Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Aπό την αρχαία Αθήνα είναι γνωστό ότι βασική προϋπόθεση για την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας είναι ο συνδυασμός της κρατικής «ομπρέλας» σε συνδυασμό με την ατομική ευθύνη του πολίτη, ως απόρροια μιας πλήρους παιδευτικής διαδικασίας με βάση το «γνώθι σαυτόν». Όταν ένα από τα δύο «συστατικά» είναι ελλιπές, τότε αντίστοιχα ελλιπής είναι και η λειτουργία της δημοκρατίας. Το κράτος, στη «χρυσή» δημοκρατική περίοδο των αρχαίων Αθηνών, λειτουργούσε ελάχιστα κατασταλτικά, επειδή ελάχιστα αυτό χρειαζόταν. Ο πολίτης γνώριζε και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.
Η συζήτηση αυτή έγινε πιο επίκαιρη από ποτέ στις ημέρες του κορωνοϊού. Η έννοια της «ατομικής ευθύνης» σε συνδυασμό με τις κρατικές αποφάσεις κρίθηκε από την Πολιτεία μας ως ο ιδανικός συνδυασμός για να τα βγάλουμε πέρα όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα με την πανδημία. Και η αλήθεια είναι ότι με τη διαρκή πληροφόρηση, την πειστική επιστημονική και πολιτική ενημέρωση, ο συνδυασμός αυτός αποδείχθηκε επαρκής: Η Ελλάδα, αν και χρειάστηκε να δοκιμαστεί ξανά μέσα σε μια δεκαετία σε επίπεδο οικονομίας, αποτέλεσε διεθνές παράδειγμα.
Έφτασε, όμως, η στιγμή που το κράτος έκρινε ότι τα περιοριστικά μέτρα που εφάρμοσε πρέπει να λήξουν για να ξεκινήσει και πάλι η κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Και στη ζυγαριά, πλέον, το βάρος στην περίφημη «ατομική ευθύνη» δείχνει να είναι μεγαλύτερο. Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι το κράτος δεν επιθυμεί να εφαρμόσει σκληρές τακτικές παρακολούθησης του πληθυσμού, ειδικά όσων νόσησαν από τον κορωνοϊό, που προσιδιάζουν σε άλλα πολιτεύματα και πολύ δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν στα μέρη μας. Πώς διασφαλίζεται, λοιπόν, ότι η μετάβαση στην «κανονικότητα» μπορεί να γίνει ομαλότερη και ασφαλέστερη; Μα φυσικά εφόσον τηρούμε τις οδηγίες που το κράτος μας δίνει. Ένα κράτος που, φυσικά, δεν μπορεί ούτε έχει τη δυνατότητα, ακόμη και με όλη την τεχνολογία του κόσμου στο πλευρό του, να ακολουθεί στενά κάθε έναν από μας.
Δυστυχώς, τα πρώτα δείγματα γραφής στην εποχή της «απελευθέρωσης» των δραστηριοτήτων μας, δείχνει ότι η «ατομική ευθύνη», η αυτεπίγνωση της θέσης μας μέσα στο σύνολο, δεν μπορεί να απαξιώνεται επειδή στο τέλος της ημέρας «για όλα φταίει το κράτος βρε αδερφέ». Οι περιπτώσεις του ζευγαριού από τη Γερμανία και της φοιτήτριας στη Θεσσαλονίκη, καθώς και οι καταστάσεις συνωστισμού σε μπαρ, δείχνουν ότι δεν φταίει για όλα το κράτος. Πρέπει κι εμείς να στεκόμαστε αντάξιοι όσων κερδίσαμε ακολουθώντας τις οδηγίες του.
Η εντατικοποίηση των επιτηρήσεων, τα πρόστιμα και όλα αυτά τα δυσάρεστα κατασταλτικά μέτρα του κράτους δεν θα ήταν αναγκαία, αν απλώς ακολουθούμε τις οδηγίες. Διαφορετικά, αν κάτι πάει πολύ στραβά, αυτή τη φορά θα δικαιούμαστε λιγότερο από ποτέ να ρίξουμε το φταίξιμο στον «κατασταλτικό κρατικό μηχανισμό που δεν κάνει τη δουλειά του». Σε αυτό το «ταγκό» χρειάζονται δύο χορευτές. Αν κάποιος από τους δύο δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να χορέψει καλά, τότε το ταγκό καταλήγει σε «μπουρδούκλωμα» και «πτώση».
Υ.Γ. Το ίδιο ισχύει και στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων που απασχολεί το πρωτοσέλιδο αυτού του τεύχους. Το κράτος διορθώνει (καθυστερημένα) τις ελλείψεις του, προχωρά σε καμπάνιες για ανακύκλωση, βιοαπόβλητα, τροφικά υπολείμματα και σταδιακά διαθέτει τους αντίστοιχους κάδους με τις ανάλογες οδηγίες. Αν, όμως, ο πολίτης αδιαφορεί, τότε το πρόβλημα με τις «υγειονομικές βόμβες» των ΧΥΤΑ δεν θα διορθωθεί ποτέ.