Από την έντυπη έκδοση της IASIS που κυκλοφορεί
Γαλλική πολυκεντρική µελέτη, που δηµοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ευρωπαϊκής ∆ιαβητολογικής Εταιρείας Diabetologia (Wargny M. et al, Diabetologia 2021) επισηµαίνει ότι παρόλο που οι µισοί από τους νοσηλευόµενους ασθενείς µε COVID-19 και συνυπάρχοντα σακχαρώδη διαβήτη παίρνουν εξιτήριο ένα µήνα µετά την εισαγωγή τους, ποσοστό 20% καταλήγει, στο ίδιο διάστηµα. Οι συγγραφείς, τον Μάιο του 2020 είχαν δηµοσιεύσει τα πρώτα δεδοµένα της συγκεκριµένης µελέτης, σύµφωνα µε τα οποία 10,6% των ασθενών COVID-19 µε διαβήτη τύπου 2 και 5,6% µε διαβήτη τύπου 1 κατέληξαν σε διάστηµα επτά ηµερών από την εισαγωγή τους. Οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, Παρασκευή Καζάκου και Ασηµίνα Μητράκου συνοψίζουν τα δεδοµένα αυτής της µελέτης.
Στην πρόσφατη µελέτη συµπεριελήφθησαν 2.796 ασθενείς µε διαβήτη που νοσηλεύτηκαν µε COVID-19 σε 68 κέντρα της Γαλλίας, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύµατος της πανδηµίας (από 10 Μαρτίου έως 10 Απριλίου 2020). Τα 2/3 ήταν άνδρες µε µέση ηλικία 69,7 έτη και ∆είκτη Μάζας Σώµατος 28,4 kg/m2.
Επίσης, 44,2% και 38,6% των συµµετεχόντων είχαν µικροαγγειακές και µακροαγγειακές επιπλοκές, αντίστοιχα. Σύµφωνα µε τα δεδοµένα της µελέτης, µετά από 28 µέρες νοσηλείας το 20,6% των ασθενών κατέληξαν ενώ 50,2% πήραν εξιτήριο, µε διάµεση διάρκεια νοσηλείας εννιά ηµερών. Επίσης, 12,2% των ασθενών παρέµειναν νοσηλευόµενοι και 16,9% διακοµίστηκαν σε κέντρα αποκατάστασης.
Ευνοϊκοί παράγοντες για την έκβαση της νοσηλείας, σύµφωνα µε τη µελέτη, ήταν η νεότερη ηλικία, η θεραπευτική αγωγή µε µετφορµίνη και η µακρά διάρκεια συµπτωµάτων COVID-19 πριν την εισαγωγή καθώς συσχετίστηκαν θετικά µε την πιθανότητα εξιτηρίου από το νοσοκοµείο.
Αντίθετα, το ιστορικό µικροαγγειακών επιπλοκών, κυρίως η έκπτωση νεφρικής λειτουργίας και η διαβητική αµφιβληστροειδοπάθεια, το ιστορικό θεραπείας µε αντιπηκτική αγωγή, το ιστορικό δυσλιπιδαιµίας, η δύσπνοια κατά την εισαγωγή και οι αυξηµένοι δείκτες φλεγµονής (λευκά αιµοσφαίρια, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και ασπαρτική αµινοτρανσφεράση), συσχετίστηκαν µε µειωµένη πιθανότητα εξιτηρίου.
Επιπλέον, σύµφωνα µε τα ευρήµατα της µελέτης, οι ασθενείς µε ιστορικό αγωγής µε ινσουλίνη (πιθανόν λόγω προχωρηµένου διαβήτη) είχαν 44% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου συγκριτικά µε τους ασθενείς που δεν ελάµβαναν ινσουλίνη πριν τη νοσηλεία. Εκτός τούτου, ο βαθµός υπεργλυκαιµίας κατά την εισαγωγή στο νοσοκοµείο ήταν ισχυρός παράγοντας κινδύνου θανάτου και µειωµένης πιθανότητας εξόδου από το νοσοκοµείο, σε αντίθεση µε τη γλυκοζυλιωµένη αιµοσφαιρίνη που φάνηκε απροσδόκητα να µην επηρεάζει.
Η συγκεκριµένη µελέτη, προσδιορίζοντας από τη µια πλευρά τους ευνοϊκούς παράγοντες που σχετίζονται µε την οµαλή έκβαση και την έξοδο των νοσηλευόµενων ασθενών µε COVID-19 και διαβήτη και από την άλλη πλευρά τους επιβαρυντικούς παράγοντες που σχετίζονται µε τον θάνατο, συµβάλλει στη βέλτιστη θεραπευτική αντιµετώπιση ανάλογα µε το προφίλ του κάθε ασθενούς.
