Στο Μαρούσι του 19ου αιώνα η παιδεία αποτελούσε προτεραιότητα: οι κάτοικοί του μερίμνησαν από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας (1838), για τη σύσταση και ομαλή λειτουργία πρωτοβάθμιου σχολείου, «Δημοτικού», καθ’ όσον ανήκε στον εκάστοτε Δήμο, που φρόντιζε για τη συντήρησή του και τη μισθοδοσία του δασκάλου. Μερικές δεκαετίες αργότερα ακολούθησε η ίδρυση Σχολαρχείου ή Ελληνικού Σχολείου, της εκπαιδευτικής βαθμίδας που μεσολαβούσε μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου.
Γράφει ο Γιώργος Πάλλης
Στο Σχολαρχείο Αμαρουσίου υπηρέτησαν διακεκριμένοι εκπαιδευτικοί, ανάμεσά στους οποίους ξεχωρίζει ο Θεμιστοκλής Πολυκράτης, ένας πολυδιάστατος λόγιος και συνθέτης, που σφράγισε με τη δράση του την εκκλησιαστική κυρίως μουσική. Όπως θα δούμε παρακάτω, το Μαρούσι τού χρωστά τη σπουδαιότερη καταγραφή λαογραφικών παραδόσεων που έγινε ποτέ εδώ, με αντικείμενο τα έθιμα του γάμου, όπως τηρούνταν τον 19ο αιώνα από τις ντόπιες οικογένειες. Την περίπτωση του Πολυκράτη θα παρουσιάσουμε στις γραμμές που ακολουθούν.
Το Σχολαρχείο Αμαρουσίου
Πριν μιλήσουμε για τον Πολυκράτη, χρήσιμο είναι να αναφερθούν λίγα στοιχεία για το Σχολαρχείο όπου υπηρέτησε. Το Ελληνικόν Σχολείον εν Αμαρουσίω, όπως ήταν ο επίσημος τίτλος που αναγραφόταν και στη σφραγίδα του, ιδρύθηκε πιθανότατα γύρω στο 1880 –δεν έχουμε εντοπίσει ακόμη την ακριβή χρονολογία της σχετικής απόφασης. Καθώς το Μαρούσι αποτελούσε το μεγαλύτερο οικισμό της ευρύτερης περιοχής, το Σχολαρχείο του συγκέντρωνε μαθητές από το Χαλάνδρι, την Κηφισιά, το Ηράκλειο και άλλα, μικρότερα χωριά της περιφέρειάς του. Για πολλά χρόνια στεγαζόταν στο διώροφο κτήριο της γωνίας των οδών Ερμού και Ν. Πλαστήρα, το οποίο διατηρείται και σήμερα: πρόκειται για το διατηρητέο σήμερα κτίσμα με τη λιτή νεοκλασική μορφή όπου λειτουργεί ένας από τους παλαιότερους φούρνους της πόλης, του “Παπασυμεών” (σήμερα Παπαθεοδώρου).
Σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, μετά από τη φοίτηση στα δημοτικά σχολεία, που ήταν τετραετής, ακολουθούσε η ενδιάμεση προγυμνασιακή εκπαιδευτική βαθμίδα του Ελληνικού Σχολείου ή Σχολαρχείου, τριετούς φοίτησης, μετά το οποίο μπορούσε κανείς να συνεχίσει στο τετρατάξιο Γυμνάσιο. Το πρόγραμμα των μαθημάτων του Σχολαρχείου έδινε μεγάλη βαρύτητα στη γνώση της (καθαρεύουσας) ελληνικής γλώσσας. Οι περισσότεροι μαθητές δεν συνέχιζαν στην επόμενη βαθμίδα, καθώς υπήρχαν λίγα γυμνάσια και σε μεγάλες μόνον πόλεις –στο Μαρούσι ιδρύθηκε μόλις το 1925 και ως τότε οι μαθητές που ήθελαν να συνεχίσουν γυμνασιακές σπουδές υποχρεώνονταν να πάνε στην Αθήνα.
Το Σχολαρχείο Αμαρουσίου έκλεισε το 1929, όταν καταργήθηκε η εκπαιδευτική αυτή βαθμίδα.
Η σταδιοδρομία του Θεμιστοκλή Πολυκράτη
Ο σχολάρχης που μας απασχολεί γεννήθηκε το 1863 στη Φιλιππούπολη (σήμερα Plovdiv) της Βουλγαρίας, μία ακμαία τότε εστία του ελληνισμού, και πέθανε στην Αθήνα το 1926. Ο Θεμιστοκλής Καζαντζής έμεινε σε παιδική ηλικία ορφανός από πατέρα και ήρθε με τη μητέρα του στην Αθήνα, όπου έλαβε το επίθετο του πατριού του – Πολυκράτης. Από μικρός καλλιέργησε το μουσικό του τάλαντο, με δάσκαλο τον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, ο οποίος τον προσέλαβε στη χορωδία των Ανακτόρων. Στη συνέχεια σπούδασε τόσο στο Ωδείο Αθηνών, όσο και στο τότε Εθνικό Πανεπιστήμιο (Αθηνών), απ’ όπου έλαβε το 1884 το πτυχίο του φιλολόγου.
Ο νεαρός Πολυκράτης ξεκίνησε την εκπαιδευτική του καριέρα στα Σχολαρχεία του Κορωπίου και μετά του Αμαρουσίου, για να συνεχίσει αργότερα σε σπουδαία σχολεία της Αθήνας, μεταξύ των οποίων το Παρθεναγωγείο της Σχολής Χιλλ στην Πλάκα και τα Αρσάκεια της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Διετέλεσε επίσης Έφορος της Σχολής Απόρων Παίδων του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός”. Υπηρετώντας στο Κορωπί, έλαβε την εντολή να προχωρήσει σε καταγραφή των εκεί αρχαιοτήτων, μετά από ένα επεισόδιο αρχαιοκαπηλείας. Τα αποτελέσματα της εργασίας του αυτής δημοσίευσε στο περιοδικό “Παρνασσός”, μαζί με μια σύντομη πραγματεία για την ετυμολογία του τοπωνυμίου Κορωπί, αποδεικνύοντας το εύρος της παιδείας του και τις πολυδιάστατες ικανότητές του.
Ωστόσο ο Πολυκράτης άφησε ιστορία στο πεδίο της εκκλησιαστικής μουσικής, στην οποία εισήγαγε πρώτος και καθιέρωσε τις πολυφωνικές χορωδίες, επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ψάλλονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μέχρι και τις μέρες μας. Κέντρο της δραστηριότητάς του υπήρξε ο ναός του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα, όπου ίδρυσε το 1897 τετράφωνη χορωδία (η οποία εξακολουθεί να δραστηριοποιείται και φέρει τιμητικά το όνομά του). Εκτιμάται ότι μετέγραψε σε πολυφωνική μορφή όλα τα εκκλησιαστικά μέλη –διάσημη είναι η διασκευή του στο τροπάριο της Κασσιανής–, ενώ δίδαξε τη μουσική αυτή από διάφορους χώρους και οργάνωσε τις χορωδίες του μητροπολιτικού ναού Αθηνών και του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι. Παράλληλα, δημοσίευσε συλλογές τραγουδιών για την εκπαίδευση και θεωρητικά μουσικά κείμενα, συνέγραψε τρία λυρικά δράματα (όπερες) και συνέθεσε μουσική για παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών και παιδικά τραγούδια.