Γράφει η Λία Βαλάτα – Τσιαμά: Ιστορικός – Ερευνήτρια
Άρθρο βασισμένο στη μαρτυρία του Μικρασιάτη Παράσχου Δ. Σαββαϊδη
Πριν από χρόνια, στο πλαίσιο των ενδιαφερόντων μου για την τοπική ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Κηφισιάς, είχα τη χαρά και μια τελευταία ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον φιλήσυχο γείτονά μου, Μικρασιάτη Παράσχο Δ. Σαββαϊδη ( Π.Σ.), λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Μαζί μας στην αυλή τους, στον ίσκιο μιας μουριάς, ήταν και η κόρη του Διαμαντούλα, φίλη από τα παιδικά μας χρόνια. Είχε τον τρόπο της να τον ρωτάει και να διευκολύνει τη συζήτηση, καθώς ο 96χρονος πατέρας της, χαρακτήρας λιγομίλητος και κουρασμένος από το βάρος της βιοπάλης και των γηρατειών, άκουγε και μίλαγε με δυσκολία.
O Παράσχος και άλλα δύο αδέλφια του, ο Πλάτων και ο Παντελής ζούσαν στη γειτονιά μας, από το 1924. Εργατικοί, καλοπροαίρετοι, αγαπητοί σε όλους, αγόρασαν γη στην περιοχή των μεγάλων τότε κτημάτων, κάτω από τον σταθμό του τραίνου, έφτιαξαν το σπιτικό τους, έκαναν οικογένεια και αγωνίσθηκαν σκληρά και καρτερικά για την επιβίωσή τους, όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες άλλωστε, τα προπολεμικά χρόνια και μετέπειτα τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου που ακολούθησαν.
Στην Κηφισιά βρήκαν «καταφύγιο» και «κούρνιασαν» πολλοί Mικρασιάτες. Εξάλλου πολλές οικογένειες, από τα δυτικά Mικρασιατικά παράλια κυρίως, είχαν «φιλοξενηθεί» εδώ το διάστημα 1914 – 1919, την περίοδο του Α’ διωγμού, στη Μικρασία. Η περιοχή, πλούσια σε γεωργική παραγωγή, είχε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα προσελκύσει εσωτερικούς, οικονομικούς μετανάστες από πολλά μέρη της Ελλάδας που σταδιακά συγχωνεύτηκαν με τους ντόπιους μεγαλοκτηματίες και «νοικοκυραίους» της περιοχής. Τα αρχοντικά ήταν πολλά και μεγάλες οι ανάγκες για πολυπληθές προσωπικό για το σπίτι και τα κτήματα.
Τα μεταπολεμικά χρόνια, για μας τα παιδιά της Κατοχής, δεν υπήρχε θέμα καταγωγής των φίλων μας. Μας ένωναν το δημόσιο σχολείο, η εκκλησία, τα πανηγύρια, τα παιχνίδια στην αλάνα και στις αυλές, τα ανοιχτά παράθυρα, οι ανοιχτές πόρτες. Η Νέα Ερυθραία, ξεχωριστός δήμος τότε, διατήρησε και διατηρεί έντονο το προσφυγικό στοιχείο αλλά πάρα πολλές προσφυγικές οικογένειες στις γειτονιές της Κηφισιάς ήταν απλά οι «άνθρωποι της διπλανής μας πόρτας».
Ήταν 10 χρόνων ο «κυρ Παράσχος», το 1920, όταν οι αντάρτες του Κεμάλ «χάλασαν» το χωριό του Χουδί, στην περιφέρεια Γκέιβε-Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας (*1), και όλα τα γύρω χωριά. Δυο- τρείς μήνες κράτησε το κακό. Από τον Απρίλη μέχρι τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς, με τρία τουλάχιστον «γιουρούσια» των Τσετών, η ευημερούσα αυτή περιοχή της Βιθυνίας λεηλατήθηκε, «κτυπήθηκε με τσεκούρι και φωτιά», έζησε σφαγές, ατίμωση, ερημώθηκε… Τα τραγικά γεγονότα αυτής της πρώτης φάσης της Μικρασιατικής Καταστροφής δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά, με την καταγραφή λοιπόν της μαγνητοφωνημένης αυτής μαρτυρίας του Π.Σ., που μοιράζομαι μαζί σας, και με τις διαφωτιστικές, γεωγραφικές και ιστορικές πληροφορίες που παραθέτω στο τέλος για την κατανοήσετε καλύτερα, ελπίζω να βοηθήσω να συμπληρωθούν τα κενά της συλλογικής μνήμης και να αναδειχθούν όσα η επίσημη Ιστορία αποσιωπά.
