Ο διάλογος που ακολουθεί, ανάμεσα σε παρέα νεαρών (φοιτητών απ’ ό,τι αντιλήφθηκα) είναι αυθεντικός και έλαβε χώρα σε ασφυκτικά γεμάτη παραλία της Αττικής.
– «Ρε συ, σήμερα δεν είναι οι εκλογές;»
– «Ωχ, ναι, ρε μ…, το ξέχασα».
– «Έλα, μωρέ, δεν τρέχει τίποτε, γιατί, αν το θυμόμαστε, θα πηγαίναμε;» (ακολουθούν γέλια απ’ όλη την παρέα).
Θα έλεγα ότι ο παραπάνω διάλογος μ’ έβγαλε από τα ρούχα μου, αλλά αυτό ήταν μάλλον δύσκολο, αφού αυτά βρίσκονταν ήδη δίπλα από την ξαπλώστρα, στην παραλία. Το μόνο που έκανα ήταν να σκύψω και πάλι στην ανοικτή εφημερίδα μπροστά μου και να προσπαθήσω να ηρεμήσω. Πράγμα που στάθηκε αδύνανον. Αδυνατούσα να πιστέψω ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι και μάλιστα φοιτητές, που όχι απλώς δεν πήγαν να ψηφίσουν, αλλά αγνοούσαν ακόμη και το πότε διεξάγονταν οι εκλογές. Κι αυτοί οι άνθρωποι, σε λίγα χρόνια, θα πάρουν πτυχίο και θα κληθούν να οικοδομήσουν τη… νέα Ελλάδα!
Δεν τους περνά, βέβαια, από το μυαλό ότι με τη στάση τους απλούστατα αφήνουν ανενόχλητους αυτούς που θα σχεδιάσουν τα επόμενα προγράμματα stage, κάποιο από τα οποία θα κληθούν και οι ίδιοι να υπηρετήσουν, μετά τις πολύχρονες σπουδές τους. Μόνο που τότε, θ’ αγανακτούν που «έφαγαν» τα χρόνια τους στα θρανία για να πληρώνονται με 600 ή 700 ευρώ τον μήνα και, μάλιστα, ανασφάλιστοι…
Πιθανότατα οι παραπάνω νέοι να μιλούν μ’ επάρκεια μία ή δύο ξένες γλώσσες, αλλά δυστυχώς η ευρωπαϊκή τους κουλτούρα (γιατί από παιδεία ούτε λόγος να γίνεται) είναι ανύπαρκτη. Φαίνεται ότι στα σχολειά και τα πανεπιστήμιά τους δεν τους πληροφόρησε κανείς ότι η πλειονότητα των σημαντικών αποφάσεων για τη ζωή τους (το πόσους φόρους θα πληρώσουν, τι είδους παιδεία θα έχουν, τι μισθούς θα λάβουν, το ύψος της σύνταξής τους κ.ο.τ.) δεν αποφασίζεται στο νεοκλασικό της πλατείας Συντάγματος, αλλά στο μεγαθήριο του Στρασβούργου.
Θα μου αντιτάξετε, τώρα, ότι είμαι πολύ αυστηρός με τους νέους κι ότι, τέλος πάντων, η αποχή τους ήταν κι αυτή ένα μήνυμα διαμαρτυρίας. ΛΑΘΟΣ. Ουδέν μήνυμα διαμαρτυρίας κρύβεται πίσω από τον… ακροβολισμό στις ανά την Ελλάδα παραλίες. Μην τρελαθούμε κιόλας.
Διευκρινίζοντας ότι ο προβληματισμός μου δεν στρέφεται αποκλειστικώς στην περίπτωση των νέων ανθρώπων (εξάλλου υπήρξαν πάρα πολλοί άλλοι, υποτίθεται πιο ώριμοι, που επέλεξαν την ίδια στάση), θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Από αυτά που απέφυγαν ν’ αναφέρουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι το βράδυ των ευρωεκλογών, γιατί δεν μπορούν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό να «χαϊδεύουν τ’ αφτιά» του λαού. Πόσω μάλλον που κάτι τέτοιο τους βολεύει εξαιρετικά, αφού είναι προτιμότερο να έχουν τον κόσμο στις όποιες παραλίες και όχι στον δρόμο.
Λοιπόν, μιλούσαμε για μηνύματα. Ήθελαν οι πολίτες που αποφάσισαν να… σνομπάρουν τις εκλογές να μην ψηφίσουν κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα, γιατί δήθεν δεν τους εκφράζουν; Να συμφωνήσω μαζί τους. Μήπως θα έκανε μεγαλύτερη αίσθηση -έως πολιτικό σεισμό- εάν αποφάσιζαν (εξυπακούεται οι κάτοικοι της Αττικής) να μην εκδράμουν σε νησιά και περιφέρειες της χώρας αλλά, με το που θα έπεφτε ο ήλιος και θα έκλειναν οι κάλπες, να μαζευτούν κατά Σύνταγμα μεριά και να δηλώσουν στους πολιτικούς μας ότι «είμαστε εδώ, αλλά δεν είμαστε μαζί σας»; (σαφώς το Internet ενδείκνυται για τέτοιες πρωτοβουλίες και το έχουμε διαπιστώσει στο πρόσφατο παρελθόν).
