Εμπύρετος θεωρείται η κατάσταση της στήλης τα τελευταία 24ωρα και, δυστυχώς, όχι λόγω του προεκλογικού πυρετού που θα έπρεπε να επικρατεί στη χώρα. Καθηλωμένη κατά διαστήματα στο κρεβάτι, με μοναδική συντροφιά τον Τύπο, αποφάσισε να γυρίσει το ρολόι του χρόνου πίσω, στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές και να τις συγκρίνει με αυτό που ζούμε σήμερα.
Του Θάνου Σταθόπουλου
Αναγκαστικά, λόγω αδήριτων βιολογικών λόγων, έπιασε το εκλογικό νήμα από την εκλογική αναμέτρηση του 1981 κι έπειτα. Δηλαδή, από την εποχή που η «νεαρή» Δημοκρατία συμπλήρωνε τόσα χρόνια ζωής, όσα και τα χρόνια παραμονής στην εξουσία των αμετανόητων πραξικοπηματιών.
Και τι δεν περιείχαν οι προεκλογικές εικόνες της συγκεκριμένης δεκαετίας, ιδιαίτερα στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε. Και να τα πράσινα, μπλε και κόκκινα καφενεία και να οι έντονες πολιτικές-κομματικές συζητήσεις και να οι σημαιοστολισμένοι δρόμοι και να τα μηνύματα στις μάντρες κατά μήκος των εθνικών ή επαρχιακών οδών.
Η στήλη, έντονα πολιτικοποιημένη από τότε, έστω κι αν θα έπρεπε να περιμένει αρκετά χρόνια ακόμη για ν’ αποκτήσει εκλογικό βιβλιάριο, δεν έχανε ευκαιρία να παρακολουθεί από κοντά κάθε προεκλογική εκδήλωση, κατά το γνωστό «όπου γάμος και χαρά…».
Δεν υπήρχε προεκλογική συγκέντρωση που να μην την παρακολουθήσει, είτε μέσω της φυσικής παρουσίας της, είτε μέσω της τηλεόρασης. Και στον υπόλοιπο χρόνο σεργιανούσε σε καφενεία και πλατείες, στην πόλη και στα γύρω χωριά, ρουφώντας αχόρταγα τις εικόνες, τα λόγια, τις χειρονομίες, τις συσπάσεις στα πρόσωπα των μεγαλύτερων.
Και παρ’ όλη την αίσθηση που επικρατεί, δεν υπήρχαν μόνο τα «πολύχρωμα» καφενεία, με τους «βαμμένους» κομματικά θαμώνες, αλλά και οι τόποι συνάντησης των διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων. Κι εκεί πια στηνόταν πραγματικό πανηγύρι.
Άνθρωποι, που έλεγαν κάθε ξημέρωμα «καλημέρα», πριν φύγουν για το μεροκάματο ή το χωράφι, γείτονες που βοηθούσε ο ένας στο κτίσιμο του σπιτιού του άλλου, χριστιανοί που συναντιούνταν κάθε Κυριακή στην εκκλησία, αίφνης μεταμορφώνονταν σε διαπρύσιους πολιτευτές. Κι όταν τα επιχειρήματα δεν έφθαναν, ερχόταν το κτύπημα στο μεταλλικό τραπεζάκι του καφενείου, ν’ αναποδογυρίσει καφέδες και ουζάκια και να πείσει και τον πλέον αναποφάσιστο για την αποφασιστικότητα του ομιλητή (και μάλιστα, πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση των image makers και των «σοφών» συμβουλών τους για το πώς πρέπει να «στήνονται» τα πολιτικά πρόσωπα).
Για να μη μιλήσουμε, βέβαια, για τα στοιχήματα που «έπεφταν βροχή» και δεν ήταν πάντα χρηματικά, αφού στόχος δεν αποτελούσε η αποκόμιση κέρδους, αλλά ο… εξευτελισμός του πολιτικού αντιπάλου.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος, ήταν πολιτισμένη προεκλογική περίοδος αυτή; Με τόση ηχορύπανση, αφισορύπανση, πάθη, ακόμη και ξυλοκοπήματα;
Συμφωνώ ότι, στις ακραίες μορφές της -οι οποίες ωστόσο έμειναν πάντοτε σε επίπεδο εξαιρέσεων- αυτού του είδους η αντιπαράθεση δεν μπορούσε να λάβει τον επιθετικό προσδιορισμό «πολιτισμένη». Παράλληλα, όμως, η στήλη αναρωτιέται, με τη σειρά της, τι είναι πολιτισμένο;
Κι εξηγείται.
Οι παραπάνω πρωταγωνιστές των παλαιότερων παθιασμένων προεκλογικών περιόδων, πρώτα απ’ όλα, ενδιαφέρονταν για τα κοινά. Στις γειτονιές που ζούσαν, ήξεραν ποιος έμενε από πάνω, δίπλα, απέναντι. Στην ανάγκη έτρεχαν να βοηθήσουν τον συμπολίτη τους, ακόμη κι αν ήταν ο ίδιος με τον οποίον «τα είπαν ένα χεράκι» χθες βράδυ στον καφενέ, για το ποιος θα κυβερνά από την επόμενη Κυριακή.