Ο Δημήτρης Βερωτής ανακαλύπτει ποιος είναι ή μάλλον ποιος δεν είναι! Ξεκαθάρισε τι θέλει να κάνει και πώς να πορευτεί. Βγάζει από τη μέση τη βολεμένη μεσοαστική ζωούλα του και τις γελοίες προοπτικές της, για μια χυδαία ελπίδα για καλοπέραση.
Έκρυβε το παλαιοπωλείο του Λουκά στα σπλάχνα του φρίκη, ηρωισμούς και ανατροπές ιδωμένες από προσωπικά δράματα και πάθη που διέτρεχαν τη χώρα και που για χρόνια σημάδεψαν κάθε ελληνική οικογένεια ως τις μέρες μας. Το ανήλιο παλαιοπωλείο μετατράπηκε για τον Λουκά σε ένα είδος μουσείου και σε καθαρτήριο ανθρώπινων ψυχών. Το ταπεινό αυτό μαγαζάκι αναγορεύτηκε σε μια παράξενη θεατρική σκηνή, όπου εκεί μέσα ανέπνεε η Ελλάδα ολόκληρη και η κακοφωτισμένη γωνιά του, έγινε ο ραγισμένος καθρέφτης, μιας πολύ σκληρής αφήγησης της ιστορίας της πατρίδας μας.
Ποιες συνταρακτικές αλήθειες και τι κρυμμένα «πλούτη» θα μπορούσαν να προσφέρουν στον Δημήτρη Βαρωτή, ένας βοηθός αποθηκάριος σε παλιατζίδικο (Μηνάς Μαλτέζος) και μια οικιακή βοηθός(Αντιγόνη Περαντζίδη);
Άννα, Λουκάς, Ξένη, Γιάννης, Ιάσωνας φιγούρες δυστυχισμένες σε μια περίοδο γεμάτη πόνο κι αδυναμίες. Θύματα ήταν, όχι ένοχοι.
Η γενιά των πενηντάρηδων, ο απλός κι ασήμαντος κρίκος, δεν μπόρεσε να αλλάξει τον κόσμο, αφού και η πιο καπάτσα προηγούμενη γενιά, η «δρακογενιά» των διαφόρων Γιοβάσηδων και Οικονόμου, δεν μπόρεσε να τα καταφέρει. Η γενιά των πενηντάρηδων έκανε λάθη εγκληματικά και ήρθε η ώρα να πληρώσουν…
Το ταξίδι στο οικογενειακό παρελθόν του, αλλά έμμεσα και στο πιο επώδυνο κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, έχει ξεκινήσει ….
Ένα ταξίδι στην Ιστορία της Ελλάδας, είναι το βιβλίο αυτό και μια καταβύθιση στα κακά, που μας δυναστεύουν. Έρχεται το βιβλίο αυτό να μας ξανατοποθετήσει αξίες τις οποίες παραμελήσαμε. Επιστροφή στις σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας μας και ειδικότερα στον Εμφύλιο και στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
Ο φρικτός εμφύλιος πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ. Εξακολουθεί να ζει βαθιά μέσα μας. Ο Εμφύλιος φαίνεται ότι συνεχίζεται με άλλες μορφές. Δεν συμφιλιωθήκαμε πραγματικά με τους εαυτούς μας και τους γύρω. Τα πάθη μπορεί να έχουν ξεθυμάνει, αλλά παραμένει η βαθιά αντιπαράθεση σε μια σειρά θεμάτων. Δεν γυρεύουμε όλοι οι Έλληνες την ίδια πορεία για τούτον τον τόπο. Πρέπει να σκαλίσουμε τα επώδυνα βαθύτερα αίτια, ώστε να λυτρωθούμε πραγματικά, αλλιώς μοιραία θα πορευόμαστε επ’ άπειρον στο άγνωστο που μας φοβίζει, χρησιμοποιώντας ευκαιριακά στην πορεία δανεικούς αγέρες στα πανιά μας για να μην βουλιάξουμε. Με τα δικά μας χέρια και με τις δικές μας πλάτες, να κατορθώσουμε κάποτε να πλησιάσουμε την εθνική, την κοινωνική και την ατομική μας Ιθάκη….
