Ωστόσο και ο πεζός ή ο πολιτικός λόγος δεν υπολείπονται. Ο Γάλλος ρομαντικός συγγραφέας Φραγκίσκος Σατομπριάν, παρά το φιλομοναρχικό πολιτικό βιογραφικό του, απομακρύνεται από την τότε συντηρητική κυβέρνηση και διερμηνεύει εξαιρετικά την όλη φιλελληνική στάση των Γάλλων, με λόγους και δημοσίευση άρθρων. Το όντως φιλελληνικό μανιφέστο που φέρει την υπογραφή του, το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος», επανεκδίδεται επανειλημμένως και μεταφράζεται αμέσως σε τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες καθώς και στα ελληνικά.
Δικαίως υποκλιθήκαμε ενώπιον εξαιρετικών μορφών του Φιλελληνισμού γενικά, δεν έλειψε η απόδοση τιμών καθ’ υπερβολήν, ενώ έχουν παραγνωρισθεί άλλοι, κορυφαίοι φιλέλληνες. Ενδεικτικά: πρέπει να γίνει ευρέως γνωστό ότι μοναδικός και αυτόκλητος πρεσβευτής της μαχόμενης Νέας Ελλάδας υπήρξε ο επιμελητής μιας πολυσήμαντης έκδοσης στο Παρίσι, 1824-1825, και συνάμα μεταφραστής του περιεχομένου της. Ήταν ο φιλόλογος Κλόντ Φοριέλ (Claude Fauriel), με την υπογραφή του στην πρώτη δημοσιευμένη συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών υπό τον τίτλο «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια». Περιλάμβανε και ένα από τα αντίγραφα του «Θούριου» καθώς και τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», αλλά σε μετάφραση του Στ. Ζουλιέν.
Προσφέροντας ο Φοριέλ πλήθος νεοελληνικών αριστουργημάτων, προέβαινε και σε πολιτική πράξη. Τα τραγούδια αποδείκνυαν ότι οι Έλληνες δημιουργούσαν άγραφη, εξαιρετική λαϊκή ποίηση, ακόμη και επί τέσσερις αιώνες δουλείας! Δέσμιος μιας αυτοκρατορίας, αλλά όχι στο επίπεδο υπηκόων ο ελληνικός λαός, μέσα από τη νεότερη, ποιητική του έκφραση αναδυόταν πνευματικά και ψυχικά ισχυρός, αναμφισβήτητα άξιος για την απελευθέρωσή του, με τη συνδρομή του τότε ελεύθερου κόσμου. Εξάλλου, η κριτική του Φοριέλ για τη γλώσσα των τραγουδιών, από τον ογδόντα πέντε σελίδων πρόλογο της συλλογής, αποτελεί τον ωραιότερο ίσως ύμνο της νέας ελληνικής γλώσσας, που με επίγνωση της αξίας της επιβάλλεται να χειριζόμαστε: «…όργανο άσφαλτο και απλό της ιδιοφυΐας του λαού, ελεύθερη από όλες τις συστηματικές απόπειρες των συγγραφέων να τη στιλβώσουν ή να την πλουτίσουν, η νέα ελληνική είναι μια γλώσσα αξιοπρόσεκτη από κάθε άποψη. Έχοντας έναν πυρήνα το ίδιο ομοιογενή, και πιο πλούσιο από τα γερμανικά, όντας το ίδιο ξεκάθαρη με τα γαλλικά, πιο εύκαμπτη από τα ιταλικά και πιο αρμονική από τα ισπανικά, δεν της λείπει τίποτα για να θεωρηθεί από τώρα η πιο ΟΜΟΡΦΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ· και είναι δίχως άλλο η πιο ικανή να τελειοποιηθεί.
ΑΣ ΞΑΝΑΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ, ας αποκτήσει αυτό το έθνος συγγραφείς ικανούς… που να νιώθουν καλά πως η δόξα και η ευδαιμονία της πατρίδας τους είναι τώρα πια μπροστά της…» (Μτφρ. Αλέξη Πολίτη).
Με τη σύνθετη σημασία της η συλλογή μεταφράζεται αμέσως στην Αγγλία, Ρωσία και Γερμανία. Και πάλι ωστόσο παρεμβαίνει μια νεοελληνική αδικία. Έχει αφεθεί ξεχασμένος ο δεύτερος Γερμανός μεταφραστής της συλλογής, ο ποιητής των συνθέσεων του Σούμπερτ («Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι»), ο Βίλχελμ «Μύλλερ των Ελλήνων» -«Griechen Mueller»-, με τις τέσσερις ελληνικές ποιητικές συλλογές του! Αγνοήσαμε εκείνον τον σπάνιο Γερμανό που και σήμερα, όπως στις τότε κρίσιμες ώρες, μιλά με εξαιρετικούς στίχους:
Λαοί του κόσμου ελάτε,
Ελάτε να λευτερώσουμε
Αυτήν που μας χάρισε την Ελευθερία!
Τι θάσουν, Ελλάδα,
δίχως την Ελευθερία;
Δίχως, εσένα, Ελλάδα,
ο κόσμος τι θάταν;
(Από το κείμενο του ποιητή Βαγγέλη Κάσσου,
στην ΑΥΓΗ, 25/3/2005)
Στο Παρίσι η Συλλογή Φοριέλ και η τραγωδία του Μεσολογγίου επιστρατεύουν ως ένθερμο κήρυκα υπέρ της Ελλάδας τον μεγάλο ρομαντικό ποιητή και μελλοντικό δημιουργό των «Αθλίων». Μετά το ελληνικό ποίημα «Κεφάλια στο Σεράι» (1826), στη συλλογή «Ανατολικά» του Βικτόρ Ουγκό, το 1829, διακρίνεται η εκφραστική επίδραση των «ελληνικών τραγουδιών»· και έχουν συγκινήσει γενιές Ελλήνων οι στίχοι με τον γαλλικό τίτλο «Το Παιδί», δηλαδή «Το Ελληνόπουλο», στην όλη, έξοχη μετάφραση Κωστή Παλαμά:
-Διαβάτη,
μου λέει το Ελληνόπουλο
με το γαλάζιο μάτι:
-Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!
Δυστυχώς, ακάματη η Ιστορία στις ιδιότυπες επαναλήψεις της, έχει καταχωρίσει στις δέλτους της και το σκλαβωμένο «Κυπριωτόπουλο» του χαράκτη Α. Τάσσου, το 1974…