Εκδοτικό γεγονός του 2013 αποτέλεσε η πολυαναμενόμενη κυκλοφορία ενός εμβληματικού ρωσικού μυθιστορήματος, πενήντα περίπου χρόνια μετά την ολοκλήρωση και τριάντα ύστερα από την πρώτη έκδοσή του. Και το 2015 ο Γιώργος Μπλάνας, γνωστός άνθρωπος των Γραμμάτων, τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στα ελληνικά για τη «μεταγραφή» του υπό αναφοράν βιβλίου. Ο τίτλος του «Ζωή και Πεπρωμένο», συμπυκνώνει το περιεχόμενό του αλλά και τη μοίρα τόσο του δημιουργού όσο και του βιβλίου του, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
Της Αδαμαντίας Τριάρχη – Μακρυγιάννη, φιλολόγου
Ο Βασίλι Γκρόσμαν (1905-1964), Ρώσος πατριώτης εβραϊκής καταγωγής, μέλος της Σοβιετικής Ένωσης Συγγραφέων, ανυπέρβλητος πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Κόκκινο Αστέρι» του Κόκκινου Στρατού κατά τον πόλεμο εναντίον των Ναζί μετά την εισβολή τους στη Ρωσία, γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το βιβλίο «Ένας Συγγραφέας στον Πόλεμο», υπέστη σκληρότατο καθεστωτικό διωγμό στο τέλος του βίου του, αλλά πέθανε γνήσιος σοσιαλιστής το 1964. Ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι η μελλοντική διεθνής κριτική θα κατέτασσε το τελευταίο και κορυφαίο έργο του «Ζωή και Πεπρωμένο» στην παράδοση του μεγάλου Τολστόι.
Η εξαιρετική θέση του Γκρόσμαν στη Λογοτεχνία του περασμένου αιώνα δεν οφείλεται μόνο στην παρουσίαση «της αμείλικτης αλήθειας του πολέμου», όπως έγραφε στις πολεμικές ανταποκρίσεις του. Προέρχεται από το γεγονός ότι, αυτός ο διανοούμενος αυτόπτης μάρτυς γενικά της εποχής του, «είδε» το ρωσικό πατριωτικό πόλεμο στο ιστορικό βάθος του 20ου αιώνα –μέχρι το 1960, για να καταθέσει αργότερα, όπως ο συγγραφικός του πρόγονος της εποποιίας «Πόλεμος και Ειρήνη», το δικό του πρισματικό έργο. Διότι το βιβλίο «Ζωή και Πεπρωμένο» είναι δημιούργημα αντιπολεμικό, λαϊκό, συνάμα πολιτικό και υπαρξιακό και, με δύο λέξεις, βαθύτατα ανθρωπιστικό!
Χρονικό πλαίσιο και αφηγηματικός πυρήνας του έργου είναι η πολιορκία και η νίκη του Στάλινγκραντ (Σεπτ. 1942 – Φεβρ. 1943), όπου παρέμεινε ο Γκρόσμαν ως ανταποκριτής επί τέσσερις μήνες. Ωστόσο, ο εκεί ορίζοντας περιέκλειε, αναπόφευκτα, τα ναζιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, τη διακυβέρνηση Στάλιν, τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, τις «εκκαθαρίσεις» του 1937, με πάντοτε και παντού παρόν το στυγερό Πεπρωμένο.
Η παντός καιρού όμως λογοκρισία ουδεμία έχει σχέση με τον άνθρωπο και την αλήθεια. Η εξουσία του Χρουστσόφ αφαίρεσε και το τελευταίο ίχνος αυτού του βιβλίου από το σπίτι του Γκρόσμαν, όπως θα εξουδετέρωνε μια «πυρηνική κεφαλή» στραμμένη εναντίον του καθεστώτος, σύμφωνα με την τότε απόφαση των «αρμοδίων». Δεν του άφησε ούτε καν την ελπίδα, ότι αργότερα θα έφταναν στην Ελβετία δύο αντίγραφα του έργου του, που είχε εμπιστευτεί σε φίλους, για να δημοσιευθεί τελικά στα Ρωσικά το «Ζωή και Πεπρωμένο», στη Λωζάννη το 1980 και στη Μόσχα το 1988 και το 1990.