Τι να κάνουμε τώρα;
Πώς θα πάει μπροστά η νέα γενιά; Πώς θα ξεφύγει η καινούργια γενιά; Με τι; Είμαστε καταδικασμένοι από χέρι; Μόνη λύση είναι να φύγουν οι νέοι για μετανάστες; Με δάφνες, αίματα και βόλια θα τρώμε;
Η προηγούμενη γενιά προσπάθησε να αποδράσει από το παρελθόν και αναζήτησε ένα ακυρωμένο μέλλον. Σήμερα προχωράμε χαμένοι, αποπροσανατολισμένοι, μονάχοι ή μέσα σε ένα ανθρώπινο κοπάδι, σε μια έρημο, ξεκομμένοι από τα πάντα. Περπατάμε αλλά δεν πάμε πουθενά. Περπατάμε σε αναζήτηση διαφεύγοντος σκοπού. Η ζωή τανύεται σε εσαεί βάσανο, καθώς προχωρεί σημειωτόν, το παρελθόν επιστρέφει για να γεμίσει σαν θολό ποτάμι τις όχθες της ύπαρξης. Σπάνια η μνήμη είναι πνευματική απόδραση σε ένα ευχάριστο παρελθόν, είναι μια συνεχής ανάκληση της κρίσης, της ενοχής, της αμαρτίας, που κάνει το παρόν ανυπόφορο και το μέλλον αδύνατο.
Ο συγγραφέας Σπύρος Λαμπρίδης, στο βιβλίο του αυτό, συμβουλεύει τη νέα γενιά:
Η δόλια μας η πατρίδα μοιάζει με ένα εθνικό παλαιοπωλείο. Ένα παλιατζίδικο γεμάτο, κατά πώς ο καθένας τα ζυγιάζει, μεγάλα ή μικρά, σημαντικά ή ασήμαντα ενθυμήματα, που σαν γεννηθήκαμε μας φορτώθηκαν με το στανιό στην πλάτη για δήθεν κληρονομιά, χωρίς ποτέ στην ουσία εμείς οι ίδιοι να το ζητήσουμε.
Ποτέ δεν τολμήσαμε να δούμε κατάματα το μαύρο μας το χάλι και να παραδεχτούμε τα σφάλματά μας.
Η χώρα αυτή δεν κατέστη από την Ελληνική Επανάσταση ακόμα ποτέ ενιαίο και συμπαγές κοινωνικό σύνολο. Το βαρύ παρελθόν της αντί να εμπνέει και να καθοδηγεί, συχνά προκαλεί παραισθήσεις μεγαλείου και ναρκισσισμού, που σχεδόν πάντα μας οδηγούν σε λαθεμένες επιλογές.
Είμαστε μια κοινωνία ατομιστών. Ζούμε για το σήμερα μονάχα, βάζοντας πάνω απ’ όλα τον εαυτούλη μας, παγιδευμένοι σε μια αυτοκαταστροφική τάση ισοπέδωσης και ευτελισμού των πάντων. Εμείς οι νεοέλληνες μεσοαστοί των τελευταίων σαράντα χρόνων, φταίμε για το χάλι της κοινωνίας μας. Δεν έχουμε μάθει να εργαζόμαστε ομαδικά, με σύστημα και αλληλεγγύη. Αρνούμαστε να αποδεχτούμε έμπρακτα το φαύλο παρελθόν μας. Οι στρεβλώσεις μας ξεκινούν πολύ πίσω από την τουρκοκρατία. Είναι μακρύς ο εθνικός μας εκφυλισμός. Απαιτείται αμφίδρομη παιδεία σε βάθος χρόνου. Ακόμα και σε τούτη την τρομερή τρικυμία της οικονομικής κρίσης κοιτάζουμε, πώς θα την ξεπεράσουμε με το μικρότερο δυνατό ατομικό κόστος και τις ελάχιστες προσωπικές συνέπειες.