Θέση για την πρόσφατη κατάσταση στην περιοχή του Άι Γιάννη αλλά και τα διαθέσιμα ελεύθερα σημεία της Αγίας Παρασκευής πήρε, με κείμενο που συνέταξε, το Στέκι της Αναξαγόρα.
Αναλυτικά αναφέρει:
Τα γεγονότα της πάνω πλατείας, όπως συνηθίζουμε να λέμε την πλατεία του Αΐ-Γιάννη είναι ήδη γνωστά. Ο δήμαρχος της πόλης, με αφορμή τη συγκέντρωση νέων ανθρώπων στην πλατεία αμέσως μετά την λήξη της καραντίνας, έφερε στην πόλη τα ΜΑΤ και συνηγόρησε με την κυβέρνηση στην απαγόρευση της χρήσης της πλατείας τις βραδινές ώρες. Τα ΜΑΤ με χρήση βίας και δακρυγόνων έδιωξαν τον κόσμο από την πλατεία, που όμως ξανάσυγκεντρώθηκε την επόμενη μέρα διαμαρτυρόμενος για την παρουσία τους στην πόλη και απαιτώντας την απομάκρυνσή τους.
Η πόλη έγινε το επίκεντρο των ημερών σε πανελλήνια εμβέλεια σαν άντρο ναρκομανών και σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Στην πορεία των ημερών συνέβη σειρά επιθέσεων των ΜΑΤ και σε άλλες πλατείες μεγάλων πόλεων που συγκεντρώνονταν κόσμος, αλλά και εγκαίνια στην πλατεία Ομονοίας από τον δήμαρχο Αθηναίων χωρίς βέβαια την παρουσία ΜΑΤ. Έγιναν άραγε όλα αυτά για να πειθαρχήσουν ιδίως οι νέοι άνθρωποι στα μέτρα της κυβέρνησης ή των τοπικών δημάρχων ή κάποιοι βρίσκουν στα πραγματικά υγειονομικά ζητήματα τη χρυσή ευκαιρία να περιορίσουν τους δημόσιους χώρους προς όφελος των ιδιωτικών συμφερόντων;
Στα πρωτόγνωρα για την πόλη γεγονότα της δικής μας πλατείας, ο δήμαρχος δικαιολόγησε τις επιλογές του με τα παρακάτω επιχειρήματα:
– Έγινε οργανωμένο πάρτυ στην πλατεία από εμπόρους ναρκωτικών.
-Υπήρξε μεγάλη συγκέντρωση νέων από όμορους δήμους, απειλώντας την
“καθαρότητα” από κρούσματα, της πόλης μας.
-Το πρόβλημα της συγκέντρωσης των νέων στην πάνω πλατεία είναι παλιό και θα
πρέπει να λυθεί άμεσα.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί συμπολίτες μας, σε όλη την Ελλάδα, μετά την καραντίνα βγήκαν έξω να συναντήσουν φίλους και γνωστούς, να πάρουν μια ανάσα μέσα στην μαυρίλα των ημερών. Είναι επίσης αλήθεια ότι όλον αυτόν τον καιρό έδειξαν κατανόηση και μεγάλη αυτοσυγκράτηση λόγω του ιού, γεγονός που αναγνωρίστηκε από όλους. Πολλοί χώροι γέμισαν και εξακολουθούν να γεμίζουν αυθόρμητα από μικρούς και μεγάλους. Είναι φυσιολογικό να βρίσκονται νέοι άνθρωποι στην πάνω πλατεία κάτι που γίνεται εδώ και πολλά χρόνια. Όσον αφορά τα ναρκωτικά, οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς γνωρίζουν ποιοι κινούν τα νήματα αλλά δεν προβαίνουν σε καμία ενέργεια, αντ’αυτού χρησιμοποιούν το ζήτημα των ναρκωτικών για να στοχοποιήσουν τη νέα γενιά.
Γιατί όμως σε αυτήν τη χρονική στιγμή ο δήμαρχος επιλέγει να ασχοληθεί και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο με το θέμα της πάνω πλατείας; Θα περίμενε κανείς να δώσει προτεραιότητα στην κατάσταση και στην ενδυνάμωση των υπηρεσιών υγείας του προαστίου, στα εργασιακά προβλήματα και στην ικανοποίηση των αιτημάτων του προσωπικού του δήμου που είναι στην πρώτη γραμμή (βλέπε οφειλές δεδουλευμένων στην καθαριότητα), στα προβλήματα της ανεργίας που εντείνονται λόγω των περιοριστικών μέτρων, στα προβλήματα στέγασης, ασφάλισης, σίτισης συμπολιτών μας.
