Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδoση της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ 14-09-2021 Ηράκλειο-Λυκόβρυση-Πεύκη-Μεταμόρφωση
Επιστροφή, λοιπόν, στα σχολεία! Η μέρα που κάθε μαθητής δεν θέλει να έρθει, αλλά κατά βάθος ανυπομονεί, γιατί σηματοδοτεί το σμίξιμο με παλιούς και νέους φίλους, την προσδοκία για το άγνωστο που φέρνει η νέα σχολική χρονιά, τις προκλήσεις, τις παρέες, όλα αυτά τα όμορφα συναισθήματα που γεννιούνται στις νεανικές καρδιές.
Επιτρέψτε μου να γράψω αυτό το σημείωμα σαν μπαμπάς ενός μικρού μπόμπιρα που πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του Νηπιαγωγείου. Για τις μυθικές εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης, που θύμισαν το παπανδρεϊκό «Τσοβόλα δώστα όλα» και ουσιαστικά άνοιξαν την προεκλογική περίοδο, καθώς και τα άλλα πεζά της ανιαρής καθημερινότητας, έχουμε καιρό να λέμε.
Το να βλέπεις, όμως, το παιδί σου να φοράει την σχολική τσάντα, που ακόμα είναι μεγαλύτερη από τον ίδιο και να περνά το κατώφλι του «μεγάλου σχολείου» (σ.σ. μέχρι το επόμενο) συμβαίνει μόνο μία φορά στη ζωή όλων. Και, πέρα από τις φωτογραφίες και τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει αποτυπωθεί στο μέσα μας σαν μια μνήμη που δεν ξεριζώνεται ποτέ. Κάποτε μου τα έλεγε ο δικός μου πατέρας και γελούσα. Τώρα καταλαβαίνω πολλά.
Κρατώντας, λοιπόν, τον μικρό μου από το χέρι, πάντα μισό βήμα πίσω, ακολουθώντας τα δικά του βήματα, η μόνη σκέψη που περνάει από το μυαλό είναι πως, όσο βαστούν τα ποδάρια μου, ο προορισμός είναι μονόδρομος: Να μην πάψω να παλεύω να φτιάξω έναν κόσμο καλύτερο για να βαδίσει. Όσο προλαβαίνω πια. Γιατί, ο χρόνος τρέχει σαν αστραπή, μεγαλώνουν κι αυτά τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνουμε και από βελτίωση ο κόσμος… ας μην ανοίξουμε την κουβέντα γιατί θα μας πιάσουν τα δάκρια.
Όπως δάκρια πήγαν να μας πιάσουν όλο το προηγούμενο βράδυ, προσπαθώντας, αρχικά, να πείσουμε τον 4χρονο να κάνει το τεστ για τον κορωνοϊό και, εν συνεχεία, να το δηλώσουμε στην πλατφόρμα, η οποία, προφανώς και είχε καταρρεύσει από τις χιλιάδες των γονέων που προσπαθούσαν επί ματαίω να πράξουν τα δέοντα. Εν συντομία, αφού προσπαθούσαμε από νωρίς το απόγευμα να μπούμε στην πλατφόρμα, εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια γύρω στη μία τα ξημερώματα και, τελικά, τα καταφέραμε λίγο μετά τις επτά το πρωί, όταν σκέφτηκα να κάνω μια τελευταία απόπειρα. Την ίδια ώρα, οι μισοί μαθητές – μεταξύ αυτών και εμείς – σε άλλο σχολείο εγγραφήκαμε και σε άλλο οδηγηθήκαμε, χωρίς, βεβαίως, να ενημερωθούμε σχετικά, ώστε να εξετάσουμε τις εναλλακτικές. Κλασικά, ελληνικά ζητήματα εκπαίδευσης. Είμαι βέβαιος ότι σε άλλες βαθμίδες τα προβλήματα είναι πολύ περισσότερα και απείρως πιο σημαντικά. Μόνο τα παιδιά της Γ΄Λυκείου και το φιάσκο με τα Λατινικά να σκεφτεί κανείς, πάλι θα θέλει να κλάψει. Όπως επίσης είμαι παραπάνω από βέβαιος ότι, όσο και να ελπίζει κανείς, δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει τίποτα σε αυτή τη χώρα, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την ανωτέρω δέσμευση στα παιδιά μας να παλεύουμε για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Να, ένας καλός αγώνας για να ξεκινήσουμε.
«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;», τον ρώτησε μια φίλη μου εκδότρια το πρωί της Κυριακής στην Έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο, όπου πήγαμε για τα τελευταία «δώρα» του καλοκαιριού. Περίμενε κι εκείνη να ακούσει τα γνωστά που λένε τα περισσότερα παιδιά σε αυτήν την ηλικία. Πιλότος, γιατρός, αστυνομικός, αστροναύτης, στη χειρότερη (ο Θεός να μας φυλάει) τη δουλειά που κάνει ο μπαμπάς ή η μαμά. «Εγκληματολόγος!», της λέει ο δικός μου με ύφος κιόλας. Άλαλοι οι ενήλικες. Έτσι είναι αυτά. Τα παιδιά έχουν πάντα έναν τρόπο να σε εκπλήσσουν. Και να σε κάνουν να ξεχνάς τον σαλεμένο κόσμο που τα φέρνεις να ζήσουν. Πού να του εξηγήσεις τώρα με τι σαχλαμάρες έφαγε η μαμά και ο μπαμπάς το μισό Σαββατοκύριακο.
Αλλά, ας τα αφήσουμε αυτά να ονειρεύονται. Να ζήσουν τον δικό τους κόσμο, να κάνουν τα δικά τους σχέδια. Έτσι κι αλλιώς, έχουν χρόνο μπροστά τους για να καταλάβουν τον άχαρο κόσμο των μεγάλων. Δουλειά μας είναι να καθυστερήσουμε αυτό το διάστημα όσο περισσότερο γίνεται. Στην παρούσα φάση, βασική προτεραιότητά μας είναι τα παιδιά μας, που μην ξεχνάμε ο κορωνοϊός τους στέρησε δυο χρόνια από την κοινωνική τους ανάπτυξη, τα οποία δύσκολα αναπληρώνονται, να μάθουν πως, όσα χαμόγελα και να κρύβει η μάσκα που από σήμερα θα φορούν όλη μέρα, η ζεστασιά στην καρδιά είναι αυτή που δεν πρέπει να σβήσει. Κι εμείς, οι μεγάλοι πως οφείλουμε να τους δώσουμε ερεθίσματα τέτοια, ώστε τα ίδια τα παιδιά να βάλουν τις ράγες για να πατήσει το τρένο της δικής τους ζωής. Να έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και γνώση πως, σε κάθε δυσκολία, κάποιος βρίσκεται πάντα πίσω τους, να ακολουθεί τα βήματά τους και να απλώνει το χέρι για υποστήριξη.
Να, κάπως έτσι, η πρώτη νύχτα πριν το σχολείο πέρασε χωρίς να κλείσει το μάτι. Και μάλλον, ο μικρός το κατάλαβε. Γι’ αυτό και, φτάνοντας στην πόρτα γύρισε πίσω και με ένα αστραφτερό χαμόγελο μου είπε «Μπαμπά…» και ύψωσε τον αντίχειρά του κλείνοντας το μάτι, σαν να μου λέει «όλα καλά θα πάνε».
Μας πήρανε χαμπάρι τα προνήπια! Καλή σχολική χρονιά να έχουμε!