Πολύ χαρακτηριστική είναι και η όλη πορεία του Νικολάι Κρίμοβ. Υπεράνω κάθε υποψίας μπολσεβίκος, κομισάριος του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, ζει όμως δύσκολες ώρες αυτοελέγχου της δημόσιας ζωής του. Μια νύχτα τού θυμίζει την κηδεία του Λένιν, το 1924, την απρόβλεπτη διαδοχή του και διερωτάται: «…Γιατί ομολόγησαν όλοι; Γιατί εγώ δεν μιλάω; Γιατί δεν βρήκα ποτέ τη δύναμη να πω: πραγματικά εγώ δεν πιστεύω ότι ο Μπουχάριν ήταν προβοκάτορας και δολοφόνος. Σήκωσα ακόμη και το χέρι μου για να ψηφίσω. Υπέγραψα. Έκανα μια ομιλία και έγραψα άρθρο. Και ακόμα πιστεύω πως ο ζήλος μου ήταν γνήσιος. Αλλά πού ήταν τότε οι αμφιβολίες μου;… Ο Μοστοβσκόι; Παλιός μπολσεβίκος δεν ήταν κι αυτός; Ναι, αλλά δεν μίλησε ανοιχτά ούτε μια φορά· ούτε καν για να υπερασπιστεί ανθρώπους, των οποίων η επαναστατική τιμή δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Σώπασε. Γιατί;… Σώπασε, μάσησε τα λόγια του… Τότε γιατί δεν είχε επαφές με τις οικογένειες των συντρόφων που είχαν συλληφθεί; Γιατί σταμάτησε να τους τηλεφωνεί και να τους επισκέπτεται;».
Τελικά η μοσχοβίτικη φυλακή Λιουμπλιάνκα χαράζει στο σώμα και στην ψυχή του Κρίμοβ το Πεπρωμένο του. Τον πειθαρχημένο κομμουνιστή «κομματιάζουν», γενικώς, αιματηρές ανακρίσεις επί αμέτρητες ώρες, διότι αρνείται τη χαλκευμένη κατηγορία ότι είναι πράκτορας των Ναζί. Μόνο το δεματάκι της συντρόφου του προορίζεται να τον παρηγορήσει αυτές τις στιγμές, ίσως εκείνες που θα οδηγήσουν στη Σιβηρία έναν ακόμη δραματικό έρωτα του βιβλίου.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να γίνει αναφορά στα καθ’ ημάς, στην ανακριτική κόλαση της απριλιανής δικτατορίας, όπου τα βασανιστήρια ήταν κυριολεκτικά σταλινικού και ναζιστικού τύπου. Μεταξύ των άλλων, με οργή τα βιώνουμε στο βιβλίο «Μπουμπουλίνας 18», της Κίττυς Αρσένη, ηθοποιού, αγωνίστριας και τότε κρατούμενης. Πρόσφατα χάσαμε την τόσο ευαίσθητη μορφή της.
«ΓΙΑΤΙ;», αναρωτιόταν ο Κρίμοβ. Γιατί αυτός είναι ο Ολοκληρωτισμός. Αυτή είναι η ανελεύθερη εξουσία. Αποκλειστικά ενδιαφέρονται για την άνευ όρων ισχύ τους και ούτε στο ελάχιστο για το προλεταριάτο ή το έθνος. Ο Ολοκληρωτισμός, όποιος κι αν είναι παντού και πάντοτε, απροκάλυπτος ή μεταμφιεσμένος ανάλογα με συγκυρίες, δηλητηριάζει και παραλύει επισείοντας τον τρόμο, φυλακίζει και αλέθει σε δίκτυα από ατσάλι τους πάντες και τα πάντα. Συνεχώς καραδοκεί χειρότερα από το λύκο του παραμυθιού. «Ο άνθρωπος και ο φασισμός δεν μπορούν να συνυπάρξουν», γράφει συμπερασματικά ο Γκρόσμαν. Όταν καταδυναστεύει το Πεπρωμένο του πολυπρόσωπου φασισμού, λιώνει και αφανίζει τη ζωή, αφήνοντας «ομοιώματα ανθρώπων».
