Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 16/02
Μια από τις σοβαρές συζητήσεις που επαναφέρει το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που έχει προκαλέσει για μια ακόμα φορά πόλεμο με την ακαδημαϊκή κοινότητα, αφορά στο ζήτημα των «αιωνίων» φοιτητών.
Είναι σχεδόν εμμονικό, αν σκεφτεί κάποιος ότι την ίδια ακριβώς συζήτηση κάναμε και πριν από πολλά χρόνια, όταν η τότε υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου, με τον αντίστοιχο νόμο του 2007, άνοιξε την πόρτα για την «διαγραφή» χιλιάδων φοιτητών που δεν ολοκλήρωναν τις σπουδές τους στο προβλεπόμενο χρόνο.
Αφού επισημάνω ότι μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο στις αντίστοιχες νομοθεσίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών αποδεικνύει ότι υπάρχει μεν θέμα συζήτησης, αλλά καμία δεν διαγράφει τους «αιώνιους φοιτητές», ας μου επιτραπεί να κάνω μια προσωπική αναφορά ως «παθών», για να εξηγήσω γιατί αυτή η εμμονή πρέπει επιτέλους να σταματήσει και η συζήτηση να επικεντρωθεί σε άλλα, πραγματικά σοβαρά ζητήματα.
Λέω «παθών», γιατί και προσωπικά γλίτωσα την διαγραφή στην κυριολεξία στα… χασομέρια, έχοντας καθυστερήσει σημαντικά να ολοκληρώσω τον κύκλο σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το οποίο και αποφοίτησα. Να εξηγήσω, όμως, κάτι και ας σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Όλοι εμείς που τελειώσαμε πολύ αργότερα από το προβλεπόμενο, δεν το κάναμε από καπρίτσιο ή τεμπελιά. Καθένας από τους φοιτητές της δικής μου συνομοταξίας, ανέλαβε το μερίδιο «ανεμελιάς» που του αναλογούσε, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό που έφερε την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των σπουδών.
Αυτό συνέβη γιατί κάπου στο μεσοδιάστημα, ο μπαμπάς μας γονάτισε από τις υποχρεώσεις και έπρεπε κάπου να βάλουμε κι εμείς ένα χεράκι. Γιατί η δουλειά που επιλέξαμε, είχε θεσμοθετήσει την απλήρωτη μαθητεία δεκαετίες πριν και δεν είχαμε την πολυτέλεια, μετά τις σπουδές να αφιερώσουμε άλλα δύο, τρία, πέντε χρόνια για να αποκτήσουμε «εμπειρία». Έπρεπε να κερδηθεί χρόνος. Το δρομολόγιο ξεκινούσε στις 06:00 και ολοκληρωνόταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ούτε χρόνος, ούτε αντοχές για διάβασμα.
Κάπου εκεί ενδιάμεσα, έπρεπε να πάμε να εκπληρώσουμε και το «χρέος» μας στην πατρίδα και πλέον τα νούμερα δεν έβγαιναν.
Κάποιοι αργήσαμε να τελειώσουμε γιατί υπήρχαν καθηγητές που έκοβαν ξανά και ξανά με σαδιστικό τρόπο, όσο άψογα διαβασμένος κι αν ήσουν. Γιατί λόγω κινητοποιήσεων, κακοδιαχείρισης του προγράμματος, αναγόρευσης Βαρθολομαίων και λοιπών προσωπικοτήτων σε διδάκτορες που πάγωναν τα πάντα, χάνονταν εξεταστικές που δεν ήταν εύκολο να τις αναπληρώσεις, ειδικά αν δούλευες. Γιατί κάποιοι καθηγητές δεν απάντησαν ποτέ σε αιτήματα για θέμα εργασίας και μετά δεν σε άφηναν να δώσεις. Γιατί χάθηκαν γραπτά από εξετάσεις που είχες γράψει τέλεια και αναγκάστηκες να τις ξαναδώσεις, αλλά τότε δεν σου έδιναν άδεια από τη δουλειά για να το κάνεις. Γιατί σε κάποια μαθήματα η υποχρεωτική παρουσία ήταν προαπαιτούμενο για να πάρεις μέρος στις εξετάσεις. Γιατί, στην τελική, όλοι είμαστε άνθρωποι και πολλά μπορούν να σου τύχουν.
Αυτά τα χρόνια, ουδέποτε είχα πρόσβαση σε συγγράμματα, φοιτητικό πάσο, πάσο σίτισης και άλλες παροχές. Τη μελέτη μου την έκανα μέσα από τη δανειστική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου και τις σημειώσεις που μου παραχωρούσαν κάποιοι από τους συμφοιτητές μου, σε κάποιες – ελάχιστες – περιπτώσεις, ακόμα και με οικονομικό αντάλλαγμα. Αναρωτιέμαι, τι βάρος ήμουν για το Πάντειο.
Για την ιστορία, το πτυχίο το πήρα στα 33 μου. Σε μια περίοδο βαθιάς ανεργίας, αξιοποίησα τον χρόνο για να τελειώσω τη δουλειά που είχα αφήσει στη μέση. 14 μαθήματα σε μιάμιση (γιατί είχε και μισή εμβόλιμη) καλοκαιρινή εξεταστική. Με το 90% να είναι10αρια και 9ρια και τους περισσότερους καθηγητές να λένε ότι «δεν είναι μόνο ότι διάβασες, αλλά κυρίως, ότι κατάλαβες τι διάβαζες». Δεν το λες και άσχημα για κάποιον που είναι «πρόβλημα» για το πανεπιστήμιο. Ίσως να έχει και η ωριμότητα τη σημασία της.
Και αυτό, χωρίς να διακόψω την όποια «καριέρα» είχα κάνει μέχρι τότε.
Για να τελειώνουμε και να μην κοροϊδευόμαστε. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο παραμένει από τα κορυφαία στην Ευρώπη, παρά τις προσπάθειες απαξίωσης. Σε ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι οι διαγραφές ούτε οι αστυνομίες που θα δώσουν τη λύση. Η χρηματοδότηση της έρευνας και η οργάνωση απέναντι σε άλλου είδους κατεστημένες παθογένειες είναι.
Μπορεί επιτέλους κάποια κυβέρνηση, οποιασδήποτε κατεύθυνσης να αφήσει στην άκρη τις ιδεοληψίες και να ασχοληθεί στα σοβαρά ή θα συνεχίσουμε να κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλά μας;