Οι ταινίες του φέρουν ένα ιδιαίτερο προσωπικό στίγμα, καθιστώντας τον, όχι άδικα, ως έναν από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της γενιάς του. Είκοσι καλοκαίρια μετά την πρώτη προβολή της, η ταινία του «Φθηνά Τσιγάρα» εξακολουθεί να συγκινεί το κοινό σε θερινούς κινηματογράφους και φεστιβάλ. Ο ίδιος, αισθάνεται τον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης και ηθοποιός, ως τον φυσικό του χώρο και πλέον, ώριμος και έχοντας κάνει την ενδοσκόπησή του, προσδοκά την επόμενη δεκαετία της ζωής να αφοσιωθεί σε αυτό που αγαπά τόσο πολύ.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης μίλησε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για τη μέχρι σήμερα πορεία του στον κινηματογράφο, τις λίγες, αλλά επιτυχημένες επιλογές του στην τηλεόραση, την απόπειρά του να ασχοληθεί με την πολιτική, αλλά και την εικόνα μιας Αθήνας, όπως αυτή εμφανίζεται στα «Φθηνά Τσιγάρα», η οποία πλέον ανήκει στον χωροχρόνο των αναμνήσεων.
Συνέντευξη: Αράπογλου Γιώργος
Είκοσι χρόνια μετά, τα «Φθηνά Τσιγάρα» έχουν εξελιχθεί στην απόλυτη ταινία του καλοκαιριού. Πώς αισθάνεται γι’ αυτό ο δημιουργός της;
Είκοσι καλοκαίρια μετά. Παράξενο συναίσθημα. Όταν η ταινία ξεκίνησε το ταξίδι της στον κινηματογραφικό χωροχρόνο, το έκανε περνώντας ελαφρώς αδιάφορα. Με χλιαρές έως κακές κριτικές και με ένα κοινό που πολύ λίγοι πήγαν να τη δουν στον κινηματογράφο. Είναι λίγο οξύμωρο είκοσι χρόνια μετά, να ασχολούμαστε με μια ταινία που τότε δεν κατάφερε να βρει το κοινό. Αυτό, όμως, δείχνει ότι το στοίχημα του χρόνου κερδίζεται στο βάθος του. Τελικά, μετράει το ταξίδι. Ίσως να οφείλεται και στο youtube. Έγινε μια πολύ καλή επικοινωνία με τον κόσμο μέσα από αυτό.
Παίζει ρόλο ότι πλέον αναφέρεται σε μια εποχή που δεν υπάρχει;
Βέβαια. Προσφάτως μου είπε ένας παραγωγός ότι είναι «ταινία εποχής». Ρώτησα τι εννοεί. Μου είπε ότι πλέον για να την γυρίσουμε θέλουμε συνθήκες εποχής. Δεν υπάρχουν κίτρινα τρόλεϊ, δεν υπάρχουν καρτοτηλέφωνα. Δεν υπήρχαν social media. Το κινητό ήταν κάτι πολύ ακριβό, το είχαν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Το φλερτ είχε κάτι πιο δύσκολο, αλλά και πιο βαθύ. Η Αθήνα ήταν μια πόλη που μπορούσες να χαθείς μέσα της και να μην σε ψάξει κανείς. Όσο περνούν τα χρόνια, αναφέρεται σε μια εποχή που χάθηκε τόσο σαν εικόνα όσο και σαν τρόπος ζωής.
Σήμερα είναι πολύ δύσκολο να φλερτάρει κάποιος τόσο αθώα και αυθόρμητα.
Μέσα από τα social media το φλερτ έχει πάρει μια άλλη διάσταση. Με μια φιλία στο Facebook ξέρεις τη ζωή του άλλου. Δεν υπάρχει ένα μυστήριο. Όταν γνωρίζεις κάποιον, ανταλλάσσοντας αμέσως διευθύνσεις στο Facebook, ξέρεις και τη ζωή του. Το φλερτ θέλει ένα μυστήριο που πλέον είμαστε σε μια εποχή που δεν μπορεί να το στηρίξει.
