Η Περσική Επίθεση
Οι Ιωνικές και Αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν περιέλθει στην περσική κυριαρχία ήδη από την εποχή της κατάκτησης του βασιλείου των Λυδών από τον Κύρο, το 547 π.Χ. Το 517 π.Χ., ο Δαρείος επεκτείνει τον έλεγχό του επί των Ελληνικών κρατών με την κατάκτηση της Σάμου και την υποταγή της Λέσβου και της Χίου. Συνεπώς, η στρατιωτική υποστήριξη που προσέφεραν οι Ερετριείς και οι Αθηναίοι στους Ίωνες κατά τη διάρκεια της επανάστασης των τελευταίων (499 – 494 π.Χ.), είναι μια καθαρή πρόκληση για το Μεγάλο Βασιλιά. Αμφισβητούν την κυριαρχία του σ’ ένα τμήμα της επικράτειάς του.
Η απόφασή του να τιμωρήσει παραδειγματικά τις δύο πόλεις και να υποδουλώσει τους κατοίκους τους, φαίνεται συνεπής προς την κοσμοαντίληψή του. Άλλωστε, με την καταστροφή τους, ο Δαρείος διασφαλίζει οριστικά την απρόσκοπτη κυριαρχία του στις πόλεις της Ιωνίας και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Μια δεύτερη ερμηνεία εντάσσει την περσική επίθεση σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Μια αυτοκρατορία είναι «καταδικασμένη» να επεκτείνεται συνεχώς. Ο κύριος χώρος νέας επέκτασης που είχε απομείνει στο Δαρείο μετά τις κατακτήσεις των προκατόχων του, ήταν η Δύση. Ήδη ο Πέρσης Βασιλιάς έχει δείξει τις προθέσεις του με την επίθεση του 513 π.Χ. στη Θράκη και το Δούναβη. Με την εκστρατεία του Μαρδόνιου το 492 π.Χ., ο Δαρείος θα εξασφαλίσει την κυριαρχία επί των ελληνικών πόλεων του Βορείου Αιγαίου και την υποταγή του Βασιλιά των Μακεδόνων.
Έτσι, απομονώνει σταδιακά τη Σπάρτη και την Πελοποννησιακή Συμμαχία, τη μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψει την κατάκτηση των πόλεων της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας. Συνεπώς, η επίθεση εναντίον της Αθήνας με ένα μικρό σχετικά εκστρατευτικό σώμα, θα μπορούσε να έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός προγεφυρώματος. Σ’ αυτή την περίπτωση, το ζητούμενο για τους Πέρσες ίσως είναι η ανατροπή του νέου πολιτεύματος της Αθήνας και η εγκαθίδρυση μιας φιλικής προς αυτούς τυραννίδας. Όχι τυχαία, μαζί τους, στην παραλία του Μαραθώνα, αποβιβάζεται και ο γηραιός, παλαιός τύραννος της πόλης, Ιππίας.
Το Περσικό εκστρατευτικό σώμα του 490 π.Χ., υπό την ηγεσία του Μήδου Δάτη και του ανιψιού του Δαρείου, Αρταφέρνη, αριθμούσε περί τους 25.000 πεζούς και 1000 ιππείς. Από τα Σούσα, έφτασε στην Κιλικία, όπου επιβιβάστηκε σε ένα στόλο 600 πλοίων, τριήρων και μεταγωγικών. Από τη Ρόδο, ο στόλος έπλευσε προς τη Μίλητο και, στα μέσα του καλοκαιριού, στη Σάμο. Σε αυτό το σημείο, αιφνιδιάζει τους Έλληνες: αντί να συνεχίσει παραλιακά, προς βορρά, έστριψε κατευθείαν προς τις Κυκλάδες. Ο αιφνιδιασμός είναι απόλυτος.
Η Νάξος, ισχυρή ναυτική δύναμη, καταλαμβάνεται και πυρπολείται – άλλη μια πόλη που τιμωρείται για παλαιότερη αντίστασή της στους Πέρσες (499 π.Χ.). Στη συνέχεια, ο στόλος διασπάται και καταλαμβάνει και τα υπόλοιπα νησιά. Στη Δήλο, ο Δάτις θυσιάζει στον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Τον Αύγουστο, ο στόλος επανενώνεται για τον επόμενο στόχο του.
Τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου, οι Πέρσες αποβιβάζονται και κάμπτουν την αντίσταση της Καρύστου στη Νότια Εύβοια. Στη συνέχεια, επιτίθενται στην Ερέτρια, την οποία και καταλαμβάνουν με προδοσία μετά από πολιορκία μιας εβδομάδας. Είναι πιθανό ότι ήδη πριν πέσει η Ερέτρια, ένα τμήμα του στρατού υπό την ηγεσία του Δάτι να αποσπάστηκε και να αποβιβάστηκε στο Μαραθώνα.