Τι σηµαίνει αυτό για την πανδηµία και το τελευταίο, πιο επιθετικό κύµα της που σαρώνει όλον τον κόσµο
Όπως αναφέρει o παθολόγος – διαβητολόγος Αντώνιος Λέπουρας, ο διαβήτης είναι µια επιδηµία, που ως το 2025 θα έχει πλήξει 350.000.000 ανθρώπους. Μια νόσος που είναι πιο επικίνδυνη από τον κορωνοϊό, αν δεν αλλάξουµε τον τρόπο ζωής µας, και που στη χώρα µας, λόγω των αυξανόµενων ποσοστών παιδικής παχυσαρκίας, προσβάλλει ολοένα και µικρότερες ηλικίες.
«Στην παρούσα φάση, όµως, πρέπει να γνωρίζουµε ότι είναι ένα νόσηµα που µειώνει την ανοσιακή µας επάρκεια, δηλαδή την ικανότητα του οργανισµού να αµύνεται σε λοιµώξεις από µικρόβια και ιούς. Τα άτοµα που είναι καλά ρυθµισµένα κινδυνεύουν λιγότερο από τα αρρύθµιστα. Ο διαβήτης τύπου 2, που είναι και πιο συχνός, εµφανίζει συννοσηρότητες όπως είναι η παχυσαρκία, που αφορά το 80% των ασθενών αυτών και αποτελεί από µόνη της επιβαρυντικό παράγοντα. Αλλά όλα έχουν να κάνουν µε τη «συντήρηση» που κάνουµε στον οργανισµό µας. Για παράδειγµα, αν το αυτοκίνητό µας είναι παρκαρισµένο κοντά σε θάλασσα αποκτά περισσότερες φθορές από ένα άλλο που το παρκάρουµε σε ένα κλειστό γκαράζ. Έτσι είναι και ο οργανισµός. Αν έχει επί χρόνια διαβήτη και δεν τον έχουµε φροντίσει να είναι ρυθµισµένος, παθαίνουµε βλάβες», επισηµαίνει ο κ. Λέπουρας.
Μύθοι για τον διαβήτη και την COVID-19
Υπάρχουν δύο βασικοί µύθοι τους οποίους καταρρίπτει ο ειδικός γιατρός:
1Τα άτοµα µε διαβήτη δεν µολύνονται πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Και µελέτες έχουν δείξει ότι µολύνονται το ίδιο συχνά και µε τους ίδιους µηχανισµούς όπως ο γενικός πληθυσµός. Αλλά από τη στιγµή που θα κολλήσουν, έχουν µειωµένη άµυνα. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, όχι όλοι! «Αυτοί που είναι µακροχρόνια ρυθµισµένοι, δεν έχουν συννοσηρότητες (καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια, δεν καπνίζουν κ.λπ.) αυτοί κινδυνεύουν λιγότερο από όσους έχουν αποκτήσει συνοδά νοσήµατα.
2Τα άτοµα µε διαβήτη δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι διαφορετικό στα µέσα προστασίας. Αρκεί να προσέξουν όπως όλοι οι άλλοι. Να φορούν παντού µάσκα, να τηρούν τις αποστάσεις και να πλένουν τα χέρια τους τακτικά. Οι µεγάλες ηλικίες, οι άνω των 65 ετών, είναι χρήσιµο, επίσης, να µην έρχονται σε στενή επαφή µε εγγόνια και νέους της οικογένειας που έχουν κοινωνική ζωή».
Ανάγκη εµβολιασµού
Τα άτοµα µε διαβήτη έχουν 6 φορές µεγαλύτερο κίνδυνο να νοσηλευτούν στο νοσοκοµείο και 3 φορές µεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου, αν νοσήσουν από γρίπη. ∆ιατρέχουν ακόµη 3 φορές µεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση µε τους υγιείς ενήλικες της ίδιας ηλικίας να εµφανίσουν ∆ιηθητική Πνευµονιοκοκκική Νόσο (IPD), διπλάσιο κίνδυνο εµφάνισης οξείας ηπατίτιδας B και αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης έρπητα ζωστήρα. Ο εµβολιασµός λοιπόν σε αυτόν τον πληθυσµό είναι παραπάνω από απαραίτητος.