Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Eλπίζω αυτό το κείμενο να φτάσει με κάποιον τρόπο στο Μαξίμου και στα χέρια του πρωθυπουργού ως μια ανοιχτή έκκληση να μπει ένα μέτρο στην «τρομοκράτηση» του πληθυσμού της χώρας που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες, ειδικά μέσω μιας μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ.
Κύριε Πρωθυπουργέ, οι κάτοικοι αυτού του τόπου ανταποκρίθηκαν σχεδόν καθολικά στην έκκλησή σας τον περασμένο Μάρτιο για την εφαρμογή της «δημοκρατίας της πειθούς». Εν ολίγοις, σας άκουσε. Πίστεψε ότι η στέρηση ακόμη και βασικών ελευθεριών, η «καθήλωση» στο σπίτι, η απόσταση από τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον στενότερο συγγενή όπως η μάνα, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά, οι περιορισμένες μετακινήσεις, η τήρηση των υγειονομικών μέτρων που συστήθηκαν, η πολύ σκληρή εργασιακή «καραντίνα» που είχε επιπτώσεις σε ένα ευρύ φάσμα (από τηντηλε-εργασία, μέχρι τη μείωση αποδοχών ή και την απόλυση), ήταν μονόδρομος ώστε να αποφύγουμε τραγωδίες.
Η συνεργασία αυτή, Πολιτείας και πολιτών, παρά τις νέες πληγές στην οικονομία πάνω που είχε αρχίσει να στέκεται ξανά στα πόδια της, έδειξε ότι μπορούν να ανοιχθούν νέοι δρόμοι αμοιβαίας εμπιστοσύνης των δύο «πόλων», μια νέα οπτική συνεργασίας, σύμπλευσης, κατανόησης και θετικής αλληλεπίδρασης, εις βάρος των γνωστών χρόνιων παθογενειών. Ο πολίτης εξοικειώθηκε με την έννοια της «ατομικής ευθύνης», σε βαθμό που ο Τζον Κένεντι θα αισθανόταν απόλυτα δικαιωμένος για την περίφημη φράση του «μην ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά εσύ για τη χώρα σου». Η διασπορά του κορωνοϊού ελέγχθηκε, τα επίπεδα έπεσαν τόσο, ώστε ήταν ζήτημα χρόνου να έρθει η πρώτη ημέρα χωρίς κανένα κρούσμα. Τα μέτρα χαλάρωσαν, ο κόσμος άρχισε να επιστρέφει στους δρόμους, τις δουλειές του (όσοι δεν τις είχαν χάσει φυσικά), να ξαναβλέπει τα προσφιλή του πρόσωπα, να κινείται ελεύθερα επιτέλους.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, όμως, το κράτος έλαβε μια στρατηγική απόφαση, υψηλού ρίσκου: Να ανοίξει σταδιακά τα σύνορα και εν συνεχεία να υποδεχθεί τουρίστες, ακόμη κι από χώρες που υπέφεραν από τον ιό. Η αύξηση των κρουσμάτων ήρθε αυτονόητα και αναμενόμενα. Ωστόσο, όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η νέα άκρατη κινδυνολογία και οι υπόνοιες ή δημόσιες εισηγήσεις για νέα περιοριστικά μέτρα ή επαναφορά μέρους των προηγούμενων.
Είμαι βέβαιος ότι το ελληνικό κράτος διαθέτει, πλέον, επαρκείς μηχανισμούς και υγειονομικό εξοπλισμό, ώστε να κρατήσει υπό έλεγχο τη διασπορά των κρουσμάτων. Οι κάθε λογής τηλεοπτικοί «σύμβουλοι», με όποιον επιστημονικό μανδύα κι αν εμφανίζονται, καταξιωμένοι ή μη στον χώρο τους, (θεωρώ ότι) δεν έχουν καμία εξουσιοδότηση να βάζουν τους πολίτες αυτής της χώρας στον «τοίχο» και να τους προειδοποιούν για αυστηροποίηση των μέτρων, σαν να ευθύνονται εκείνοι που ξαφνικά εισρέουν κρούσματα από το εξωτερικό, στον «βωμό» της σωτηρίας του τουρισμού.
Αυτή τη φορά, κύριε Πρωθυπουργέ, πρόκειται για «κρατική ευθύνη», όχι «ατομική». Και καλό θα ήταν η κινδυνολογία των τελευταίων ημερών να σταματήσει άμεσα, με δική σας πρωτοβουλία. Διότι το ερώτημα, πλέον, δεν είναι τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για την χώρα μας, αλλά τι μπορεί να κάνει εκείνη για μας.