Εκεί αναλαμβάνει να απασχολεί τον Αθηναϊκό στρατό, μέχρις ότου το άλλο τμήμα, υπό τον Αρταφέρνη, διασφαλίσει τον έλεγχο όλης της Νότιας Εύβοιας. Η συνέχεια του περσικού σχεδίου μάλλον προέβλεπε την επανένωση των δύο τμημάτων, τον περίπλου της Αττικής και την αιφνιδιαστική τους απόβαση στο Φάληρο. Τα πράγματα όμως, θα εξελιχθούν αλλιώς.
Ο Αθηναϊκός Στρατός και η Αντίδρασή του
Η διαίρεση των Αθηναίων πολιτών σε δέκα Φυλές από τον Κλεισθένη περιλαμβάνει και την οργάνωση του στρατού. Στα χρόνια της μάχης του Μαραθώνα, δικαίωμα συμμετοχής στις ένοπλες δυνάμεις, έχουν οι πολίτες που μπορούν να προμηθευτούν και να συντηρούν τον οπλισμό τους, οι κάτοχοι δηλαδή μικρών ή και μεσαίων κλήρων γης, οι ζευγίτες.
Το σώμα αυτών των βαριά οπλισμένων πεζών, των «οπλιτών» είναι χωρισμένο σε δέκα «τάξεις» σύμφωνα με την αντίστοιχη φυλετική διαίρεση. Κάθε Φυλή επανδρώνει την τάξη της με χίλιους περίπου οπλίτες και διοικείται από τον δικό της εκλεγμένο Στρατηγό. Με τη σειρά της η κάθε φυλετική τάξη υποδιαιρείται σε τρεις «λόχους» που εκπροσωπούν την κάθε μια από τις τρεις τριττύες της Φυλής. Έτσι, ο κάθε Αθηναίος οπλίτης, στην πράξη πολεμά δίπλα στους οικείους του και τους γείτονές του.
Τυπικά επικεφαλής είναι ο «Άρχων Πολέμαρχος», όμως η διοίκηση στην πράξη ασκείται από τους Στρατηγούς που παίρνουν τις αποφάσεις συλλογικά και εναλλάσσονται κάθε μέρα στη γενική αρχηγία του σώματος.
Όταν το βράδυ της 8ης Βοηδρομιώνος (μέσα Σεπτεμβρίου) έφτασε η είδηση της απόβασης των Περσών στο Μαραθώνα, ο Αθηναϊκός στρατός μπόρεσε να κινητοποιηθεί άμεσα. Ήδη, δύο μέρες νωρίτερα, όταν είχε φτάσει η είδηση της πολιορκίας της Ερέτριας, είχαν επιστρατευτεί όλες οι μάχιμες ηλικίες των οπλιτών. Κάθε Φυλή θα πρέπει να προσέφερε περίπου 900 άνδρες, ώστε να παραμείνει μια συνολική εφεδρεία 1000 περίπου οπλιτών στο άστυ.
Παράλληλα, απελευθερώθηκε και ένας αριθμός δούλων προκειμένου να συμμετάσχουν και εκείνοι στη μάχη ως βοηθητικοί. Μαζί με τους 1000 Πλαταιείς συμμάχους, με τους οποίους ενώθηκαν στα υψώματα του Μαραθώνα, οι Αθηναϊκές δυνάμεις έφτασαν περίπου τους 10.000 άνδρες. Με μια ολονύχτια πορεία, είτε από τον εσωτερικό δρόμο, που περνά ανάμεσα από την Πεντέλη και την Πάρνηθα, είτε από τον παραλιακό δρόμο, ο Αθηναϊκός στρατός, το πρωί της επομένης, έχει ήδη επαφή με τον εχθρό.
Το ίδιο γρήγορη είναι και η διπλωματική κινητοποίηση της πόλης. Την ίδια ημέρα, (8η Βοηδρομιώνος) ο «ημεροδρόμος» Φειδιππίδης αναχωρεί για τη Σπάρτη με αίτημα για βοήθεια. Θα φτάσει εκεί την επομένη, έχοντας διανύσει 250 χιλιόμετρα, για να εισπράξει θετική απάντηση από τους Εφόρους. Ωστόσο, οι 2.000 Σπαρτιάτες οπλίτες δεν θα μπορέσουν να κινηθούν –λόγω θρησκευτικών απαγορεύσεων– πριν από την προσεχή πανσέληνο. Θα φτάσουν στο Μαραθώνα την επομένη της μάχης (17η Βοηδρομιώνος), έχοντας καλύψει και αυτοί εξίσου γρήγορα την ίδια απόσταση.