Ο Ρασούλ παραιτείται από όλα, δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν βλέπει τη μνηστή του, τη Σιούφια, τους γονείς του, τον ξαδελφό του, τους φίλους του .Τον τραβάει μια άβυσσος. Η ζωή του έγινε κόλαση. Το μόνο πια, που τον ενδιαφέρει , είναι το χασίσι. Παραδόθηκε στη μέθη του χασισιού.
Τελικά δεν αντέχει , δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τη συνείδησή του και παραδίνεται στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές, ομολογώντας το έγκλημα που διέπραξε. Θέλει να θυσιαστεί .Θέλει να δικαστεί . Θέλει αυτή η δίκη να βάλει τέλος στην οδύνη του. Θέλει η δίκη του να γίνει μαρτυρία αυτού του καιρού της αδικίας , του ψέματος, της υποκρισίας. Θέλει η δίκη του να γίνει δίκη όλων των εγκληματιών πολέμου της χώρας του: των κομμουνιστών, των πολέμαρχων, των μισθοφόρων….
Τώρα αρχίζει η αφγανική πραγματικότητα, που δίνει ελάχιστη σημασία στην ανθρώπινη ζωή, στην ηθική, στην ευθύνη και την ενοχή. Τώρα αρχίζει ο παραλογισμός και ο σκοταδισμός .
Όλοι τον αποτρέπουν να δικαστεί και να θυσιαστεί. Όλοι του λένε να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του, στην αρραβωνιαστικιά του, να βρει ξανά τη ζωή του. Δεν βλέπει γύρω του που όλο σκοτωμοί γίνονται; Δεν βλέπει ότι δεν μπορεί η δική του δίκη να αλλάξει αυτή τη γαμημένη χώρα; Το να σκοτώσεις , για να υπάρξεις ,είναι η αρχή που διέπει κάθε μακελειό, αγαπητέ μου Ρασούλ, του λένε. Αν όμως ο καθένας από αυτούς αναλογιζόταν τις πράξεις του, όπως ο Ρασούλ, θα μπορούσαν να διαλύσουνε το αδελφοκτόνο χάος ,που βασιλεύει σε αυτή τη χώρα. Εδώ όμως βασιλεύει ο νόμος της σαρία, που αποτελεί την πεμπτουσία του ισλαμικού κράτους….
Ο Ρασούλ αναρωτιέται: «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να μην ανήκεις πια στον κόσμο σου. Κανένα αντικείμενο δε θέλει πια να με έχει. Κανένας άνθρωπος δε θέλει να με κρίνει , να με δικάσει. Αυτή η αθώωση που ξεπλένει τη συνείδηση όλων ,μου στερεί το έγκλημά μου, τη χειρονομία μου , την ύπαρξή μου. Τη δική μου πληγή την προκάλεσα εγώ ο ίδιος. Σκέφτομαι τελικά μήπως σκότωσα τη γριά μόνο και μόνο για να διαπιστώσω αν ήμουν ικανός να σκοτώσω, όπως όλοι οι άλλοι…».
Κάποιος ποιητής, έχει γράψει:
«Είμαι κι εγώ αποσβολωμένος,
από όνειρα πολλά στοιχειωμένος.
Κι όλος ο κόσμος στον ύπνο βαθιά βυθισμένος.
Εγώ ανίκανος να τα εκφράσω, αυτοί ανίκανοι να ακούσουν.
…..Τ΄ αυτιά μας είναι σφραγισμένα,
Τα χείλη μας είναι σφραγισμένα,
Οι καρδιές μας είναι σφραγισμένες….»
Ο Ραχίμι επινοεί με τον νεαρό Αφγανό, ένα διαφορετικό Ρασκόλνικοβ, για να συγκρίνει δυο εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτισμικές αντιλήψεις απέναντι στη ζωή, στο θάνατο και στο φόνο.
Το μυθιστόρημα αυτό σου κόβει την ανάσα. Είναι ένα έξυπνο και δυνατό μυθιστόρημα. Διαβάστε το.
Ο Ατίκ Ραχίμι γεννήθηκε το 1962 στην Καμπούλ , όπου τελείωσε το γαλλοαφγανικό λύκειο Εστικλάλ και σπούδασε λογοτεχνία. Το 1984 , ο πόλεμος τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στο Πακιστάν. Στη συνέχεια πήγε στη Γαλλία , όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο. Εκεί, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης, έκανε το διδακτορικό του στην οπτικοακουστική επικοινωνία. Σήμερα ζει στο Παρίσι και σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ. Άλλα έργα του είναι : «Στάχτες και χώμα», πουλήθηκε σε 23 χώρες και «Η πέτρα της υπομονής» (Βραβείο Γκονκούρ).
Κώστας Τραχανάς