Γράφει ο Γιώργος Αράπογλου – Από την έντυπη έκδοση της Καθημερινής Αμαρυσίας – φύλλο Ηρακλείου – Λυκόβρυσης – Πεύκης – Μεταμόρφωσης 28/07
Μόλις λίγες ημέρες πριν, συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τις φονικές φωτιές στο Μάτι, που κόστισαν τη ζωή σε 102 συνανθρώπους μας και άλλαξαν τα καλοκαίρια μας για πάντα. Θυμάμαι, σαν τώρα, εκείνο το μεσημέρι, όταν τηλεφωνούσα στην γυναίκα μου, που είχε πάει με τον τότε 18 μηνών γιο μας για μπάνιο σε διπλανή παραλία, λίγη ώρα αφότου είχε ξεσπάσει η φωτιά, χωρίς ακόμα να γνωρίζει κανένας τι επρόκειτο να ακολουθήσει. «Είμαστε καλά. Φύγαμε νωρίς και δεν επιστρέψαμε από Μαραθώνος», ήταν τα λόγια της. Τότε απλώς ένιωσα μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Αργότερα και τις επόμενες μέρες, κάθε φορά που σκεφτόμουν αυτό το τηλεφώνημα με πιάνουν ρίγη και οι βρύσες στην άκρη των ματιών αρχίζουν να στάζουν. Στο Κόκκινο Λιμανάκι πηγαίναμε πολύ συχνά για τις εν Αθήναις αποδράσεις μας. Εκείνη τη μέρα, επειδή δεν ήμουν μαζί επέλεξαν να πάνε σε μια παραδιπλανή παραλία με πιο εύκολη πρόσβαση και, λόγω του ότι ήταν μόνοι τους, δεν έμειναν πολύ. Έκαναν τη βουτιά τους και επέστρεψαν. Αν ήμουν μαζί τους, θα πηγαίναμε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Αν ήμουν μαζί τους, θα μέναμε τουλάχιστον μία ώρα παραπάνω. Ίσως να φεύγαμε με κατεύθυνση την Αττική οδό και όχι την Εθνική που επέλεξαν. Ίσως να μας προλάβαινε η φωτιά. Ίσως…
Ακόμα και τούτη τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν γλιτώνω το ρίγος. Και όταν, λίγους μήνες μετά, περνούσα ως μαραθωνοδρόμος από εκείνα τα μέρη, με το πράσινο, συμβολικό μαντήλι στο κεφάλι μου, μέχρι να τα αφήσω πίσω μου, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα και την ανατριχίλα. Εκείνα ήταν τα πιο συγκλονιστικά χιλιόμετρα που έχω διανύσει ποτέ στη ζωή μου. Κι έχω διανύσει πολλά.
Γι’ αυτό και από εκείνη τη μέρα, θλίβομαι και εξοργίζομαι ακόμα περισσότερο, όταν διαπιστώνω ότι κατά συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μένουμε μόνο στα ευχολόγια, τις θλιβερές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις αντεγκλήσεις ένθεν κακείθεν, ανάλογα την πολιτική αφετηρία του καθενός. Αλλά από ουσία, μηδέν.
Ακόμα σήμερα, στο οπισθόφυλλο του φύλλου που κρατάτε στα χέρια σας, θα διαβάσετε ότι, στην καρδιά της αντιπυρικής περιόδου, δεν γίνονται ούτε τα αυτονόητα για να αποφευχθεί μια νέα τραγωδία. Σκουπίδια και μπάζα, βουνά από πευκοβελόνες κοντά σε δασικές εκτάσεις, «νάρκες» τοποθετημένες, έτοιμες να εκραγούν. Το περασμένο Σαββατοκύριακο σε εξόρμηση σε εξοχική περιοχή, ουδείς εκ των γειτόνων δεν είχε φροντίσει να καθαρίσει έστω τις πευκοβελόνες ο καθείς στο δικό του οικόπεδο. Με τα κλαδιά των πεύκων να σκεπάζουν σπίτια και αυλές. Κανείς δεν σκέφτεται τι θα συμβεί αν αρπάξει ένα κουκουνάρι.
«Ο Θεός μας φύλαξε και δεν καήκαμε», μου έλεγε εκείνες τις μέρες φίλη που διέθετε εξοχική κατοικία στην Κινέτα, περιοχή που επίσης καιγόταν την ίδια ώρα με το Μάτι. Οι φλόγες πέρασαν κυριολεκτικά πάνω από το σπίτι τους και δεν έπαθαν τίποτα. Ναι, ο Θεός τους φύλαξε. Αλλά και οι ίδιοι είχαν φροντίσει να καθαρίσουν γύρω γύρω από ξερόχορτα, κλαδιά και ό,τι άλλο εγκυμονούσε κινδύνους, ώστε ο Θεός να έχει την λιγότερη δυνατή δουλειά.
Οι Δήμοι προσπαθούν. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά τα μέσα τους είναι ελάχιστα. Και δεν επαρκούν. Χρειάζεται και εδώ ατομική ευθύνη. Να κάνουμε τουλάχιστον τα απολύτως απαραίτητα. Η φωτιά είναι ένα πανίσχυρο φαινόμενο. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με την φύση. Τουλάχιστον, να μην προκαλεί τη μοίρα του. Γι’ αυτό και – τέτοιες μέρες ακόμα περισσότερο – θα πρέπει να έχουμε φροντίσει και οι ίδιοι να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα. Για να μην υπάρξουν ξανά νέες μέρες μνήμης.