• Καθώς φοράω το μαύρο γυαλί του ηλίου και δεν φαίνονται τα μάτια μου (ο καθρέφτης της ψυχής του ανθρώπου) και επειδή δεν έχω διαβάσει και το φίλο μου το Φωτιάδη πρόσφατα, για να ξέρω τι συμβαίνει στη Βολιβία, γυρίζω προς το μέρος του νέου με τα γένια και τα μούσια. «Αυτά λέγατε πριν καθίσω;» τον ρωτάω δείχνοντας με τον αντίχειρα τον προλετάριο απέναντί μου.
• Ο νέος κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Εγώ έλεγα στον κύριο ότι είναι και αυτός συστημικός και ας μη το καταλαβαίνει και με το να μας αραδιάζει τσιτάτα του είδους “στην Ουκρανία οι άνθρωποι ξεσηκώνονται, όχι σαν κι εμάς που δεν λέμε να ξεκολλήσουμε από τον καναπέ”, δεν κάνει τίποτα. Θέλουμε άλλου είδους δράση».
• «Ούτε εσύ με τη μουσική σου, μπορείς να ξεσηκώσεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν θέλουμε ηγέτες, πρέπει ο λαός να πάρει στα χέρια του την εξουσία», πετάγεται ο κύριος με τη διπλωμένη ανάποδα εφημερίδα.
• Στρέφω πάλι το σκοτεινό μου (από τα γυαλιά του ηλίου) βλέμμα στον κύριο. «Λαός, χωρίς ηγέτη κύριε; Εδώ ακόμα και επαναστάτες του 1917 είχαν έναν Λένιν, έναν Στάλιν αργότερα. Κάποιον τέλος πάντων», του λέω για να καταλάβει ότι ξέρω ποια εφημερίδα κρατάει ανάποδα (και είμαστε στο 2014, έτσι;)
• Πριν μου απαντήσει, στρέφω, το βλέμμα μου (τα γυαλιά του ηλίου μου, δηλαδή) στο νεαρό μουσικό του δρόμου. «Καλά. Εσύ πάλι, τι μουσική παίζεις;», ρωτάω περίεργος.
• «Ροκ μπαλάντες και κάντρι», μου απαντά αν και αιφνιδιασμένος.
• «Κάντρι, ε; Αμερικάνικα κάντρι; ».
• «Γιατί κακό είναι;», με ρωτάει έκπληκτος.
• Σηκώνω το δεξί μου φρύδι πάνω από τα μαύρα γυαλιά, με ελαφριά κλίση του κεφαλιού μου προς τα δεξιά, που βρίσκεται ο κύριος με τη διπλωμένη ανάποδα εφημερίδα. «Εμένα δεν με πειράζει καθόλου», απαντώ με νόημα.
• «Κοιτάξτε κύριε» μου λέει. «Εγώ λέω ότι πρέπει ο καθένας από τη θέση του, να κάνει το σωστό. Ο εφοριακός, ο εκπαιδευτικός, ο γιατρός, ο αστυνομικός. Όλοι. Τα υπόλοιπα είναι θεωρίες για να περνούν η ώρα και τα χρόνια. Έλεγα, πως όταν φώναξα για τον μαχαιρωμένο, έπρεπε οι αστυνομικοί να είχαν τρέξει σ’ αυτόν και στους δράστες και όχι να πιάσουν εμένα και τα παιδιά που παίζαμε μουσική. Και στο Μοναστηράκι, πριν μπείτε εσείς από Ομόνοια, έλεγα ότι αν τα δρομολόγια ήταν κάθε 2 λεπτά και όχι κάθε 5 ή 7, θα υπήρχε λιγότερος κόσμος και δεν θα δρούσε ο πορτοφολάς».
• «Από πορτοφολά ξεκίνησε η κουβέντα;», ρωτώ ανήσυχος, τον κύριο με τη διπλωμένη εφημερίδα.
• Και τι μου απαντά; «Ε, βέβαια. Πώς θα φτάναμε στην πολιτική; Άρπαξε ένας το πορτοφόλι κάποιου δω μέσα, που φώναξε “βοήθεια μου πήραν το πορτοφόλι”. Ο νεαρός από δω πήγε να βοηθήσει, αλλά κάποιες κυρίες τον εμπόδισαν “μη σπρώχνεις νεαρέ”. Έκλεισαν οι πόρτες και το τρένο ξεκίνησε. Ένας άλλος είπε “α, ρε χούντα που χρειαζόμαστε”. Ο νεαρός είπε “έχετε καταντήσει ζόμπι από την αδιαφορία” κι εγώ είπα “να πάρει ο λαός την εξουσία στα χέρια του”. Έτσι ξεκινήσαμε τη κουβέντα».
• «Μαρούσι, πρέπει να κατέβω», είπα και έφερα ασυναίσθητα το χέρι μου, στη μέσα τσέπη του μπουφάν μου, ενώ αναρωτιόμουν «τα ζόμπι μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία;»
Άγγελος Πολύδωρος