Εναντίον οιασδήποτε μορφής Ολοκληρωτισμού
Το παρόν Χρονικό διαβάζεται με συγκλονιστική προσήλωση και για άλλη μια φορά οδηγεί στην τρομακτική αλήθεια, ότι από τα βάθη του ιστορικού χρόνου ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να δαμάσει τους μηχανισμούς του μυστηριώδους Πεπρωμένου του, αυτού που «είδε» πρώτο το αρχαίο ελληνικό «τραγικό δράμα». «Τα ευτελή όργανά» του, ενσαρκωμένα σε έναν Χίτλερ και σε όσους ασκούν ανελεύθερη εξουσία, χαλκεύουν το «Κράτος» της παράνοιας, τον υπερ-θηριώδη δράστη της καταστροφής κάθε επιτεύγματος του Πολιτισμού.
Κεντρικός άξονας του έργου «Ζωή και Πεπρωμένο» είναι η σύγκρουση του Κακού με το Καλό, που αποδίδει ένας «πολίτης ως το κόκαλο» -όπως χαρακτήρισε το συγγραφέα η κόρη του Αικατερίνη Γκρόσμαν. Με όρους φιλοσοφίας και πολιτικής σκέψης παρακολουθούμε την καταγγελία του ηθικού μηδενισμού, του μηδενισμού με τα απάνθρωπα πρόσωπα του Ολοκληρωτισμού ή των ανελεύθερων καθεστώτων, με όποιο χρώμα ή όποτε κι αν επιβάλλονται. Ο Γκρόσμαν το 1960 υπογραμμίζει τον Αλμπέρ Καμύ του 1951, χωρίς ασφαλώς να είχε διαβάσει «Τον Εξεγερμένο Άνθρωπο» του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα. Κατόπιν αυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι λάθος να εντάσσουν ορισμένοι το ανά χείρας βιβλίο στην αντικομμουνιστική λογοτεχνία, διότι ο δημιουργός του δεν επιφυλάσσει ούτε την ελάχιστη μομφή εναντίον της Ρωσικής Επανάστασης. Σκοπός του είναι η εμπεριστατωμένη επιθετική κριτική γενικώς εναντίον του χείριστου ιστορικού εξανδραποδισμού –που, κατά τραγική ειρωνεία, κατέγραψε ο 20ός αιώνας της μεγάλης επιστημονικής προόδου… Δυστυχώς βέβαια, και τον 21ο αιώνα συνεχίζεται η μοχθηρή απανθρωπία εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων καθώς και οι ανελεύθερες εξουσιαστικές μεθοδεύσεις, με δραματικά αποτελέσματα.
Σε μια σκηνή του μυθιστορήματος εκατοντάδες Εβραίοι «κατάδικοι», χωρίς δίκη και έλεος, οδηγούνται προς το θάλαμο αερίων ενός στρατοπέδου, ακολουθεί δε την «προκαθορισμένη μοίρα τους» και ο δωδεκάχρονος Δαβίδ –όπως κάθε Δαβίδ. Με ένα θεμιτό τρόπο μυθοπλασίας, ο συγγραφέας είδε, θεωρητικά αλλά και «προφητικά» το αθώο παιδί μαζί με τον εκτελεστή του, τον Χίτλερ, όταν ο δικτάτορας, καταπτοημένος από τη συντριβή του Στάλινγκραντ, καταφεύγει για περισυλλογή σε κάποιο δάσος. Εκεί, η εικόνα των δέντρων τον οδήγησε, συνειρμικά, στο εικονογραφημένο παραμύθι των παιδικών του χρόνων, με ένα μισοκρυμμένο λύκο έτοιμο να επιτεθεί σε μια μικρή κατσίκα. Το ίδιο παραμύθι των αδελφών Γκριμ είχε ακούσει και ο Δαβίδ από τη μητέρα του, αυτή δε η σύμπτωση αποτελεί τραγική κορύφωση του έργου, κατά τον Έλληνα μεταφραστή του. Και είναι ορθή η κρίση του. Θύτης και θύμα είχαν ορισμένα κοινά παιδικά βιώματα. Στη συνέχεια όμως, ο πρώτος ξεπέρασε κατά πολύ το θηρίο, τον εχθρό, παραβαίνοντας τη συνθήκη της ζούγκλας: ο λύκος ουδέποτε θα κατασπαράξει ένα μέλος της συνομοταξίας του. Αλλά και κάποτε σαν Πεπρωμένο δεν θα χαριστεί ούτε στον ισχυρότερο των ανθρώπων.