Αντί γι’ αυτό, δυστυχώς, προτίμησαν να δώσουν άλλοθι σε όσους μιλούν για «πλασματική οικονομική κρίση» (πώς, διάολε, πετυχαίνουν πληρότητες πλοία, αεροσκάφη, ξενοδοχεία, ξενώνες κ.λπ.;) ή σε όσους έχουν πειστεί πως «ό,τι και να κάνουμε, αυτοί θα μας ψηφίζουν ή, στη χειρότερη περίπτωση, θα τους στέλνουμε για μπάνιο».
Πραγματικά αδυνατώ, ως πολιτικά σκεπτόμενο ον, ν’ αποδεχθώ την επιχειρηματολογία όσων αρνούνται ν’ ασκήσουν ένα συνταγματικό δικαίωμα, για την απόκτηση του οποίου κάποιοι έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους. Κι αυτό, πια, το επιχείρημα ότι «τους βαρέθηκα, βρε αδελφέ και δεν θέλω ούτε να τους βλέπω», μ’ αφήνει πραγματικά έκπληκτο. Φαντάζομαι ότι, εάν εισβάλει κάποιος στο σπίτι μας και, με τη στάση του, μας πιέζει, μας φέρνει σε δύσκολη θέση, μας κουράζει κ.ο.τ., δεν θα φύγουμε εμείς από τον χώρο μας, αλλά θα δείξουμε σε αυτόν την πόρτα. Τώρα, γιατί στην περίπτωση της χώρας μας, παραδίδουμε τα κλειδιά σε αυτούς που μας χρωστούν, μας κλέβουν, μας υποτιμούν, μας ξεπουλούν και, αντί να τους στείλουμε στον αγύριστο, προτιμούμε εμείς ν’ αποχωρούμε, δεν το έχω καταλάβει…
Λυπούμαι που ίσως στενοχωρώ ορισμένους, αλλά μερικά πράγματα θα πρέπει να λέγονται και να γράφονται. Αν θέλουμε ν’ αλλάξει κάτι γύρω μας, αν έχουμε πάρει είδηση ότι το σήμερα μοιάζει ελάχιστα με το χθες και δεν έχει καμιά σχέση με το αύριο, θα πρέπει να… ξεβολευτούμε κι εμείς λίγο. Οι ενεργοί πολίτες δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που πάντα αφορά κάποιους «άλλους», αλλά σε καμιά περίπτωση την αφεντιά μας.
Εκτός κι αν ανήκουμε σ’ εκείνη την κατηγορία των… επιτήδειων Ελλήνων, οι οποίοι αφήνουν τους άλλους να βγάζουν το φίδι από την τρύπα, μήπως και βολευτούν και οι ίδιοι. Ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές. Στον συνδικαλισμό, αφήνουμε κάποιους ν’ απεργούν, να χάνουν μεροκάματα, ίσως και τη δουλειά τους, αλλά, όταν πετυχαίνουν τον στόχο τους (για παράδειγμα κάποια αύξηση της συλλογικής σύμβασης), μια χαρά μάς κάθονται τα παραπάνω ευρουλάκια στην τσέπη. Στο περιβάλλον, αφήνουμε τους «γραφικούς» οικολόγους να τρέχουν σε βουνά και ραχούλες και να ξημεροβραδιάζονται σε Δημοτικά Συμβούλια, δικαστήρια και όπου αλλού, κι όταν καταφέρνουν να διασώσουν το αλσάκι, δίπλα από το σπίτι μας, το επισκεπτόμαστε μια χαρά με τα παιδάκια μας, αφήνοντάς το τις περισσότερες φορές βρόμικο. Και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
Αν ανήκουμε στην παραπάνω κατηγορία, με γεια μας, με χαρά μας. Αν, όμως, αισθανόμαστε την ανάγκη ν’ αλλάξουμε κάτι, αν -τέλος πάντων- βαρεθήκαμε να κατευθύνουν άλλοι τις τύχες μας, τότε ας πάρουμε το μήνυμα των εκλογών. Κι αυτό είναι ένα και μοναδικό: Όσο η… σθεναρότερη αντίδρασή μας σε όσα έχουν προξενήσει τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας οι «μεγάλοι» πολιτικοί ηγέτες μας είναι το αντηλιακό και η φραπεδιά, δεν έχουμε να περιμένουμε παρά τα χειρότερα. Ή για να το γράψουμε διαφορετικά, αυτοί είμαστε, αυτοί οι ηγέτες μάς αξίζουν. Αν όχι, ας κάνουμε κάτι να τους αλλάξουμε…
Θάνος Σταθόπουλος