«Ωραίο ήταν το χωριό μου, ορεινό, δύο χιλιόμετρα από το Ορτάκιοϊ, Χουδί το λέγανε, ήταν πολύ πράσινο. Είχαμε πολλά μποστάνια, βγάζαμε πατάτες, αγκινάρες, φασολάκια, σταφύλια… το κάθε σπίτι είχε τα δικά του κηπευτικά. Είχαμε καρυδιές, κερασιές, μουριές, πολλές μουριές, 18 στρέμματα είχαμε εμείς… μεταξοσκώληκες τρέφαμε… Παντού τρέχανε νερά…, είχαμε ωραίες βρύσες από πέτρα κτισμένες, το καλοκαίρι το νερό ήταν κρύο, το χειμώνα πιο ζεστό. Επάνω στον Αη Γιώργη έτρεχε «αγίασμα», είχε κάτι μεγάλα πλατάνια, πολύ φαρδιά ! Ο ελληνικός μαχαλάς ήταν ψηλά, είχε ωραία πέτρινα, δίπατα σπίτια…. Πιο κάτω ήταν ο τούρκικος, με χαμηλά σπίτια και ταράτσες με χώμα από πάνω, κοντά στα περβόλια. Οι Τούρκοι άνδρες δεν πολυκάνανε κάτι… ήσυχοι ήταν, φέρνανε κανένα ξύλο στο εργοστάσιο, πουλάγανε καρώτα, λάχανα, φασολάκια, τέτοια…
Το δικό μας σπίτι είχε μπροστά μια αγορά με μπακάλικα και μαγαζιά που πουλάγανε πολλά είδη, υφάσματα και άλλα… Δίπατο ήταν το σπίτι μας, πολύ μεγάλο. Το κάτω πάτωμα ήταν ψηλοτάβανο, δεν είχε χωρίσματα, ήταν για τα «κουκούλια»…τ’ απλώναμε σε «κρεβατίνες». Εμείς μέναμε επάνω, σε δύο κάμαρες, 28 σκαλοπάτια μέτραγα για να πάω επάνω στο σπίτι. Είχαμε άλλη για τους «ξένους»…
Ο παππούς μου είχε εργοστάσιο (κλωστήριο) με έναν Τούρκο, Αλιζά τον λέγανε, μετάξι μπάλες κάνανε (*2). Ήταν άλλα τέσσερα εργοστάσια μεταξιού εκεί, ένα ήταν του νονού μου. Όλα καίγανε ξύλα στο «φούρνο» ( ατμοκίνητα ήτανε). Οι άνδρες φέρνανε χονδρά ξύλα από το βουνό με τα μουλάρια, ανεβαίνανε μια σκάλα, τα ρίχνανε στο «φούρνο» για να γίνουνε κάρβουνα, να ζεστάνουνε το νερό, να το ρίξουν στα καζάνια. Οι γυναίκες ήταν για τα καζάνια, κάπου τριάντα γυναίκες δούλευαν στου παππού. Ένα άλλο είχε 64 κορίτσια… Η κάθε μια είχε μπροστά της ένα καζάνι με ζεστό νερό, ένα με κρύο… Ρίχνανε τα κουκούλια στο ζεστό νερό για να μη βγει η «κάμπια» και σπάσει την κλωστή (του μεταξιού).
Κάτι σαν επιστάτης ήταν ο πατέρας μου, Διαμαντή τον λέγανε. Δεξί του χέρι είχε τον Πλάτωνα, τον μεγάλο μου αδελφό. Αυτός είχε πάει σχολείο, ήταν καλός μαθητής, έγραφε ωραία… έμαθε καλά Ελληνικά και τούρκικα. Είχαμε σχολείο για τ’ αγόρια και για τα κορίτσια, εμένα δεν μου πολυάρεσε το σχολείο, το σκαγα,… Ο Πλάτων ήξερε και γαλλικά για να μιλάει με τους Γάλλους εμπόρους. – «Με χρυσά κουτάλια τρώγανε, όταν κάνανε τραπέζι στους ξένους, έλεγε η γιαγιά Αλισαβώ (Ελισάβετ)», συμπληρώνει γελαστά η Διαμαντούλα.
Η μάνα μου, η Αλισαβώ, συνέχισε ο «κυρ Παράσχος», δούλευε στο εργοστάσιο του παππού. Άρεσε στον πατέρα μου. Ήταν ψιλή, ωραία και άξια. Παντρεύτηκαν, κάνανε έξη παιδιά, τον Πλάτωνα, τον Οδυσσέα, τον Παντελή, τη Ζωή, εμένα και τη Μαρίκα. Έλληνες είμαστε αλλά μιλούσαμε αρμένικα, δεν μιλάγαμε Τούρκικα.(*3)
Είχαμε μια μεγάλη εκκλησία, τέτοια ομορφιά δεν υπάρχει εδώ… με μεγάλη αυλή. (4) Χώραγε όλο το χωριό στις γιορτές και στους γάμους… Χορεύαμε κυκλικούς χορούς, οι γυναίκες με ωραία φουστάνια, οι άντρες με παντελόνια. Στη γιορτή του Άη Γιώργη μαζευόταν πολύς κόσμος, κάνανε και αγώνες πάλης, δρόμου, πυγμαχίας …( *4) Ένα βράδυ ο πατέρας μου έφερε άσχημα μαντάτα: «Οι Τούρκοι έχουν ξεσηκωθεί, ετοιμάζουν μεγάλη επίθεση… Στο Ορτάκιοϊ ο κοσμάκης φεύγει άρον-άρον, έχει έρθει εντολή να φύγουμε από τα χωριά μας χωρίς να πάρουμε τίποτα… όπως έγινε με τους Αρμένηδες πριν μερικά χρόνια… Όλα τα χωριά είναι αναστατωμένα». Αναστατωθήκαμε κι εμείς αλλά δεν φύγαμε αμέσως. Ο πατέρας πίστευε ότι δεν θα μας πειράζανε οι Τούρκοι… Μέσα σε δυο μήνες γίνανε πολλά… Οι Τσέτες ήρθαν τρεις φορές. Την πρώτη φορά ζήταγαν χρήματα, φαγητό… Δώσαμε ό,τι είχαμε… Τη δεύτερη φορά θέλανε πάλι χρήματα… οι γυναίκες δώσανε τα χρυσαφικά τους για να γλυτώσουμε. Άλλοι δεν είχαν να δώσουν, αγρίεψαν εκείνοι, μας απειλούσαν μας βρίζανε, άκουγα πυροβολισμούς…
Ένα Σάββατο βράδυ, ξανάρθαν, φώναζαν και απειλούσαν «Θα σας σφάξουμε…». Αρχηγός τους ήταν ένας φοβερός, αγριάνθρωπος, με μαύρα μακριά μαλλιά… Ο πατέρας μας είπε να μην φοβόμαστε, είχε φίλους Τούρκους, θα μας βοηθούσαν. Βγήκε όμως διαταγή, όποιος Τούρκος κρύβει Ρωμιούς, θα του κάψουνε το σπίτι. Η μάνα μου είπε να φύγουμε για το δάσος… τα γυναικόπαιδα φεύγανε… Φύγαμε κι εμείς. ο πατέρας έμεινε. Το άλλο πρωί ακούστηκε η καμπάνα να κτυπά δυνατά. Ήταν Κυριακή. Είπαμε με τον αδελφό μου να πάμε να δούμε τι γίνεται, να κόψουμε και κάνα καλαμπόκι να φάμε… Συναντήσαμε έναν Τούρκο από άλλο χωριό. « Να πάτε στην εκκλησία μαζί με τους άλλους» μας είπε «Δεν θα σας πειράξει κανείς εκεί». Πλησιάσαμε κρυφά και είδαμε Τσέτες να σπρώχνουν τις γυναίκες, τα κορίτσια να φωνάζουν, να κλαίνε… Πονηρευτήκαμε. Σαλτάραμε πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, κρυφτήκαμε σε κάτι μουριές, φάγαμε λίγα μούρα, περιμέναμε να σκοτεινιάσει και μέσα από τις ρεματιές, μπήκαμε πάλι στο βαθύ δάσος, να βρούμε τους δικούς μας… Έτσι γλυτώσαμε εμείς… ήμουνα δέκα χρονών τότε». Ο Π. Σ. δεν είχε ίσως κουράγιο να πει περισσότερα για κείνες τις φοβερές ώρες του τρόμου, της αγωνίας, της λεηλασίας, της φωτιάς, της μεγάλης σφαγής. Εκείνο όμως το καλοκαίρι του 1920, τουρκικές συμμορίες, περισσότερο ή λιγότερο Κεμαλικές, διέπραξαν βιαιοπραγίες σε όλο το Σαντζάκιο της Νικομήδειας. Ένας μεγάλος αριθμός χωριών ληστεύτηκε ή κάηκε και ο αποδεκατισμένος πληθυσμός αναγκάστηκε να φύγει. 12 χιλιάδες κατακρεουργήθηκαν, 2.500 χιλιάδες οι αγνοούμενοι, 15.000 πρόσφυγες στη Νικομήδεια(*5).
Πολύ αργότερα μάθανε, μου εξήγησε η κόρη του, ότι τον παππού τον Διαμαντή τον έσφαξαν οι Τσέτες με άγριο τρόπο και τη μικρή Μαρίκα, 8 χρόνων, που την είχανε χάσει πάνω στον πανικό, την είχε σώσει ένας «παππάς» (ήταν ο Χότζας του χωριού ; ) και την είχε σαν παιδί του, γεγονός όμως είναι ότι τελικά ο Παράσχος με αρκετούς δικούς του επέζησαν, περιπλανώμενοι με ματωμένα πόδια, στο βουνό μέρες πολλές, κοντά δυο μήνες, μου είπε. Φόβος, πείνα, κακουχίες, αρρώστιες, φρίκη …
«Στο βουνό ήμουνα εγώ, ο Παντελής, ο Οδυσσέας, η μάνα μου, ο Μιχάλης με το παιδί του, ο Αναστάσης με τη γυναίκα του… κρυβόμαστε σε σπηλιές… τρώγαμε βατόμουρα, αγριοφράουλες, βρίσκαμε κανένα σαλιγκάρι, κτυπάγαμε και καμιά χελώνα… καλοκαίρι ήτανε αλλά το βράδυ έκανε πολύ κρύο, τρέμαμε από το κρύο … Μια νύχτα ανάψαμε φωτιά με φόβο πολύ, μη μας ανακαλύψουνε… ακούσαμε θόρυβο… κοκαλώσαμε, βουβαθήκαμε… ποιος να ’ταν; Μια μεγάλη αρκούδα ερχόταν καταπάνω μας… με κάτι χοντρόξυλα αναμμένα στην άκρη προσπαθούσαμε ώρες να την κρατήσουμε μακριά μας… βαρέθηκε κι έφυγε… ανασάναμε… ξαναθυμηθήκαμε την πείνα μας … Μια μέρα σε ένα μέρος με βούρκο, μέσα στη λάσπη, ήταν κάτι μικρούλια αγριογούρουνα… βουτήξαμε να πιάσουμε κανένα, δεν προλάβαμε, ακούμε ένα άγριο γρου-γρου… όπου φύγει, φύγει. Περπατούσαμε τη νύχτα, κρυβόμαστε τη μέρα… ακούγαμε τα ουρλιαχτά των ζώων… τρώγαμε αγριόχορτα… με τα πόδια φθάσαμε στη Νικομήδεια. Εκεί ήταν κι άλλοι ταλαίπωροι δικοί μας… από κει φύγαμε με πλοίο…(πότε ακριβώς;)*6. Πήγαμε στο Αγρίνιο, μετά στη Χαλκίδα, σε κάποια ακόμα μέρη για να βρούμε δουλειά… και το ΄24, με την αποζημίωση που πήραμε αγοράσαμε το οικόπεδο στην Κηφισιά».
Η γιαγιά Αλισσαβώ, 27 χρονών όταν χήρεψε, έζησε στη γειτονιά μας μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Την θυμάμαι ψιλόλιγνη, μαυροφορεμένη με μαντήλι πάντα στο κεφάλι, λιγόλογη. Βοηθούσε τις νύφες της, φρόντιζε τα εγγόνια της, πρόθυμη πάντα να συντρέξει όποιον είχε ανάγκη. Εμείς οι γείτονες δεν την είχαμε ακούσει να μιλάει για τα τραγικά γεγονότα που βίωσε.
Η Διαμαντούλα όμως μου συμπλήρωσε κάποια κενά: «Ο πατέρας μου, όταν ήταν πιο νέος και βρισκόταν σε οικείο περιβάλλον, μας έλεγε ότι οι Τσέτες και οι Τούρκοι χωριάτες από τα γύρω χωριά βγαίνανε τη νύχτα στο βουνό με σκυλιά και κυνηγούσαν τους χριστιανούς που κρύβονταν στις χαράδρες, στις σπηλιές… Τους σκότωναν για να τους ληστέψουν. Πολλές μητέρες αναγκάζονταν να πνίγουν τα μωρά τους για να μην φωνάζουν… Το νερό που κυλούσε στον παραπόταμο του Σαγγάριου ήταν κόκκινο από το αίμα των χριστιανών που σφάζανε και ρίχνανε μέσα». Τραγωδία! Μένει κανείς βουβός μπροστά στον φανατισμό, τη σκληρότητα, τον όλεθρο, μα κυρίως μπροστά στη μεθοδικότητα και την άριστη οργάνωση του μηχανισμού της καταστροφής.
