Όλοι μας, σαν τις μωρές παρθένες του Ευαγγελίου, απορούμε πώς και γιατί, ως λαός του «ωραίου και αληθινού» φτάσαμε εκεί που είμαστε σήμερα (2013) χωρίς να προκύψει κανένας πόλεμος, καμία μεγάλη φυσική καταστροφή. Πολλοί διαβασμένοι και αντικειμενικοί πολίτες, μεταξύ των οποίων είναι και ο γράφων, είμαστε πεπεισμένοι ότι τα προβλήματα του Ελληνισμού είναι πρωτίστως, πολιτιστικά και ας αρνούνται όσοι πιστεύουν ότι η κακοδυναμία είναι εισαγόμενη από εχθρούς που βυσσοδομούν να βλάψουν Ελλάδα.
Γράφει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σταυράκης
Η πνευματική καλλιέργεια της κοινωνίας μας και η πολυπραγμοσύνη που δεν συμβαδίσουν με δυτικού τύπου συμπεριφορές είναι γενεσιουργός κοινωνικής υστέρησης και ως συνέπεια, μέτριας, ως απαράδεκτης δημόσιας διοίκησης. Σε μια κοινωνία με ιδεολογική και πολιτική διχόνοια, με χιλιάδες δημοσιογράφους εκατοντάδες συνδικάτα, δεκάδες κανάλια τηλεόρασης, internet και δεκάδες εφημερίδες χαμηλής δημοσιογραφικής αξίας, πολλές από τις οποίες μοιάζουν σαν να γράφονται για άλλο λαό και άλλες εποχές, κρεμασμένες στα μανταλάκια των περιπτέρων, κοσμούν τις πλατείες των πόλεων. Στο Σίνδεϊ της Αυστραλίας και στη Νέα Υόρκη των 15 εκατομμυρίων πολιτών εκδίδονται και κυκλοφορούν τρεις ή τέσσερις μεγάλες και μεγάλου κύρους εφημερίδες.
Στον τόπο μας, οι σκοπιμότητες, η εξουσιολαγνεία, ο οπορτουνισμός ο μαξιμαλισμός και εντέλει η κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, που μεγιστοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, είναι δύσκολο να προσδοκά κανείς σοβαρά βήματα συγκροτημένης πολιτείας.
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η επονείδιστη φαυλότητα και αφροσύνη όλων των πολιτικών κομμάτων, τα οποία τα τελευταία χρόνια βύθισαν την Ελλάδα σε αστρικό χρέος και χειρότερα ακόμη στη διεθνή ανυποληψία.
Προγονολατρεία
Τυλιγμένοι στο κουκούλι της προγονολατρείας και της ατεκμηρίωτης ανωτερότητας, ως λαός απέναντι σε ένα κόσμο όπου τα πάντα αλλάζουν σαν κινούμενη άμμος, παραδόξως εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε κάποιο αόριστο είδος μοναδικότητας, ότι δηλαδή λίγο ως πολύ αποτελούμε το πολιτισμικό κέντρο του κόσμου.
Πολύ απλά, αυτό σήμερα δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια. Επιμένουμε να ζούμε ηδονιστικούς μύθους περί χαρισματικούς μύθους και ευλογημένου λαού γεμάτο ηρωισμούς και δόξα, που δεν χρειάζεται άλλη προσπάθεια. Βλέπε: («ελληνικό δαιμόνιο»). Τώρα με την πολύμορφη κρίση, ομφαλοσκοπούμε στα καφενεία για τα κακώς κείμενα, για τη μικρασιατική καταστροφή, για την απόβαση της Τουρκίας στην Κύπρο και τώρα για τη χρεοκοπία και το διεθνή έλεγχο, στα οποία όλοι μαζί, πολιτικοί και πολίτες οδηγήσαμε τη χώρα μας.
