Κάθεσαι εκεί και μου χαμογελάς. Η σιωπή σου σημαίνει ότι τα λέω σωστά;
Καλά λοιπόν συνεχίζω.
Θυμάμαι εκείνη την εποχή και στο νου μου έρχονται διάφορα, τότε μου φάνταζαν αλλιώς, τα θεωρούσα όλα δεδομένα.
Δεδομένο θεωρούσα ότι θα ήσουν πάντα μαζί μας, δίπλα μας. Δεν ήξερα!
Σε βλέπω απέναντι μου και στο μυαλό μου μπαινοβγαίνουν γρήγορα σκέψεις και αναμνήσεις.
Θυμάμαι μια μέρα που σου ζήτησα να κάνεις κάτι για το «καλό μας», έτσι είχα ακούσει. Και εσύ σοβαρεύτηκες και με ύφος στοργικό μου είπες: «Άκου παιδί μου, μπορώ να το κάνω, όμως τότε θα χάσω την ελευθερία μου και την αξιοπρέπειά μου, αυτό θέλεις;»
Σου απάντησα έντρομη. «Όχι βέβαια. Καλά κάνεις. Τώρα ξέρω!».
Ήταν το πρώτο μου μάθημα ελευθερίας και αξιοπρέπειας.
Κάπου διάβασα ότι ο καλύτερος τρόπος για να διδαχθούν τα παιδιά είναι τι παράδειγμα παίρνουν από την οικογένειά τους. Έχουν δίκιο!
Εκείνο όμως που θυμάμαι και δεν μου είναι εύκολο να το εξηγήσω, ακόμη και τώρα, είναι ότι επαναλήφθηκε, μετά τέσσερα χρόνια, η ίδια ιστορία με την «προδοσία» με διαφορετικό « εκτελεστικό όργανο», αλλά με την ίδια πάντα ομάδα συνωμοσίας.
Τόσος φθόνος! Γιατί; Τελικά και συ δεν άντεξες!
Φύγατε ένα πρωί για κυνήγι και συ δεν ξαναγύρισες σπίτι. Ήταν 27 Νοέμβρη, από τότε έχω να σε δω!
Δεν βλέπω να μου απαντάς, όμως, σαν να προσπαθείς να μου εξηγήσεις ότι δεν το ήθελες, ούτε ήταν στο χέρι σου, αυτή σου η απουσία.
Αλήθεια τώρα τι μου λες; Ότι ήσουν πάντα κοντά μας και ποτέ δεν μας άφησες;
Μα αφού δεν σε βλέπαμε! Ξέρεις πόσες φορές σε αναζητήσαμε; Απλώς δεν το μαρτυρούσαμε ο ένας στον άλλον. Όλοι όμως κρυφά φανερά σε ψάχναμε στη ζωή μας.
Τώρα γιατί χαμογελάς; Χαίρεσαι που μας έλειπες;
Αλήθεια, πως μας θυμήθηκες μετά από τόσα χρόνια;
Σωστά, μεθαύριο γιορτάζω και την επομένη ο Στέλιος.
Γι’ αυτό ήρθες; Για να μας ευχηθείς; Και θα ξαναφύγεις;
Κάτσε λίγο, μπορεί να έρθει και η μαμά για χρόνια πολλά.
Μείνε σε παρακαλώ! Μείνε σε παρακαλώ, μη φύγεις!
Με διέκοψε το κουδούνι της πόρτας.
Άνοιξα, ήταν η αδελφή μου.
– Με ποιoν μιλούσες, δεν βλέπω κανέναν στο σαλόνι. Αδελφή σε ποιoν έλεγες «μείνε σε παρακαλώ», τι μου κρύβεις;
– Τίποτα, ψέλλισα.
Δεν ήξερα τι μου είχε συμβεί.
Ήμουν βεβαία ότι τόσην ώρα βρισκόμουν στο σαλόνι με τον πατέρα μου. Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι ήταν ζωντανός.
Αργότερα που συνήλθα, συνειδητοποίησα ότι έφτανε η 27η Νοέμβρη.
Θα του πάω μερικά λουλούδια!