Σημειώνουμε ότι ο Γκρόσμαν δεν αξιολογεί τις πολιτικές ευθύνες των προσώπων του βιβλίου του διότι, όπως γράφει, «μεταξύ των ζωντανών δεν υπάρχουν αθώοι». Η γνωστή Γερμανο-εβραία φιλόσοφος Χάννα Άρεντ παρατηρεί: «…τα ολοκληρωτικά συστήματα, παρ’ όλα τα εμφανή τους εγκλήματα, στηρίζονται στις μάζες…» («Στοιχεία και Προέλευση του Ολοκληρωτισμού», 1951). Πέραν των άλλων, όπως γνωρίζουμε, η υποταγή στον ολοκληρωτισμό προέρχεται από τον απόλυτο φόβο που εξαπολύει η εκάστοτε πλήρης φόβου εξουσία. Είναι απλουστευτικό να ταυτίζεται ο φασισμός με τους τυράννους, διότι τους συνδράμουν οι οπαδοί και τους στηρίζουν οι τρομοκρατημένοι, τελικά εκατομμύρια πρώην πολιτών –εκτός από υπέροχες εξαιρέσεις…
Παντού στο βιβλίο βρίσκεται ο Γκρόσμαν της μεγάλης Διαμαρτυρίας και της άμεσης λογοτεχνικής γραφής. Και από ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας μεταφέρει τη συνάντηση δύο κρατουμένων, του ορκισμένου μπολσεβίκου Αμπάρτσουκ με τον παλαιό καθοδηγητή του, τον Μάγκαρ, μέσα στο κελί των ετοιμοθάνατων. Δίπλα τους είναι νεκρός ένας αγρότης. Και ο Μάγκαρ μιλά για τελευταία φορά στον σύντροφό του: «…Πρόσεξέ με τώρα. Πρώτον κάναμε λάθος. Και η συνέπεια του λάθους μας ήταν η εξής. Κοίτα! Πρέπει να ζητήσουμε από αυτόν τον αγρότη να μας συγχωρήσει. Δώσε μου ένα τσιγάρο. Μα τι λέω; …Δεύτερον, δεν αντιληφθήκαμε τη σημασία της Ελευθερίας. Την συντρίψαμε. Ούτε ο ίδιος ο Μαρξ την εκτίμησε όσο έπρεπε –η ελευθερία είναι η βάση, το νόημα, το θεμέλιο όλων των θεμελίων. Δίχως ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει προλεταριακή επανάσταση…».
Ο μαθητής αποκάλεσε τρελό τον δάσκαλό του. Την επομένη τον πληροφόρησαν ότι αυτοκτόνησε… Και όμως. Ο συντετριμμένος Αμπάρτσουκ «δεν παραδόθηκε στην αμφιβολία»…
«Η ακριβοπληρωμένη Νίκη του Ανθρώπου»
Επαφίεται στον αναγνώστη η παρακολούθηση της δεινής πολιορκίας του Στάλινγκραντ και της πικρής νίκης του, μέσα στα ερείπια και στο θάνατο νικητών και νικημένων. Στο χρονικό «Ζωή και Πεπρωμένο», τα σκηνικά είναι σίδερο, φωτιά, καταναγκασμός, μ’ ένα λόγο ο Πόνος του Ανθρώπου. Χωρίς ελπίδα; Αλλά, κάποιες ρωγμές φωτός υπάρχουν.
Πρώτα, όχι η χαιρέκακη ικανοποίηση, αλλά ο οίκτος του Γκρόσμαν και για τους ηττημένους της πόλης του Βόλγα –όπως και του Βερολίνου αργότερα. «Η αμείλικτη αλήθεια του πολέμου» ισχύει για όλους. Ύστερα, υπάρχει ακόμη προς το τέλος της αφήγησης των 947 σελίδων η Αλεξάνδρα Σαποσνίκοβα, σ’ ένα κομμάτι γης του διαλυμένου Στάλινγκραντ, που πριν από λίγους μήνες ήταν το σπίτι της ίδιας και των αγαπημένων της. Και η ηλικιωμένη του πολέμου, η λαϊκή ψυχή, «υπαγορεύει» στον συγγραφέα του «Πεπρωμένου» λόγο καρτερίας και σοφίας: «Και, να την τώρα εκεί, γριά γυναίκα πια, να ζει και να ελπίζει πιστή στις αρχές της… χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η απελπισία που την κατέκλυζε έκρυβε μια παράξενη ελπίδα… Χωρίς να καταλαβαίνει πως, ακόμα κι αν κανείς δεν μπορεί να σφυρηλατήσει την προσωπική του ευτυχία, ακόμα κι αν ο μέγας κυρίαρχος είναι τελικά η Μοίρα, …ακόμη κι έτσι ούτε η μοίρα, ούτε η ιστορία, ούτε η οργή του Κράτους, ούτε η δόξα και η καταισχύνη έχουν την παραμικρή εξουσία πάνω σ’ αυτόν, που επιμένει να χαρακτηρίζει τον εαυτό του Άνθρωπο… Αυτό είναι το μυστικό της αιώνιας, της ακριβοπληρωμένης νίκης του ανθρώπου, ενάντια σε όλες τις μεγαλεπήβολες και απάνθρωπες δυνάμεις…».