Πώς καταφέρατε να μην περνάει ούτε… πουλί στη διάρκεια των γυρισμάτων;
Κι όμως, ήταν τα ‘90ς. Έτσι ήταν. Μετά άλλαξε. Τότε η Αθήνα δεν είχε μετρό. Κανείς δεν είχε λόγο να βρεθεί στην πλατεία Συντάγματος. Όλη αυτή η περιοχή ήταν νεκρή. Δεν υπήρχε λόγος να πάει κάποιος εκεί. Επίσης, ήταν η εποχή που ο τουρισμός δεν είχε στην Αθήνα αυτή την έκρηξη που έχει τώρα. Επιπλέον, οι Αθηναίοι έφευγαν. Ήταν εποχές που υπήρχαν ακόμα λεφτά και η Αθήνα άδειαζε στην κυριολεξία. Δεν υπήρχε άνθρωπος. Ήταν η εποχή. Μετά, αυτό άρχισε να αλλάζει. Ήταν λήψεις που έγιναν μόνες τους. Διαρκούσαν μία ώρα, αλλά ξέραμε ότι υπήρχε αυτή η ώρα που θα μπορούσε να γίνει έτσι. Και το πετύχαμε.
Δυο χρόνια πριν τα «Φθηνά Τσιγάρα», υπήρξε το «No Budget story», η πρώτη σου σκηνοθετική προσπάθεια. Μια ξεκάθαρα αυτοβιογραφική ταινία, που γίνεται επιτυχία και απέσπασε βραβεία (σ.σ. η ταινία απέσπασε Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθώς και το Βραβείο Παγκόσμιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Πώς θυμάσαι εκείνη την εμπειρία;
Είναι η προσπάθεια μου να κάνω μια ταινία. Όλοι ξεκινούν με απορρίψεις. Αν δεν ξεκινήσεις με απορρίψεις, δεν κάνεις τίποτα. Άλλη μία έκπληξη της εποχής εκείνης. Ήταν πιο «φεστιβαλική», δεν ήταν μια ταινία για το κοινό, όπως τα «Φθηνά Τσιγάρα». Ήταν η πρώτη μου συνάντηση σαν σκηνοθέτης με ένα μεγάλο κοινό. Από πού να ξεκινήσω και πού να τελειώσω; Ήμουν 26 χρονών τότε, έχει χαθεί πολύ στο παρελθόν αυτή η ταινία.
Η ταινία γυρίστηκε με πολλή υποστήριξη από οικογένεια, φίλους, γείτονες. Περίμενες όμως ότι θα πήγαινε τόσο καλά;
Γενικά τότε, στα 90s δεν υπήρχε η έννοια της διαχρονικότητας. Μια ταινία για να πήγαινε καλά, το πολύ να παιζόταν σπάνια στην τηλεόραση. Κατά κάποιο τρόπο, το σινεμά ήταν όπως το θέατρο. Το έκανες για να γίνει και να χαθεί. Λίγες ταινίες έμεναν. Δεν είχες πού να τις δεις. Στην αίθουσα, ίσως σε ένα VHS και μετά τέλος. Και οι δικές μας οι ταινίες δεν παίζονταν στην τηλεόραση. Όλο αυτό το ταξίδι, μέχρι, δηλαδή, το «No Budget Story» να «βρει» τον κόσμο, έγινε μέσα από το διαδίκτυο. Αυτό ήταν που καθιέρωσε τα πάντα.
«Πάντα ήξερα ποιος ήμουν». Μια εκπληκτική ατάκα από την ταινία. Αυτό τελικά ισχύει για σένα;
Πάντα οι ίδιοι είμαστε. Σε γενικές γραμμές είμαστε οι ίδιοι. Πάντα ήξερα ποιος ήμουν. Και ποιος ήμουν δηλαδή; Το έχασα μετά. Αυτά είναι φράσεις έπαρσης της νεότητας.
Είναι όντως έτσι; Δεν έχεις κάνει πάρα πολλές δουλειές, αλλά λίγες και καλές. Ήταν σίγουρα επιλογή. Δεν ήταν ότι δεν είχες προτάσεις.
Ήταν επιλογή, αλλά δεν μπορούσα κιόλας. Δεν είχα κάτι να πω. Αυτό το «Πάντα ήξερα ποιος ήμουν»… Πάντα ήξερα ότι θα έκανα ταινίες. Αυτό ήταν δεδομένο. Από εκεί και πέρα, δεν ήξερα ότι οι ταινίες θα έχουν ανταπόκριση. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Είναι και οι συμπτώσεις. Η τύχη είναι μεγάλο πράγμα.
