιωσα την αγάπη που μοίραζαν απλόχερα στον διπλανό τους οι άνθρωποι. Τα τραπέζια ήταν κοντά. Όλοι οι θαμώνες τραγουδούσαν μαζί και οι τραγουδιστές ήταν στην παρέα τους. Αν δεν είχες αμεσότητα με τον κόσμο, δεν τραγουδούσες στις
μπουάτ. Πήγαινες στις μεγάλες πίστες.
Ποιοι καλλιτέχνες ξεκίνησαν και αναδείχθηκαν από τις μπουάτ;
Ο Νότης Μαυρουδής ανακάλυψε και έφερε τον εμβληματικό τραγουδιστή Γιώργο Ζωγράφο στις «Νεφέλες». Στις μπουάτ εκείνη την περίοδο θα συναντούσαμε τον Γιώργο Μούτσιο (ο οποίος αν και στον κινηματογράφο έπαιζε τον ρόλο του σκληρού, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος) και τη Ντόρα Γιαννακοπούλου. Πάλι στις «Νεφέλες» ο Αλέκος Κουρής έφερε την Αρλέτα και αργότερα τη Σωτηρία Μπέλλου. Από τις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη πέρασαν ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ρένα Κουμιώτη.
Από την «Απανεμιά» ο Μητροπάνος και ο Πάριος. Στην «Παράγκα» πρωτοεμφανίστηκε ο Σαββόπουλος αλλά και η Καίτη Χωματά και ο Θέμης Ανδρεάδης με τα σκωπτικά του τραγούδια. Αργότερα, το «Ζουμ» φτιάχτηκε για την Πόπη Αστεριάδη. Όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα έκαναν τα πρώτα τους μουσικά βήματα στις μπουάτ της Πλάκας. Όσοι τραγουδιστές ακούμε σήμερα είναι «ζυμωμένοι» μέσα από εκείνα τα μαγαζιά. Ακόμα και ο Γιάννης Πλούταρχος, μου έχει εξομολογηθεί ότι τα τραγούδια του είναι επηρεασμένα από τα «Νεοκυματικά» της «Λύρα».
Πότε άρχισε η παρακμή των μπουάτ;
Το 1969 το έντεχνο λαϊκό τραγούδι βρισκόταν σε πλήρη άνθιση και «κατάπινε» τα πάντα. Ο Γιάννης Σπανός ήταν ο πρώτος που μεταπήδησε από το «Νέο Κύμα» – που στην ουσία ο ίδιος δημιούργησε – στο λαϊκό τραγούδι, ηχογραφώντας τον δίσκο «Μια Κυριακή». Τον δρόμο του ακολούθησαν και άλλοι τραγουδιστές.
Μετά το 1970 οι μπουάτ της οδού Θόλου άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη.
Λίγο πιο κάτω, στην Κυδαθηναίων, ανεπτύχθησαν νέες μπουάτ πιο μεγάλες σε μέγεθος αλλά με το ίδιο μουσικό ύφος, όπως το «Θεμέλιο», το «Ζουμ» και ο «Ρήγας». Το 1980 έκλεισε το «Σούσουρο» και η «Απανεμιά» του Βαγγέλη Ντίκου παρέμεινε μέχρι το 2010. Σήμερα, η «Απανεμιά» υπό νέα διεύθυνση δεν λειτουργεί ως μπουάτ. Έχει, όμως, διατηρήσει την ίδια διαρρύθμιση και παρουσιάζει ένα «μπουατικό» πρόγραμμα μια φορά την εβδομάδα. Τις υπόλοιπες ημέρες φιλοξενεί άλλα είδη τραγουδιού.
Οι θαμώνες των μπουάτ σήμερα τι ηλικίες έχουν;
Μου κάνει εντύπωση που βλέπω νέα παιδιά 18 ετών. Όταν ρώτησα ένα απ’ αυτά, μου είπε «με έφερε η μάνα μου». Και τη μητέρα του την έφερνε η δικιά της μητέρα. Μιλάμε, λοιπόν, για τρεις γενιές -για να μην πω τέσσερις – που έχουν μεγαλώσει στις μπουάτ.
Το βιβλίο σας βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοση. Περιμένατε αυτήν την ανταπόκριση;
Σε πρώτη φάση βγήκαν 400 μόλις αντίτυπα και εξαντλήθηκαν. Ξαφνιάστηκα, ήταν κάτι που δεν περίμενα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο λαός μας, που έχει ισοπεδωθεί από τα χρόνια της κρίσης, κατά βάθος παραμένει ευαίσθητος. Ότι αγκαλιάζει ακόμα την νοσταλγία και τον συναισθηματισμό που αποπνέουν οι μπουάτ.
Τα επόμενα συγγραφικά – μουσικά σας σχέδια τι περιλαμβάνουν;
Τέλος Φεβρουαρίου παραδίδω τη βιογραφία του Γιάννη Παπαϊωάννου, ο οποίος μαζί με τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους του ρεμπέτικου. Με την προτροπή της κόρης του, έχω ξεκινήσει την έρευνα. Εργάζομαι πυρετωδώς και ήδη έχω συλλέξει πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία.