ΕΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γιώργος Πάλλης
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που μάστιζαν το μικρό βασίλειο της Ελλάδος ήταν η ληστεία. Ένοπλες συμμορίες που δρούσαν στην ύπαιθρο και στις παρυφές των μεγαλύτερων πόλεων, λήστευαν δημόσιες υπηρεσίες, ιδιωτικές κατοικίες, ταξιδιωτικές και ταχυδρομικές άμαξες, και πολίτες, τους οποίους συχνά απήγαγαν για να ζητήσουν λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Η βιαιότητα των ληστών ήταν συχνά τρομακτική, καθώς δεν δίσταζαν να ακρωτηριάζουν ή να δολοφονούν ανθρώπους, αν και υπάρχουν περιπτώσεις που συμπεριφέρθηκαν με σεβασμό στους αιχμαλώτους τους. Αποκορύφωμα της δράσης τους υπήρξε η περιώνυμη σφαγή του Δήλεσι το 1870, όταν η συμμορία των Αρβανιτάκηδων σκότωσε τέσσερις ξένους περιηγητές και διπλωμάτες που είχε αιχμαλωτίσει κοντά στο Πικέρμι. Ο επακόλουθος διεθνής διασυρμός της χώρας υπήρξε η αφορμή να λάβουν οι αρχές δραστικά μέτρα και να περιορίσουν αποφασιστικά αυτή την εγκληματική πρακτική.
Τον Αύγουστο του 1864, μια ληστεία στα εξοχικά τότε Πατήσια αναστάτωσε την Αθήνα. Ομάδα έξι ατόμων εισέβαλε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Λεβίδη, συντάκτη της εφημερίδας “Ελπίς”, στις 10:30 το βράδυ, και αφαίρεσε χρήματα και τιμαλφή αξίας 12.000 δραχμών (ενός μεγάλου δηλαδή για την εποχή ποσού). Ο οικοδεσπότης βρισκόταν στο σπίτι με την οικογένειά του, αλλά οι ληστές δεν τους κακοποίησαν σωματικά. Αφού παρέμειναν εκεί για μία περίπου ώρα, αποχώρησαν ανενόχλητοι με τα κλοπιμαία, προς άγνωστη κατεύθυνση (αναλυτική περιγραφή του συμβάντος δίνει η “Ελπίς” στις 28 Αυγούστου 1864).
Η είδηση της σύλληψης και η αναγνώριση των ληστών
Δύο από τους δράστες δεν επρόκειτο να χαρούν για πολύ την πλούσια λεία τους. Στις 27 Αυγούστου ανακοινώθηκε στις εφημερίδες η σύλληψή τους: «Μετά χαράς αναγγέλλομεν ότι τα στρατιωτικά αποσπάσματα συνέλαβον χθες την νύκτα δύο ληστάς εκ της ληστρικής συμμορίας του Λύκου, τους εξαδέλφους αυτού, ενεδρεύοντας εις Αμαρούσιον και υποθαλπόμενους από τινα λησταποδόχον. Εις εξ αυτών ερρίφθη εις εν φρέαρ δια να διαφύγη την σύλληψιν, αλλ’ οι στρατιώται τον ανέσυρον και τον παρέλαβον, καθώς και την οικογένειαν των λησταποδόχων» (“Αυγή”, 28 Αυγούστου 1864).
Σύντομα διαπιστώθηκε ότι οι συλληφθέντες ήταν οι ληστές που είχαν εισβάλει στην οικία Λεβίδη στα Πατήσια: «Οι ανακαλυφθέντες και συλληφθέντες προσφάτως εν Αμαρουσίω δύο λησταί εφέρθησαν εχθές ενταύθα και εγκαθείρχθησαν εν τω Μεδρεσαί· εκεί προσκληθέντων αμέσως του τε κ. Λεβίδου και των λοιπών μελών της οικογενείας του υπό της δικαστικής Αρχής, ανεγνωρίσθη αμέσως η ταυτότης των ειρημένων ληστών. Μόλις έκαστος των παθόντων εισήρχετο χωριστά εις την φυλακήν, και διέκρινεν αναμεταξύ πλείστων άλλων συμφυλακισμένων τους ανωτέρω δύο ως τους αυτουργούς της εν Πατησίοις ληστείας, της συμβάσης την 18 προς 19 του παρελθόντος μηνός» (“Αυγή”, 1 Σεπτεμβρίου 1864). Στη φυλακή λοιπόν του Μενδρεσέ, απέναντι από τον Πύργο των Ανέμων στην Πλάκα, τα μέλη της οικογένειας Λεβίδη αναγνώρισαν τους δύο από τους δράστες της ληστείας του σπιτιού τους. Λίγες μέρες αργότερα αναγγέλθηκε ότι βρέθηκαν και κάποια από τα κλεμμένα τιμαλφή.
Οι δύο συλληφθέντες ληστές ήταν ο αρχηγός της συμμορίας και ένας συνεργός του. «Η ληστρική αύτη συμμορία δεν είναι του Κίτσου, ως καταρχάς υπετέθη, αλλά του Τάσου Λύκου· ο συλληφθείς είναι αυτός ο Τάσος Λύκος· από του μηνός Μαΐου μένει εν τω χωρίω Αμαρουσίου τρώγουσα και πίνουσα εν τη οικία του Καμαρούλη όστις ήτο ο λησταποδόχος της συμμορίας· εις των υιών του Καμαρούλη είναι ο μετά του Λύκου συλληφθείς ληστής …» (“Ελπίς”, 1 Σεπτεμβρίου 1864). Σύμφωνα μάλιστα με την ίδια εφημερίδα, ο Λύκος επρόκειτο να παντρευτεί την κόρη του Καμαρούλη. Σημειώνεται ότι ο “Εθνοφύλαξ”, μία άλλη εφημερίδα της εποχής, αναφέρει ότι ο συλληφθείς Τάσος Λύκος ήταν ο συνονόματος ανιψιός του αρχιληστή (29 Αυγούστου 1864), αλλά θεωρούμε ότι η “Ελπίς” θα είχε καλύτερη πληροφόρηση, λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος του συντάκτη της, που ήταν και το θύμα της ληστείας.
Πώς οδηγήθηκαν οι αρχές στη σύλληψη
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο εντοπίστηκε το κρυσφήγετο των δύο ληστών στο Μαρούσι. «Η κυβέρνησις… οφείλει ν’ ανταμείψη τον συντελέσαντα εις την σύλληψιν των ληστών Δημήτριον Κουτσούκον, κάτοικον Αμαρουσίου και πρώην αγροφύλακα. Ο χρηστός ούτος πολίτης, βλέπων καθ’ εκάστην τους ληστροτρόφους αγοράζοντας κρέας και δαπανώντας αφειδώς, συνέλαβεν υπονοίας και αναβάς εις τι δένδρον, είδεν οπλοφόρους, τρώγοντας και πίνοντας. Όθεν ειδοποιήσας τους συμπολίτας του προέβη μετ’ αυτών (και των κατόπιν ελθόντων στρατιωτών) εις την πολιορκίαν και σύλληψιν των ληστών» (“Αυγή”, 1 Σεπτεμβρίου 1864).
Κάπως διαφορετική είναι η εκδοχή της εφημερίδας “Ελπίς”: «Η ανακάλυψις της φωλεάς του Λύκου εν Αμαρουσίω εγένετο υπό τινων εθνοφυλάκων Αμαρουσίου συλλαβόντων υπονοίας και εξετασάντων μικρόν τι κοράσιον εξελθόν την νύκτα της οικίας· έδωσαν είδησιν εις την χωροφυλακήν, και ούτω περιεζώσθη η οικία· ο αρχιληστής Λύκος ιδών τον κίνδυνον και ωφεληθείς του σκότους εκρεμάσθη από του σχοινίου του πηγαδίου και εκρύφθη εν αυτώ· αλλ’ ανεκαλύφθη πυροβολήσαντος ενός των χωροφυλάκων εν τω πηγαδίω» (“Ελπίς”, 1 Σεπτεμβρίου 1864).
Σε κάθε περίπτωση, ο αναφερόμενος Δημήτριος Κουτσούκος πρέπει να ταυτίζεται με τον ομώνυμό του που καταγράφεται στις μαρουσιώτικες γενεαλογίες του Τάκη Πολιτόπουλου: ήταν ο γενάρχης της οικογένειας Κουτσούκου, γεννημένος το 1816 –άρα 48 ετών όταν συνέβη το παραπάνω επεισόδιο. Παντρεύτηκε τη Μαρία Κοτζιά, με την οποία απέκτησαν τουλάχιστον 5 παιδιά, και πέθανε σε βαθύτατο γήρας το 1914. Δεν γνωρίζουμε αν εντέλει ανταμείφθηκε με κάποιον τρόπο για τη συμβολή του στη σύλληψη των ληστών.
Η τύχη των κλοπιμαίων
Τα τιμαλφή της οικογένειας Λεβίδη εξακολούθησαν να απασχολούν τον Τύπο μετά τη σύλληψη του Λύκου. «Εκ των ληστευθέντων πραγμάτων του συντάκτου της Ελπίδος ευρέθησάν τινα εν τη οικία του λησταποδόχου Καμαρούλη, όπου είχε συλληφθή ο την ληστείαν διαπράξας αρχιληστής Τάσσος Λύκος μεθ’ ενός των συντρόφων του. Τα ευρεθέντα είναι το ωρολόγιον του Κ. Λεβίδου, διάφορα χρυσά κοσμήματα της συζύγου του, επτά χουλιαράκια του γλυκού, καί τινες κλωσταί μαργαριταρίου σπασμέναι, το όλον αξίας δραχμών δύο χιλιάδων περίπου. … Εκ των αδαμαντικών ουδέν εισέτι ευρέθη· η ανάκρισις εξακολουθεί, και ελπίζομεν να ευρεθώσι και οι λοιποί των ληστών· την θυγατέρα του λησταποδόχου, ήτις έμελλε να νυμφευθή τον αρχιληστήν, δεν ηδυνήθη έτι η Αρχή ν’ ανεύρη· ουδεμία αμφιβολία ότι είναι κεκρυμμένη εν τη οικία τινός των τρανών μας εν Αθήναις προστατών της συμμορίας» (“Ελπίς”, 8 Σεπτεμβρίου 1864).
Τα επόμενα φύλλα της “Ελπίδος” δεν αναφέρουν τίποτε άλλο για το συμβάν. Η τύχη των πρωταγωνιστών, αλλά και των κλοπιμαίων, μας διαφεύγουν. Οι συλληφθέντες θα οδηγήθηκαν πιθανώς σε δίκη. Ο Λύκος καταγόταν από το αρβανιτοχώρι Χέλι (σημ. Αραχναίο) της Αργολίδας, από οικογένεια αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Δεν ήταν ασφαλώς ο πρώτος ληστής που γνώρισαν οι Μαρουσιώτες, οι οποίοι είχαν δίπλα τους την Πεντέλη, όπου ενέδρευαν λίγα χρόνια πριν ο Νταβέλης, ο Μπίμπισης και άλλοι διάσημοι τότε λήσταρχοι.