H «Αμαρυσία» στηρίζει ως χορηγός επικοινωνίας την καινοτόμο ιδέα του σκηνοθέτη Γιώργου Ρεμούνδου για τη δημιουργία του «Θεάτρου των Φτωχών», ενός θεάτρου που δεν ψάχνει τις ταυτότητες των θεατών, αλλά τους δέχεται όλους, χωρίς να τους περάσει από «κοινωνικό έλεγχο», για να παρακολουθήσουν καλές παραστάσεις χωρίς να πληρώσουν.
Μετά από 30 χρόνια αποχής από οποιαδήποτε επαφή του με τα ΜΜΕ, ο Γιώργος Ρεμούνδος μάς τιμά υπογράφοντας ένα ανατρεπτικό και αιχμηρό κείμενο, γραμμένο αποκλειστικά για την εφημερίδα μας.
Το βήμα δικό του…
Γιατί «Θέατρο των Φτωχών» και όχι των Ελλήνων, αφού στην πλειοψηφία τους είναι πλέον φτωχοί;» Διότι, ως ότου οι πεισματάρηδες Έλληνες τα καταφέρουν και πάλι, να βγάλει η Ελλάδα το «κεφάλι απ’ τις ερμιές», οι φτωχοί θα πρέπει να βαστάζουν ηρωικά τη φτώχεια της. Το «Θέατρο των Φτωχών» ακριβολογεί και κανένας δεν σηκώνει τα φρύδια, ούτε εκφράζει πικρόχολα σχόλια. Τουναντίον. Όσες πόρτες έχω κρούσει, μου έχουν ανοιχτεί αγκαλιές! Από ανάγκη αλληλεγγύης κι από ανάγκη ανθρωπιάς. Το θέατρο δεν είναι μόνο για τους θεατρίνους και για τους θεατρόφιλους πρώτη ανάγκη, είναι για όλους τροφή ψυχής. Οι περισσότεροι φτωχοί ή δεν έχουν δοκιμάσει την πνευματική αυτή τροφή ή απλά, δεν έχουν χρήματα να πάνε θέατρο. Υπάρχουν εξαίρετοι πνευματικοί άνθρωποι φτωχοί, μεσαίοι και πλούσιοι, που λατρεύουν και υπηρετούν την Τέχνη και τον Πολιτισμό. Όμως οι άλλοι; Οι πολλοί; Γιατί να μένουν απ’ έξω; Από τους μαθητές, μόνον όσοι τσιμπάνε από καλλιεργημένους γονείς ταλιράκι, πάνε με φιλόμουσους δασκάλους στο θέατρο και γίνονται στη συνέχεια θεατρόφιλοι. Οι υπόλοιποι μαθητές -οι περισσότεροι- δεν πάνε.
Προ καιρού, η Πολιτεία είχε δώσει σωστή οδηγία, οι μαθητές να πηγαίνουν συντεταγμένα στο θέατρο και στη συνέχεια την ακύρωσε, για να μην στεναχωριούνται τα φτωχαδάκια. Στο θέατρο πάνε όσοι έχουν ξαναπάει. Στην Περιφέρεια Αττικής, από τα εκατομμύρια κατοίκους, στο θέατρο πηγαίνουν κάποιες δεκάδες χιλιάδες φανατικοί θεατρόφιλοι τακτικά και οι νεόπτωχοι φίλοι του αραιά και που. Όμως το κρατάνε ακμαίο! Εκτός από κάποιους «εμπορικούς» ηθοποιούς, οι οποίοι, επειδή «τα φέρνουν», χρηματοδοτούνται από επιχειρηματίες, ιδρύματα και φεστιβάλ, οι υπόλοιποι χιλιάδες θεατρίνοι είναι απελπιστικά φτωχοί. Ελάχιστοι μπορούν να δανείζονται από συγγενείς και φίλους λίγα κατοστάρικα, να πληρώνουν νοίκια σε αιθουσάρχες, για να ικανοποιούν τη βαθύτατη ψυχική και πνευματική τους ανάγκη να εκφραστούν.