Η οικογένεια Σαββαϊδη (εκτός από τον πατέρα) ήταν από τους λιγοστούς επιζήσαντες της Γενοκτονίας της περιοχής της Βιθυνίας. Τα τρία αγόρια, άξιοι χτιστάδες και σοφατζήδες στην Κηφισιά, ο Οδυσσέας στην Θεσσαλονίκη (στην Κατοχή ανέβηκε στο βουνό, αντάρτης). Η Ζωή έζησε στην Πόλη, όπου βρέθηκε με τη Μαρίκα μετά από χρόνια. Ήρθε στην Αθήνα μετά από τα γεγονότα του ΄55 και πέθανε εδώ. Η Μαρίκα ήρθε να τους βρει αλλά γύρισε, έζησε και πέθανε στην Πόλη.
Ο «κυρ Παράσχος», το «αγαθό ανθρωπάκι», έκλεισε για πάντα τα μάτια του, το 2006, αθόρυβα όπως έζησε αλλά όχι χωρίς αγωνία. Είχε εφιάλτες. Ζητούσε επίμονα ένα κοντάρι, κάτι… να σκοτώσει κάποιον… «Ποιόν πατέρα;» ρώταγε η κόρη του. «Τον Τούρκο που έρχεται… δεν τον βλέπετε ε ε ε;» Φώναζε αλαλιασμένος.
Υποσημειώσεις:
1. Το χωριό Χουδί ( τουρκ. Μπουγιούκ Σαρατσίλ) ανήκε στην περιφέρεια Γκέιβε-Ορτάκιοϊ, η οποία ανήκε στο ανεξάρτητο Σαντζάκι της Νικομήδειας. Το 1920 είχε περί τους 1.500 κατοίκους, από τους οποίους 1.000 Έλληνες αρμενόφωνοι. Βρισκόταν 3 χλμ Ανατ. του Ορτάκιοϊ ( πόλη με 10.000 κατοίκους – 5.000 ΄Ελληνες αρμενόφωνοι και 2.500 Αρμένιοι) και 48 χλμ Ν. Α. της Νικομήδειας.
Το Γκέιβε είχε 1.000 κατοίκους, κυρίως Τούρκους και ήταν έδρα Καζά, 74 χλμ Ν.Α. της Νικομήδειας).
2. Το Ορτάκιοϊ, κτισμένο σε λόφο, πάνω από τον Σαγγάριο, είχε απέναντί του το ψηλό χιονοσκεπές βουνό της Προύσας, Όλυμπο. Υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Νίκαια και διοικητικά στην Νικομήδεια και κατοικείτο αποκλειστικά από Έλληνες και Αρμένιους. Πριν από το 1920, μαζί με τα γύρω χωριά, είχε εξελιχθεί σε μια εμπορική και βιομηχανική περιοχή, φημισμένη για τα εμπορικά του καταστήματα, τα εργοστάσια βυρσοδεψίας και μεταξουργίας. Υπήρχαν 5 ατμοκίνητα βιομηχανικά κλωστήρια μεταξιού με μεγάλο εμπόριο με τις Ευρωπαϊκές χώρες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες αλλά κύρια απασχόλησή τους ήταν η σηροτροφία και η μεταξουργία.
3. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Χουδιού, όπως και του γειτονικού Μπουρχανιέ και του Ορτάκιοϊ ήρθαν στην περιοχή – ίσως στα μέσα του 17ου αιώνα- από το Εγκίν της Αρμενίας, γιαυτό και ήταν αρμενόφωνοι. Οι Αρμένιοι μάλιστα τους αποκαλούσαν «Χάιχουρομ», δηλαδή Αρμενορωμιούς.
4. Πρέπει να ήταν η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου , στο Ορτάκιοϊ.
5. Κώστας Φαλτάϊτς: Συρροή αφηγημάτων σχετικά με τις σφαγές των Ελλήνων της Νικομήδειας.
6. Ξεριζωμένοι από τις εστίες τους και αποδεκατισμένοι από τη σφαγή που πραγματοποιήθηκε από τους αντάρτες του Κεμάλ, το καλοκαίρι του 1920, τα 400 περίπου άτομα που διασώθηκαν από τις 13.000 κατοίκους περιπλανήθηκαν στη Νικομήδεια και την Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1922. Τότε αναχώρησαν χωρίς αποσκευές και διαβατήρια, έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην τότε «Κοκκινιά»