Mόλις είχε κοπάσει η κακοκαιρία, ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, βρεθήκαμε συμπτωματικά στο σαλόνι αξιοπρεπούς Οίκου Ευγηρίας. Γύρω μας λευκά κεφάλια, προδομένα σώματα, χαμένες ματιές… Νεαρός ψυχολόγος διευθύνει τη συζήτηση στην ομήγυρη με θέμα: «Ο Έρωτας». Το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και κοντοστάθηκα. Μάταια, θα μου πείτε, φίλοι μου, τώρα πια που «σαν όνειρο φαντάζει η ζωή, σαν παραμύθι ο κόσμος». Έσβησε «η φλόγα που έτρεμε άγρυπνη ψηλά στο μεσοφρύδι». Χάθηκαν «οι λαμπαδόχυτες γυναίκες και τα κρουσταλλωμένα στήθια με τους διπλούς δραγάτες». Πολλά τα χρόνια από τότε που «ξεμάργωναν οι βασιλοφλέβες κι οι κόρφοι της γυναίκας στα πέρα πέλαγαν μοιράζαν τον αγέρα».
Γέροντας πια ο Οδυσσέας «νογάει της Καλυψώς το θείο κορμί με τη γλαυκή ματιά και τις χρυσάγανες πλεξούδες, τότε που χυμούσε ολονυχτιού, κουρσάρικο καράβι και γιόμωναν τα σπλάχνα του ευωδιά γλυκιά του πάνω κόσμου. Το σάψαλο κορμί θυμήθη τη νύχτα που πα στον ανθό της νιότης αγκάλιασε το απάρθενό του ταίρι (Πηνελόπη) και το γεννοσπορούσε. Ως κρίνο γυάλιζε το νέο κορμί κι οι φλογερές παλάμες αχόρταγα χαδεύαν, έτρωγαν την τρυφερή τη σάρκα. Χιλιοχρονίτικη βροντοχτυπούσε η κλίνη». Κι ακόμα όταν «του φέρναν μυστικά στην κρασωμένη αγκάλη, σε πουπουλένιο νέφελο αυγινό, τη ροδοστήθα Ελένη».
«Αστραπή του φάνηκε η ζωή. Πάει το λαμπρό ταξίδι, τέλεψε, στο λασπερό λιμάνι».
Τις μελαγχολικές μου σκέψεις διέκοψε η άφιξη ενός εκατόχρονου γέροντα, υποβασταζόμενου από τα παιδιά του. Ήρθε να δει τη γυναίκα του. Έτριξε το καρότσι, δίπλα μου, σε αδύναμη κίνηση. Το παραδομένο σώμα της γερόντισσας αναδεύτηκε, «ξεπέτρωσεν ο νους και χτύπησε η καρδιά».
Τρεμάμενα τα χέρια ανταμώνουν, ανυπόμονα, χαϊδευτικά, σε οικεία κίνηση εναγκαλισμού, λες και ήσαν δυο στο ίδιο σώμα. Τα κεφάλια σμίγουν σε ένα αργόσυρτο φιλί. Τα μάτια υγραίνονται για την ευλογημένη ώρα. Η αγάπη αναζητά εναγωνίως τη βοήθεια της αφής, τελευταίας πιστής συντρόφισσας των γηρατειών, για να ολοκληρωθεί. «Ψυχή τε και σώματι»!
– Πουλάκι μου, ήρθες μ’ αυτό το κρύο να με δεις; Θα κρυώσεις, μόλις που αρθρώνεται σπασμένη η φωνή της.
«Τρίξαν μέσα μου τα παχιόφλουδα βαριά μου φυλλοκάρδια». Σβήστηκαν τα δώρα του καθολικού αγίου, τα λούτρινα αρκουδάκια, οι τούρτες, τα κεριά, τα σοκολατάκια, οι κόκκινες καρδούλες, τ’ αστραφτερά περιτυλίγματα. Η ιερότητα της στιγμής όλος ο έρωτας !!
Τα αποσπάσματα είναι από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη.
Ελένη Καραμπέτσου, δασκάλα