Σε πείσμα των καιρών, ντύνονται τσουλομασκαράδες, ρίχνουν ή κρεμάνε στη σκηνή ό,τι βρουν -αυτή η μιζέρια έχει τον συγκινητικό χαρακτηρισμό «μίνιμαλ»- και μπαίνουν στη σειρά, για να προσφέρουν θυσία τον εαυτό τους στον βωμό του Διονύσου, όποτε περισσέψει χρόνος, το πρωί, το απόγευμα και σπανιότερα κάποια βράδια, γιατί για βραδινές παραστάσεις γίνεται σκοτωμός στην πλειοδοσία. Τις άλλες μέρες δουλεύουν, αν είναι τυχεροί, γκαρσόνια και ντελίβερι.
Το Θέατρο των Φτωχών είναι και Θέατρο των Φτωχών Θεατρίνων. Η Αθήνα της κρίσης έχει αξιοθαύμαστο ευρωπαϊκό ρεκόρ σε θεατρικούς χώρους: νεοκλασικά, δωμάτια, αυλές, κήποι, γκαράζ, υπόγεια, πυλωτές, δρόμοι, πάρκα κλπ., ενώ παντού ξεφυτρώνουν νέοι αγωνιστικοί θίασοι. Με πάνω από τριακόσιες παραστάσεις τη σαιζόν, οι Έλληνες φτωχοί θεατρίνοι κρατάνε γερά το πρωτάθλημα του Ευρωπαϊκού Θεάτρου. Μόνο που ρίχνουν απελπισμένοι τα δίχτυα στους ίδιους λαχταριστούς πελάτες. Τόσοι και τόσοι καλοί συνάδελφοι βάφτισαν κατά καιρούς τα θέατρά τους «λαϊκό θέατρο», «λαϊκή σκηνή» «θέατρο του λαού», από ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς τους εκλεκτούς, που αγαπούν με πάθος το θέατρο και τους πρόσφεραν με αυταπάρνηση την τέχνη τους. Αν οι φτωχοί πάνε έστω και μια φορά στο θέατρο, πιθανότατα θα ξαναπάνε. Και το θέατρο θα κέρδιζε ένα μεγάλο και υπέροχο κοινό. Ο ενθουσιασμός, η ευγνωμοσύνη και η αγάπη, που έδειξαν φτωχοί άνθρωποι, όταν είδαν για πρώτη φορά θέατρο σε απομακρυσμένα χωριά, σε φυλακές και σε ιδρύματα, ήταν για εμάς τους θεατρίνους συγκλονιστική εμπειρία.
Το «Θέατρο των Φτωχών» δεν το κάνω από πολιτική ή κοινωνική ιδεοληψία. Το κάνω γιατί έχω ανάγκη, να προσφέρω και να εισπράττω αγάπη! Έχω ανάγκη να μπει φρέσκος αέρας στα πνιγηρά θεατρικά πνευμόνια μου και εξηγούμαι: είναι για μένα πνιγηρό το μετά-μετά-μετά μοντέρνο θέατρο. Προς Θεού, δεν φταίνε οι χώροι και οι θίασοι! Οι περισσότεροι θεατρικοί χώροι, ακόμα και οι πιο φτωχικοί, είναι φροντισμένοι, καθαροί, μέχρι κι αρωματισμένοι και πολλές μεταμοντέρνες παραστάσεις είναι αξιοπρεπέστατες, με ποιοτικές ερμηνείες, κι όταν κάνουν «ομοβροντία», βγάζουν και νυχτοκάματο. Το πρόβλημά μου είναι η κυριαρχία μιας παγκοσμιοποιημένης πολιτιστικής βλακείας.
