Από τη στήλη ΕΠΕΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ – Γράφει ο Άγγελος Πολύδωρος
Καλή σεζόν, μου ευχήθηκε με mail η Ελένη, η Digital Manager της εφημερίδας. Πολύ το χάρηκα. Δεν με ρώτησε, ούτε πώς περάσαμε, ούτε πού πήγαμε. Τίποτα. Με το που επέστρεψε και έλαβε την παρουσίαση των ταινιών της Πέμπτης (ανάμεσά τους ο υπέροχος Γούντι Άλεν και ο ανεπανάληπτος Κουέντιν Ταραντίνο), μου έστειλε την απάντησή της «Καλημερούδια κύριε Άγγελε. Καλή σεζόν να έχουμε». Διότι έχω πήξει στα «εσείς πού πήγατε;» «περάσατε καλά;» «γεμίσατε τις μπαταρίες σας;»
Εμείς λοιπόν, τις γεμίσαμε τις μπαταρίες μας στην Αθήνα, κάτω από την Ακρόπολη. Στο Θησείο και στην Πλάκα. Πίνοντας κοκτέιλ σε ταράτσες ξενοδοχείων, περπατώντας σε άδειους δρόμους. Έχετε ακούσει την Αθηνά να λέει «αυτό το θέαμα εμένα με γεμίζει ενέργεια»; Αναφέρεται στον Παρθενώνα, φωτισμένο τα βράδια με εκείνο το πορτοκαλοκίτρινο -κιτρινομπρονζέ (που θα ‘λεγε και η κ. Μιραράκη). Μας γεμίζει ενέργεια, αλλά εγώ δεν το φανερώνω. Και μόνο που τον βλέπω να στέκεται ακόμα εκεί, να εξέχει πάνω από τις κεραίες και τα δορυφορικά πιάτα στις στέγες της πιο άναρχα δομημένης αυτής πόλης της Ευρώπης (το λίκνο του πολιτισμού…), κτισμένος πριν χιλιάδες χρόνια από ανθρώπους, που είχαν κάτι νέο να πουν, κάτι διαφορετικό να δημιουργήσουν, μου φτάνει. Μου φτάνει και δεν θέλω να σκέφτομαι τη συνέχεια. Εννοώ τη συνέχεια από τότε μέχρι τώρα, διότι δε νομίζω ότι έχουμε καμία σχέση με εκείνους και μου το επιβεβαίωσε ο αείμνηστος Νίκος Τσιφόρος.
Διάβασα αυτές τις μέρες δύο βιβλία του, που τα βρήκα ένθετα στο Βήμα της Κυριακής και τα οποία δεν είχα στη συλλογή μου. Ο Τσιφόρος (1909 – 1970) ήταν πολυδιαβασμένος, πολυτάλαντος και πολυσχιδής. Έγραφε εύθυμα, σοβαρά, επιθεωρήσεις, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, ιστορικές έρευνες και κυρίως αναδείκνυε τα «κακώς κείμενα» της ελληνικής κοινωνίας.
Πρώτα διάβασα την «Ιστορία της Αθήνας». Αν το βρείτε, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πιάνει την ιστορία της, από την Τουρκοκρατία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και την αφηγείται πολύ γλαφυρά. Δυστυχώς, πιο πολλά έχουμε κληρονομήσει από όλους εκείνους που πέρασαν από την Αθήνα ως κατακτητές, παρά από τους «αρχαίους ημών προγόνους», που κάθονταν κάτω από το βράχο και δημιουργούσαν. Μετά διάβασα το «Κόσμος και Κοσμάκης». Ευθυμογραφήματά του, που αναφέρονται στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο, στα οποία χρησιμοποιεί την αργκό της εποχής και τέτοιους χαρακτηρισμούς («μη ορθούς πολιτικά» θα λέγαμε σήμερα), που τα αποκλεισθέντα από τα social media σκίτσα του Αρκά, επειδή σατίριζαν ξέρετε ποιούς, ανήκουν στην κατηγορία «για ανήλικους». Γι’ αυτό σας λέω, δεν μπορεί να έχουμε σχέση με τους συμπολίτες του Αριστοφάνη.