Δεν φαίνεται όμως να έχουμε καταλάβει, πολλώ μάλλον να έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι η παρακμιακή πορεία του Ελληνισμού έχει βαθύ παρελθόν και συντελείται εντός των τειχών. Συνωμοσιολογούμε για τον ξένο δάκτυλο, τον Σιωνισμό, τη λέσχη Μπελντεμπεργκ την Αμερική και τώρα τη Γερμανία που όλοι «βυσσοδομούν σε βάρος της Ελλάδας», αλλά αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη που είναι πολλά και διαχρονικά. Πρόθυμοι κάθε φορά να επινοήσουμε αποδιοπομπαίους κατασκευάζοντας ένα μετέωρο άλλοθι. Ξεχνούμε, η δεν βολεύει να ξέρουμε, ότι τα άτομα, οι λαοί και τα έθνη, διαμορφώνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και άρα, την ιστορία τους. Χωρίς αξιόλογη κοινωνιολογική έρευνα, ξεχνάμε επίσης ότι η ιστορία κάθε λαού διαπερνά το χρόνο και βαρύνει το παρόν και μέλλον του.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα μετά το 1980, οι όποιες πολιτιστικές αξίες, οι οποίες γνήσιες ελληνικές παραδόσεις εγκαταλείφθηκαν και τη θέση τους πήρε, ο αμοραλισμός, ο μιμητισμός, η κούφια σπουδαιοφάνεια του φαίνομαι και όχι του είμαι. Η ικανοποίηση του κατώτερου ενστίκτου, σε βάρος ανθρωπιστικών αξιών με την επίδραση ξένων και κακόγουστων μοντέλων κοινωνικής ζωής έγινε αυτοσκοπός και νόημα ζωής, σχεδόν σε ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Από πολλές δεκαετίες πριν, παρατηρείται μεγάλο έλλειμμα συλλογικού οράματος και συνεκτικότητας του λαού μας. Την αισιοδοξία και το θετικισμό, ως απαραίτητη κοινωνική δυναμική, για να πάει ο τόπος μπροστά, τη διαδέχτηκε ο αυξανόμενος πεσιμισμός, ο θυμός που φέρει η αδικία, το αίσθημα θυματοποίησης και απαξία των πολιτικών και του συστήματος που οι ίδιοι ανέχθηκαν, αν όχι, βολεύτηκαν με αυτό. Όπως αναφέρεται και νωρίτερα, αυτά μεγιστοποιούνται για κομματικό όφελος (δυστυχώς) από δημαγωγούς και ανεύθυνα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Mass Media). Τα εισαγόμενα κακόγουστα κοινωνικά πρότυπα ζωής, κυρίως για τη νέα γενιά (Βλέπε: Generation Gap, χάσμα γονιών με τα παιδιά τους) και αυτό μαζί με ένα παιδαγωγικό σύστημα το οποίο επί σαράντα χρόνια παραπαίει, προδιαγράφουν μια σημερινή και αυριανή κοινωνία, επιεικώς, ουραγό στις εξελίξεις. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η κρίση της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου. Περίπου το 40% των γάμων διαλύονται τα πρώτα πέντε χρόνια, ή συμβιώνουν συμβατικά και εντέλει η υπογεννητικότητα που αυξάνει το δημογραφικό ζήτημα. Το παρελθόν και οι καλές πλευρές της ιστορίας μας για τη νέα γενιά έχει πάψει να είναι φορέας διδακτικών μηνυμάτων. Εθνικές ιστορικές επέτειοι χλευάζονται από ομάδες νέων παιδιών. Καλλιεργείται μια κουλτούρα άρνησης για οτιδήποτε έχει κρατήσει την κοινωνία και πρωτίστως την παιδεία μας σε καλά επίπεδα. Η ανόητη και η βλακώδης, αν μου επιτρέπεται, κουλτούρα των καταλήψεων, που κρύβει πίσω της κομματικές σκοπιμότητες, έφτασε να θεωρείται από τους μαθητές και σπουδαστές ως μέρος της παιδαγωγικής τους ζωής.
Η κοινωνία μας σταδιακά, μα σταθερά, περιήλθε σε φάση όπου κάθε συλλογική αντίσταση απέναντι στο άκρατο υλισμό, το κοινωνικό εκβαρβαρισμό, την αλλοτρίωση και την αθέμιτη ιδιοτέλεια ατονίζει και χάνεται. Εξαίρεση συνιστά ο γιγάντιος συνδικαλισμός και τα πολιτικά κόμματα. Η σύγχυση, η ανασφάλεια και αποπροσανατολισμός, που εκπέμπει το σύστημα απομακρύνει το λαό από αξίες και προτεραιότητες και τον σπρώχνει ακόμη πιο πολύ προς τον ατομικισμό και την απάθεια για τα κοινά.
Το παράδειγμα της Βρετανίας
Στη δεκαετία του 1970 η Βρετανία έφτασε στο χείλος της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης, απεργίες που έφταναν σε διάρκεια τους τρεις και έξι μήνες. Η ανεργία αυξανόταν μήνα με το μήνα, με δραματικά ποσοστά. Η άλλοτε γηραιά Αλβιών κινδύνευε να προσομοιάσει με τις μεσογειακές χώρες, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία. Όχι όμως για πολύ. Ήρθε η Θάτσερ πρωθυπουργός, διαπίστωσε τον παραλογισμό μεγάλων συνδικάτων μετάλλου κ.ά. και είπε, αυτό πρέπει να σταματήσει τώρα.