Με πνίγει το άγχος της επιβεβλημένης δήθεν πρωτοτυπίας, πως για να είμαι ιν, πρέπει να «πειράζω» τα έργα, για να γίνουν σημερινά κι αγνώριστα, αλλιώς είμαι άουτ! Αρρωσταίνω να πρέπει να σερφάρω στο διαδίκτυο, να κλέβω ετερόκλητες εικόνες και ιδέες, να τις κάνω να ταιριάξουν, να τις ρίχνω χύδην στη σκηνή, για να προκαλέσω, να εντυπωσιάσω, να μιμηθώ μια παγκόσμια θεατρική ηλιθιότητα.
Δεν με διασκεδάζει η τρέντι θεατρική μόδα, που αλλάζει λουκ όπως τα τζιν: πότε ξεσκισμένα, πότε σωλήνες, πότε ξασπρισμένοι κώλοι και γόνατα, πότε βράκες χαχόλες, για να φαίνονται κιλότες και σώβρακα! Οι καταναλωτές δέχονται ό,τι σκουπίδια τους προσφέρονται, γιατί δεν θέλουν να τους πούνε παλιομοδίτες, ενώ οι θεατές, που έχουν ξεμάθει να παίζονται τα έργα με φυσικό τρόπο, γουστάρουν η πρόζα να χορεύεται και ο χορός να περπατιέται. Κάποιες φορές πολύ ωραία, δε λέω! Τα αλτέρνατιφ πρότζεκτ είναι συχνά βέρυ κουλ! Ό κέυ! Δέιρ μπίζνες! Εγώ όμως, θέλω ολοκαίνουργιους θεατές, να χαίρονται τα έργα όπως γράφτηκαν και ν’ ακούνε τους ηθοποιούς να μιλάνε σαν άνθρωποι. Οι θεατρόφιλοι σίγουρα θα ξαφνιαστούν ευχάριστα και θα δουν πάλι το φυσιολογικό θέατρο, σαν κάτι φρέσκο κι ανατρεπτικό.
Πώς μπορώ όμως να φέρω τους φτωχούς στο θέατρο; Ασφαλώς μόνον αν τους το προσφέρω, σαν απρόσμενο, μοναδικό και πολύτιμο δώρο. Και το πρώτο θεατρικό δώρο που ετοιμάζω να τους προσφέρω είναι ο ΠΙΘΗΚΟΣ, από κείμενα του Φραντς Κάφκα. Οι φίλοι, λογικά μου λένε: «Λάθος επιλογή! Δεν βρήκες κάτι πιο απλό και πιο εύπεπτο; Κάφκα θα δείξεις σε λογοτεχνικά αμύητους ανθρώπους; Την πιο δύσκολη και δυσνόητη λογοτεχνία; Ακόμα και οι διανοούμενοι της Ακαδημίας Επιστημών δυσκολεύονται να διαβάσουν Κάφκα». Έλα όμως, που η ίδια η Ακαδημία παρακάλεσε τον εξανθρωπισμένο ΠΙΘΗΚΟ και Σταρ της Επιθεώρησης, κύριο Κοκκινοστάθη, να κάνει μια δημόσια αναφορά περί του προτέρου πιθηκίσιου βίου του; Θα μου πουν πάλι: «Εντάξει, θα πρέπει τότε να απευθυνθεί σε διανοούμενο κοινό»! Λυπάμαι, αλλά ο Πίθηκος, κύριος Κοκκινοστάθης, δεν έχει πολύ κολακευτική γνώμη για τους Δια-Νοούμενους! Εξάλλου κι εγώ για τον Κάφκα, για τον Τσέχωφ και για τον Μπρεχτ έχω αρκετά διαφορετική γνώμη από ότι συνήθως έχει η Διανόηση. Δεν τους βλέπω εγκεφαλικούς, αλλά λαϊκότατους χιουμορίστες. Σας παρακαλώ φίλοι μου καλοί, επιτρέψτε μου ν’ απογειωθώ για λίγο από τη λογική και να καβαλήσω το ούριο σύννεφο της ουτοπίας. Η «λάθος» επιλογή μου τουλάχιστον δείχνει, ότι σέβομαι τους φτωχούς, σαν τον «φτωχούλη του Θεού» εαυτό μου. Δεν θέλω να τους κάνω γι’ αρχή φτηνό δώρο, αλλά δώρο πολυτελείας κι ας αγοράζω εγώ, από το υπέροχο Τζάμπο, να ναι καλά, φτηνά κι ωραία υλικά για τα σκηνικά μου.