Στην πλοκή του έργου παρεμβάλλονται και ορισμένα γεγονότα της προσωπικής ζωής του Γκρόσμαν, πραγματικά ή και αναμενόμενα –όπως η τύχη του βιβλίου. Ορατή είναι η δια βίου οδύνη του, επειδή δεν στάθηκε ικανός να σώσει τη μητέρα του, την Αικατερίνη Σαβιέλιεβνα, από την εβραϊκή σφαγή, στο γενέθλιο Μπερτίσεφ της Ουκρανίας και στη μνήμη της αφιερώνει το «Ζωή και Πεπρωμένο». Στο δημοσιευμένο χρονικό, επίσης μετά το θάνατό του, με το γνωστό μας τίτλο «Ένας Συγγραφέας στον Πόλεμο» υπάρχει και «Η Κόλαση που λεγόταν Τρεμπλίνκα», αυτοπρόσωπη η φρίκη στα μάτια μας μετά την επίσκεψη του συγγραφέα στο ομώνυμο στρατόπεδο θανάτου Εβραίων, βορειοανατολικά της Βαρσοβίας, κείμενο-τεκμήριο κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης.
Στην παρούσα αφήγηση, κεντρική θέση κατέχει η οικογένεια της Αλεξάνδρας Σαποσνίκοβα, Ρωσίδας εργαζόμενης με αμετακίνητη ηθική, μέσα στο πένθος για τους ανθρώπους της, που εξαφάνισαν η αρρώστια, ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκασμού ή ο πόλεμος. Ωστόσο, στον κόσμο αυτού του επικού έργου άνθρωποι πολλοί είναι οι συνοδοιπόροι της παραπάνω οικογένειας, στους δρόμους τους χαραγμένους, ερήμην τους, από την Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, μετά το θάνατο του Λένιν και από το ναζιστικό ιμπεριαλισμό. Γενικώς τα πρόσωπα του Γκρόσμαν, που σκληρά βασανίζονται, κάποτε αντιστέκονται και συχνότατα καταστρέφονται, φαίνονται να επαναφέρουν την αρχαία ελληνική τραγωδία, όπως ήδη αναφέρθηκε. Τραγικός είναι ο διαπρεπής φυσικός Βίκτωρ Στρουμ, όταν κατά τη συνειδησιακή δοκιμασία του επιλέγει την πνευματική αξιοπρέπεια, με όποιο τίμημα, και όχι την υποταγή στο επιστημονικό κατεστημένο που του επιβάλλει ως δογματικός κυρίαρχος να αποκηρύξει την πρωτοεμφανιζόμενη θεωρία του, διότι αντιτίθεται στη «λενινιστική άποψη για τη φύση της ύλης». Αλλά σε έρμαιο του Πεπρωμένου μετατρέπει τον εαυτό του συνυπογράφοντας μιαν ανίερη επιστολή εναντίον ανεπίληπτων ανθρώπων της επιστήμης και της τέχνης, που μάλιστα έχουν εκτελεστεί σαν «εχθροί του λαού», φοβούμενος ότι θα χάσει την ξαφνική εύνοια του Στάλιν –ίσως βέβαια και τη ζωή του. Πρόκειται για επιστολή-απόπειρα αιτιολόγησης εκκαθαρίσεων ύστερα από καταγγελτικό δημοσίευμα του ξένου Τύπου, ο δε ονομαστός Στρουμ συνεπικυρώνει τα εγκλήματα και αυτοκαταργείται ως επιστήμων.