Ο συνδικαλισμός επανήλθε στα πλαίσια και το ρόλο που ορίζει ο νόμος, οι απεργίες ελαχιστοποιήθηκαν και η οικονομία άρχισε με γρήγορους ρυθμούς, να ανακάμπτει. Από τους συνδικαλιστές και τους πολιτικούς στην Ελλάδα, η Θάτσερ λοιδορήθηκε, αλλά εκείνη έκανε που έπρεπε να γίνει. Η Βρετανία βρήκε ξανά το δρόμο της.
Η μετάβαση από τον επαρχιωτισμό στο αστικό μοντέλο ζωής μετά τη λήξη του εμφύλιου (1949) και μέχρι τη δεκαετία του 1980 δεν υπήρξε κοινωνικά ομαλή. Από την αγροτική και ποιμενική ζωή στο χωριό (Agricultural Society) σωρευτήκαμε απαράσκευοι σε δύο – τρεις μεγάλες πόλεις χάνοντας έτσι την όποια κοινωνική μας συνοχή και την επαφή μας με το φυσικό περιβάλλον. Ο καθένας καθόριζε μόνος του το επαγγελματικό και κοινωνικό status που ήθελε για τον εαυτό του, χωρίς αυτό να είναι πάντα βασισμένο σε ουσιαστικό και πολιτιστικό μπαγκράουντ (background) χωρίς ξεκάθαρη ταξική συνείδηση και αίσθημα κοινωνικής ευθύνης. Έτσι, φτάσαμε σε και υβριδικού τύπου society του λίγο απ΄ όλα. Ένα νέο ανθρωπότυπο αποκομμένο από το δικό του παρελθόν και τις παραδόσεις του τόπου του. Γίναμε, λίγο έως πολύ, ένας «μεταλλαγμένος» τύπος ανθρώπου που βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση κοινωνικής ταυτότητας που τα θέλει όλα χωρίς την αίσθηση κοινωνικής υπευθυνότητας με χαλαρή συνείδηση προς τον συμπολίτη και το κοινό συμφέρον, όπως συμβαίνει προς τον συμπολίτη και το κοινό συμφέρον, όπως συμβαίνει με άλλες ευνοούμενες κοινωνίες του ευρωπαϊκού Βορά. Με την απρογραμμάτιστη αστικοποίηση συντελέστηκε μια, εντός εισαγωγικών, νόθευση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης ετερόκλιτων πολιτιστικά ανθρώπων. Καταστράφηκε το απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον της Αττικής με τους οικοπεδοφάγους και την οικοδομική αυθαιρεσία χωρίς σχέδιο, χωρίς πολιτική βούληση να τιθασεύσει το τέρας. Με τα χρόνια καλλιεργήθηκε ένα είδος απαξίας της ευγένειας στη συμπεριφορά, κακοποιήθηκε βάναυσα η ελληνική γλώσσα και ο κοινωνικός κομφορμισμός. Μια έκδηλη τάση ισοπέδωσης προς τα κάτω, που βόλεψε τους περισσότερους. Έτσι σταδιακά χάθηκαν οι όποιες κοινωνικές ισορροπίες υπήρχαν (social equilibrium). Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλλε και ο άκρατος λαϊκισμός των πολιτικών ισοπεδώνοντας έτσι, αρχές και αξίες στην κοινωνική πυραμίδα που κρατάει όρθιο ένα ευνομούμενο κράτος.
Και όλα αυτά εκ του πονηρού για κομματικό όφελος. Για πολλές δεκαετίες, πολιτικοί και πολίτες λειτουργήσαμε σαν ένα είδος ταρτούφοι του Μολιέρου, συμπεριφερθήκαμε σαν να μην έχουμε παιδιά, σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν έγινε από το λαό μας αντιληπτό, πολλώ μάλλον συνείδηση, ότι από το 1981 η Ελλάδα έγινε δεκτή και μπήκαμε στο κλαμπ της ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η μεγάλη ιστορική καινοτομία για μια Ευρώπη που έζησε το σπαραγμό δύο μεγάλων αιματηρών πολέμων με εκατόμβες νεκρών, δεν έγινε αρκούντως κατανοητή.