Σε μια σκηνή από τα «Φθηνά Τσιγάρα», ο πρωταγωνιστής απαντά στην ερώτηση για το τι δουλειά κάνει: «Γράφω τίτλους από βιβλία που κάποτε θα γράψω». Το έχεις νιώσει με τα σενάρια; Να γράφεις για ταινίες που κάποτε θα γυρίσεις;
Αυτή είναι η ιστορία του σεναριογράφου. Από αυτά που γράφεις, ένα στα επτά γυρίζεται. Η ιστορία των σεναριογράφων είναι συρτάρια γεμάτα σενάρια που θα γυριστούν μετά. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που γράφει. Τα περισσότερα θα μείνουν για πάντα χαμένα στα συρτάρια. Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Και τι γίνεται με την «επένδυση» χρόνου και συναισθήματος που έχεις κάνει;
Απλά την αφήνεις να χαθεί για πάντα. Την θυσιάζεις.
Υπάρχει κινηματογραφικό απωθημένο;
Υπάρχουν μπόλικα. Ένα μυθιστόρημα που λέγεται «Καβαφικοί Φόνοι» (σ.σ. του Θοδωρή Παπαθεοδώρου). Μια αστυνομική κωμωδία με θέμα την ποίηση του Καβάφη. Αυτό είναι ένα απωθημένο μου που κάποτε θα το κάνω.
Όταν γράφεις, έχεις στο μυαλό σου πρόσωπα;
Όχι, κανένα. Γράφω τελείως φαντασιακά. Πολύ ελεύθερα. Αν δεν το κάνεις κι αυτό, δεν κάνεις τίποτα. Όταν γράφεις, είναι η στιγμή που όλα μπορούν να συμβούν. Και μετά έρχεται η πραγματικότητα και τα κόβει.
Τι σχέση έχεις με τα χρυσόψαρα και τα… βασανίζεις σε όλες τις ταινίες σου;
Τα λατρεύω. Δεν τα βασανίζω, έτσι ζουν. Από παιδί τα λάτρευα. Τα χρυσόψαρα με ξεκουράζουν. Έχω ακόμα γυάλα με χρυσόψαρα στο σπίτι μου. Είναι ένα μεγάλο φιλοσοφικό στοίχημα. Το χρυσόψαρο σε διδάσκει να είσαι ευτυχής σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Όπου και αν σε βάλουν, επιβιώνεις και απολαμβάνεις το τοπίο. Τα έχω χρησιμοποιήσει παντού. Έρχονται από την παιδική μου ηλικία. Ήμουν λάτρης από τότε.
«Συλλέκτης Στιγμών». Άλλη μια ιδιαίτερη ατάκα από τα «Φθηνά Τσιγάρα».
Αυτό, όταν το έγραφα και το διαβάζαμε, μου έλεγαν ότι είναι χαζό. Οριακά το πέρασα. Αλλιώς είναι κάποιος που το διαβάζει και αλλιώς όταν το βλέπεις παιγμένο στο πλαίσιο μιας ταινίας.
Σήμερα; Είκοσι χρόνια μετά; Τι στιγμές συλλέγεις;
Φαντάζομαι για τον επόμενο γύρο ταινιών μου. Αφού έκανα μια μεγάλη παύση, η οποία συνέπεσε με την κρίση, ξεκινώ τον νέο κύκλο. Ήδη έχω καταθέσει μια πρόταση στο Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και έχω πάρει μια έγκριση για την επόμενη ταινία μου που λέγεται «Νυχτερινός Εκφωνητής». Πλέον περνώ σε μια δεκαετία που θα κάνω μόνο σινεμά και αρκετό θέατρο. Η τηλεόραση νομίζω για μένα έκλεισε τον κύκλο της. Εκτός αν έρθει μια εξαιρετική σειρά, αλλά γενικώς νομίζω ότι έκλεισε. Ο «Νυχτερινός Εκφωνητής» βρίσκεται ακόμα στην φάση της χρηματοδότησης.
Κι αν δεν έρθει, έχεις ήδη την εμπειρία του «No budget story».
