Να εισπράττουν τα 2,3 δισ. ευρώ του ΕΝΦΙΑ οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρότεινε και πάλι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας. Συγκεκριμένα, στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία τονίζει την ανάγκη η διαχείριση και η είσπραξη του φόρου ακίνητης περιουσίας να ανατεθεί στους Δήμους, υποστηρίζοντας ότι αυτό «θα οδηγήσει στην ενίσχυση της οικονομικής αυτονομίας των Δήμων και στον εξορθολογισμό του κρατικού προϋπολογισμού, μέσω της μείωσης των μεταβιβαστικών πληρωμών προς την αυτοδιοίκηση» και ότι ο ΕΝΦΙΑ, «ως φόρος που επιβάλλεται σε ακίνητα εντός των γεωγραφικών ορίων κάθε Δήμου, θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα όταν διαχειρίζεται τοπικά».
Όπως αναφέρεται στην έκθεση οι Δήμοι διαθέτουν εγγύτερη γνώση της φορολογικής βάσης, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της γραφειοκρατίας, καλύτερο εντοπισμό των αδήλωτων εισοδημάτων από ακίνητα και στοχευμένη χρήση των εσόδων για τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Παράλληλα, η ανταποδοτικότητα του φόρου θα ενισχυθεί, αφού τα χρήματα που πληρώνουν οι πολίτες θα επιστρέφουν σε τοπικές υποδομές, κοινωνικές υπηρεσίες και έργα που αντανακλούν άμεσα τις προτεραιότητες της κάθε περιοχής.
Η πρόταση για την αποκέντρωση του ΕΝΦΙΑ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο ενίσχυσης της οικονομικής ανθεκτικότητας της χώρας, το οποίο περιλαμβάνει τη μέγιστη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τα επιχειρήματα
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΤτΕ, η απόδοση του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους έχει τα εξής πλεονεκτήματα:
- Τα έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο μέρος των μεταβιβαστικών πληρωμών από τον κρατικό προϋπολογισμό (ΚΠ) προς τους ΟΤΑ απελευθερώνοντας πόρους του λράτους προς άλλες χρήσεις που συνδέονται με την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, όπως υγεία, παιδεία κ.λπ.
- Πρόκειται για ένα φόρο με περιορισμένα περιθώρια φοροδιαφυγής, διότι η φορολογική βάση, δηλαδή το ακίνητο, δεν μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί στις φορολογικές δηλώσεις
- Ο φόρος περιουσίας είναι «ουδέτερος» φόρος, καθώς οι μεταβολές των φορολογικών συντελεστών δεν συνδέονται με στρεβλώσεις της φορολογικής βάσης
- Αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ η Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν θα έχει να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, καθώς έχει το πλεονέκτημα της καλύτερης γνώσης της ακίνητης περιουσίας και χρήσης της εντός των ορίων της γεωγραφικής περιφέρειας του εκάστοτε Δήμου.
- Τα έσοδα θα συμβάλουν στην ενίσχυση της οικονομικής αυτοδυναμίας των ΟΤΑ και θα τους δίνουν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται πιο στοχευμένα στις τοπικές ανάγκες (π.χ. ανάπτυξη τοπικών υποδομών και υπηρεσιών), διασφαλίζοντας την ανταποδοτικότητα του φόρου.
- Ενισχύεται η διαφάνεια ως προς τη χρήση των πόρων και τη λογοδοσία των τοπικών Αρχών απέναντι στους πολίτες που πληρώνουν τους φόρους και η καλλιέργεια φορολογικής υπευθυνότητας και φορολογικής συνείδησης στους πολίτες.
- Ο ΕΝΦΙΑ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους ΟΤΑ αναδιανεμητικά, ώστε οι φορολογούμενοι με την ίδια περιουσία και την ίδια φοροδοτική ικανότητα να φορολογούνται το ίδιο. Για παράδειγμα, η φορολόγηση ακινήτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει απαλλαγές και εκπτώσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. ηλικιωμένους, άτομα χαμηλού εισοδήματος κ.ά.) ή/και να επιβάλλει προοδευτικό φορολογικό συντελεστή ανάλογα με την αξία του ακινήτου, όπως γίνεται στη Γαλλία, τη Δανία και την Ιρλανδία.
- Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα δημιουργούσε την ανάγκη εξέλιξης των ΟΤΑ σε φορείς με τεχνοκρατικές υποδομές και τεχνογνωσία, ικανούς να συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και κατ’ επέκταση της χώρας.
Ουραγοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Στην έκθεση της ΤτΕ επισημαίνεται και ότι η διαχείριση των φόρων περιουσίας αποκλειστικά ή πρωτίστως από τους OTA παρατηρείται διεθνώς και αφορά διαφορετικές μορφές φόρων και ελεγκτικών μηχανισμών, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλή θέση ως προς τη διαχείριση φορολογικών εσόδων σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ως προς τη φορολογική αποκέντρωση, με μόλις το 2,94% των φορολογικών εσόδων να διαχειρίζονται οι τοπικές Αρχές, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 12,64%. Ως εκ τούτου, η μελέτη θεωρεί ότι η διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ από τους Δήμους θα μπορούσε να βελτιώσει αυτή την εικόνα.
Ο προβληματισμός
Καθώς οι περισσότεροι Δήμοι, όπως επισημαίνει η έκθεση Στουρνάρα, δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες υποδομές και το εξειδικευμένο προσωπικό για να αναλάβουν πλήρως την ευθύνη ενός τόσο κρίσιμου φόρου, ενώ και η έλλειψη ενιαίων διαδικασιών και τεχνογνωσίας «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισότητες μεταξύ των Δήμων και σε κινδύνους κακοδιαχείρισης», η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι «πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που θα απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό κατά το στάδιο της μετάβασης, ώστε να αποφευχθούν αναποτελεσματικά σχήματα που θα περιόριζαν την ανταποδοτικότητα του ΕΝΦΙΑ».
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, η ΤτΕ θέτει σε πρώτη πλάνο την ανάγκη κεντρικού συντονισμού και εποπτείας, ιδιαίτερα στην αρχική φάση εφαρμογής. Όπως αναφέρει, μια τέτοια μεταρρύθμιση θα απαιτούσε τη συνεργασία του κράτους με τους τοπικούς φορείς και την ανάπτυξη ενός ενιαίου τεχνολογικού πλαισίου που θα επιτρέπει στους Δήμους να διαχειρίζονται τον φόρο αποτελεσματικά και με διαφάνεια.