Για να ιδρύσω το «Θέατρο των Φτωχών» επέλεξα το υπέροχο θέατρο Κνωσός, του φίλου και θεατρικού συναγωνιστή Λάμπρου Τσάγκα, που ενσαρκώνει και τον Πίθηκο, ακριβώς γιατί βρίσκεται στην καρδιά των Πατησίων, της υποβαθμισμένης αυτής αθηναϊκής συνοικίας, από Άγιο Παντελεήμονα μέχρι Κυψέλη και Γαλάτσι, εκεί που έχει φωλιάσει φτωχολογιά. Εκεί, που όταν έκανα τους «Απάχηδες των Αθηνών», μια υπερπαραγωγή με τη στήριξη της Λυρικής, με σαράντα άνεργους και απολυμένους λυρικούς καλλιτέχνες και μουσικούς, πλήθος κόσμου από όλη την Αττική βρήκε τον δρόμο και ήρθε. Κάποιοι ήρθαν πέντε φορές!
Στο θέατρο Κνωσός λοιπόν, στο στενάκι της οδού Κνωσού 11, η είσοδος θα είναι για όλους ελεύθερη. Δεν χρειάζεται να δηλώσει κανείς τίποτα στο ταμείο. Παίρνει μια θέση, μπαίνει και βλέπει τον ΠΙΘΗΚΟ. Όσοι έχουν τη δυνατότητα κι επιθυμούν να στηρίξουν το Θέατρο των Φτωχών, μπορούν προαιρετικά ν’ αγοράσουν εισιτήριο, σε όποια τιμή θέλουν. Θα υπάρχουν εισιτήρια των 2, 5, 10, και 15 ευρώ. Θα δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και χορηγίες από 50 ευρώ και άνω.
Οι λογικοί μου φίλοι και πάλι θα σκεφτούν: «Αφού μπορεί ο καθένας να μπει τζάμπα, κορόιδο είναι να πληρώσει»; Τους προσκαλώ να έρθουν, για να διαψευστούν. Εμάς τους Έλληνες, δύο πράγματα δεν μπορείς να μας πάρεις: τη γλώσσα και το φιλότιμο! Και βέβαια συμφωνώ, πως το «Θέατρο των Φτωχών» δεν θα μπορέσει να επιβιώσει, χωρίς τη συνδρομή των φορέων Πολιτισμού και των Εχόντων, που νοιώθουν ευαισθησία στη σκέψη, πως κάποτε υπήρξαν κι αυτοί φτωχοί. Απευθύνομαι και σ’ αυτούς να στηρίξουν το Θέατρο των Φτωχών και των Φτωχών Θεατρίνων.
Το «Θέατρο των Φτωχών» έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει στη συνέχεια, με ομαδικές συνεργατικές σκηνοθεσίες τα παρακάτω:
«Μάνα Κουράγιο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ (επικό θέατρο)
«Επανάσταση» από κείμενα του Μαξίμ Γκόρκι (σοσιαλιστικός ρεαλισμός)
«Καφέ Σαντάν» από κείμενα Σουρή, Άννινου, Τσιφόρου (Οπερέτα)
«Τα παραμύθια του Χόφμαν» (παιδική όπερα)
«Κύκνειο Άσμα» του Άντον Τσέχωφ (νατουραλισμός)
«Η πόλη, τα σκουπίδια και ο θάνατος» του Ράινερ Φασμπίντερ (μεταμοντέρνο)