Είναι πολύ χαριτωμένο να κάνεις μια ταινία no budget στα 26 σου. Αλλά, αν το κάνεις και στα 49, κάπως απογοητεύεις κι αυτούς που την βλέπουν. Βέβαια, δεν ξέρεις καμιά φορά!
Η εικόνα που εισπράττει το κοινό είναι ότι νιώθεις περισσότερο κινηματογραφιστής. Φαίνεσαι πιο ευτυχισμένος.
Είναι ο φυσικός μου χώρος. Όλα τα άλλα έρχονται βοηθητικά. Μετά ήρθε η άνθιση της τηλεόρασης. Δεν μπορούσα να πω ότι δεν συμμετέχω. Πέρασα μια καλή εποχή που έπεσαν όλα μαζί. Και πάλι, όμως, έκανα πολύ λίγες δουλειές. Έχω παίξει πολύ λίγο στην τηλεόραση, απλώς αυτά που έπαιξα έγιναν μεγάλες επιτυχίες και έδωσαν την αίσθηση ότι έπαιξα πολύ. Δεν είναι έτσι. Έχω παίξει σε πολύ λίγα σήριαλ.
Νιώθεις ότι υπάρχει κοινό που σε ακολουθεί από εκείνη την πρώτη ταινία σου;
Όχι, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν συμπαθούντες. Άνθρωποι που διασκεδάζουν από κάτι που τους λέω. Κι εγώ δεν ζω απολαμβάνοντας τις δάφνες μου. Ζω κανονικά, προχωρώ. Τώρα προετοιμάζομαι να παίξω τον Οκτώβριο στον «Όλιβερ Τουίστ» που ανεβαίνει στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Προχωρώ. Κάποια πράγματα ανήκουν σε μια άλλη εποχή που με ξαναβρίσκουν μπροστά. Και τώρα πάω στην επόμενη εποχή. Και όταν γίνει η μεγάλη ρετροσπεκτίβα, τότε θα τα ξαναπούμε αναλυτικά.
«Δεν θα έκανα ποτέ πολιτική ταινία»
Κεφάλαιο Πολιτική. Έκανες και εκεί μια απόπειρα.
Ήταν ένα κομμάτι του παρελθόντος. Το 2012. Ήταν η πιο περιπετειώδης εποχή της ζωής μου. Περνούσα αλλαγές. Μια το μετάνιωνα, μια όχι. Τώρα, μετά από όλα αυτά, νιώθω “δικαιωμένος” για την επιλογή. Δεν με ενδιέφερε καθόλου να το συνεχίσω. Το έκανα μόνο για τον Σαμαρά. Ευτυχώς, οι συνεντεύξεις μένουν και αυτά που είπα το 2012 βγήκαν με πολύ μεγάλη ακρίβεια το 2019.
Τώρα; Τι περιμένεις;
Αυτό που περιμένουν όλοι. Να ξαναμπούμε στην κανονικότητα. Το να μην είναι η Χρυσή Αυγή στη Βουλή για μένα είναι κανονικότητα. Για τα άλλα θα βρούμε τρόπο.
Πολιτική ταινία θα έκανες;
Όχι. Δε νομίζω ότι τον 21ο αιώνα έχει νόημα μια πολιτική ταινία, όταν υπάρχει ο Τραμπ και όλα αυτά. Είδα, βέβαια, την προεκλογική συνέντευξη του Τσίπρα στον ΣΚΑΙ. Καταπληκτική. Αυτό είναι μια ταινία. Πώς ένας άνθρωπος ξεκίνησε σαν χαμογελαστό παιδί και κατέληξε σαν γκρεμοτσακισμένος, μοναχικός καβαλάρης που τον εγκατέλειψαν όλοι οι σύντροφοι του. Έμοιαζε σαν ένας εγκαταλειμμένος άνθρωπος.
Υπάρχει και η ταινία που γυρίζεται για τον Βαρουφάκη…
Δεν ξέρω αν έχει κάποιο νόημα αυτή η ταινία. Είμαι πολύ περίεργος τι θα μας δείξει. Πια έχουν λυθεί όλες οι απορίες, δεν είναι ότι δεν ξέρουμε τι έγινε. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά. Δεν θα έκανα ποτέ πολιτική ταινία. Έχουν τόσο ενδιαφέρον τα δελτία ειδήσεων, γιατί να κάνω μια πολιτική ταινία;