Η ανάγκη του κόσμου για άθληση στον καιρό της καραντίνας έδειξε ότι οι χώροι της πόλης δεν επαρκούν. Για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να αποδοθούν στους πολίτες περισσότεροι δημόσιοι χώροι πρασίνου και αναψυχής, να διαφυλαχθούν οι δημοτικοί χώροι και οι πλατείες από την επέκταση ιδιωτικών συμφερόντων (όπως π.χ. τα τραπεζοκαθίσματα), να διευκολυνθεί η κινητικότητα των Α.Μ.Ε.Α. στην πόλη καθώς και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές για χρήση του ποδηλάτου. Αντί όλων αυτών, δυστυχώς ο δήμαρχος, όχι μόνο δημιούργησε μια στρεβλή και αρνητική εικόνα για την πόλη στο πανελλήνιο, αλλά προσπάθησε να διχάσει την ίδια την πόλη βαπτίζοντας μια στοιχειώδη μορφή συναναστροφής στην πλατεία ως “συνωστισμό”, “ανεύθυνη” και “υποκινούμενη συμπεριφορά”.
Αυτό που πρέπει να μας προβληματίσει και να βρούμε απαντήσεις – ίσως το κυριότερο ερώτημα της επόμενης μέρας – είναι το ποιος τελικά, με ποιον τρόπο και για ποιον παίρνει τις αποφάσεις στην πόλη. Ο δήμαρχος αποφασίζει μόνος του, χωρίς να ρωτήσει τους πολίτες, ούτε το δημοτικό συμβούλιο για τις προτεραιότητες της επόμενης μέρας. Η επιλογή και ο τρόπος διαχείρισης του θέματος της πάνω πλατείας το μόνο που απέφερε στην πόλη είναι τον διασυρμό της πανελλαδικώς. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας αλλά και μετά από αυτή, συμπολίτες μας κυκλοφορούν με τα πόδια, με τα ποδήλατα, ανακαλύπτουν γωνιές της πόλης που δεν γνώριζαν, βγαίνουν στις πλατείες, με υπευθυνότητα, αναδεικνύοντας την ανάγκη επέκτασης και υπεράσπισης των δημόσιων χώρων.
Είναι ανάγκη να ανοίξουν και άλλοι χώροι για να μην συνωστιζόμαστε, η πόλη έχει ανάγκη ελεύθερων και ανοιχτών χώρων. Αρκετό καιρό μετά τη λήξη της καραντίνας, παραμένει κλειστό το πάρκο Σταύρος Κώτσης, το πάρκο έναντι της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου αλλά και οι παιδικές χαρές όταν σε άλλους δήμους οι δημοτικοί χώροι έχουν ανοίξει για το κοινό. Το κτήμα Ιόλα θα μπορούσε μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών του κτηρίου, να λειτουργήσει σαν χώρος περιπάτου και αναψυχής ή μικρής εμβέλειας εκδηλώσεων για τη γειτονιά. Η παραχώρηση του Υπουργείου Γεωργίας στους δημότες θα προσέφερε άλλη μια ανάσα ζωής στην πόλη, όπως και τα 35 στρέμματα στα Πευκάκια.
Τα οικόπεδα ιδιοκτησίας του Δήμου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους κατοίκους ως αστικοί αγροί. Πιστεύουμε ότι οι συμπολίτες μας έδειξαν μεγάλη ωριμότητα, κατανόηση, ψυχραιμία και αλληλεγγύη το διάστημα της καραντίνας και εξακολουθούν να κάνουν το ίδιο και σήμερα. Η υπεράσπιση των δημόσιων χώρων, η περαιτέρω διεύρυνσή τους παράλληλα με τους δεσμούς αλληλεγγύης που αναπτύσσονται στις γειτονιές, μπορούν να κάνουν διαφορετική την επόμενη μέρα προς όφελος των πολλών. Μένει να βρούμε το πως μπορούν να προχωρήσουν όλα αυτά με τη δική μας συμμετοχή και συν-απόφαση. Θα αγκαλιαστούμε ξανά, όπως λέει και το σύνθημα της Ιταλίας.
Δείτε επίσης: Ελένη Δάβαρη: «Πνίγηκε ο Άη Γιάννης από τις οσμές»