Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 7/01/2023
Το Μαρούσι είναι ένας από τους πιο ενδεικτικούς Δήμους για όποιον θέλει να φέρει ως παράδειγμα για το «ψάξιμο» που γίνεται στο λεγόμενο «κεντροαριστερό» μέρος του πολιτικού φάσματος, προκειμένου να υπάρξει μια σοβαρή και αξιόπιστη πρόταση ενόψει των δημοτικών εκλογών του Οκτωβρίου του 2023, μέσα από έναν μεγάλο αυτοδιοικητικό φορέα που θα καταφέρει να ενώσει τα κομμάτια του παζλ που συνθέτουν τη «μεγάλη εικόνα», ώστε να κοντράρει με αξιώσεις την κεντροδεξιά διοικούσα παράταξη.
Αν οι εκλογές γίνονταν σε 1-2 μήνες, θα λέγαμε ότι η προοπτική αυτή δεν είναι ικανή ούτε καν να «ανησυχήσει» τη δημοτική Αρχή, η οποία, με τον νέο εκλογικό νόμο που «τελειώνει» την απλή αναλογική, θα ήταν βέβαιο ότι θα κέρδιζε και την επόμενη πενταετή θητεία, αν όχι από τον πρώτο γύρο, τουλάχιστον στον δεύτερο. Και με αρκετή άνεση.
Οι κάλπες, όμως, θα ανοίξουν σε περίπου 9 μήνες. Και μάλιστα θα έχουν προηγηθεί οι βουλευτικές εκλογές. Οι οποίες θα διαμορφώσουν και το οριστικό σκηνικό, με φόντο το οποίο θα διεξαχθούν και οι αυτοδιοικητικές.
Ωστόσο, όποτε και να διεξαχθούν οι βουλευτικές εκλογές, με τις εκτιμήσεις να τις προσδιορίζουν στα μέσα προς τέλη της άνοιξης και με τις καλοκαιρινές διακοπές ανάμεσα, μπορεί το αποτέλεσμά τους να επηρεάσει την κρίση και γνώμη του εκλογικού Σώματος ενόψει των αυτοδιοικητικών, ωστόσο το διάστημα που θα έχουν οι κάλπες μεταξύ τους δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να υπάρξουν δραματικές εξελίξεις. Με λίγα λόγια, το τι θα πράξει η λεγόμενη «κεντροαριστερά», οι όποιες συζητήσεις, ζυμώσεις και συμφωνίες, θα πρέπει να έχουν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Με κύριο ζητούμενο και «στοίχημα» τη διαμόρφωση κοινής πολιτικής ατζέντας, αποδεκτής από όλα τα κομμάτια του (όποιου) παζλ. Και αμέσως μετά την επιλογή του «μπροστάρη» και όσων θα απαρτίζουν το ψηφοδέλτιο της παράταξης της οποίας θα ηγείται.
Πόσο εύκολα και εφικτά είναι αυτά σε Δήμους όπως το Μαρούσι, όπου έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια δίχως διευρυμένη κεντροαριστερή προσέγγιση; Κατά πόσο είναι διατεθειμένοι να επανέλθουν στο προσκήνιο άνθρωποι που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο παρελθόν στον συγκεκριμένο χώρο; Πόσο εύκολο είναι να μην υπάρξει τάση για κομματικό «καπέλωμα»;
Όλα θα φανούν στην πράξη. Προς το παρόν, αυτό που εμείς διαπιστώνουμε είναι ότι στα λόγια όλοι επιδιώκουν τη συνεργασία, αλλά κανείς δεν κάνει την πρώτη κίνηση. Όλοι ψάχνουν τις καλύτερες προϋποθέσεις και όρους για συνεργασίες, παρά το γεγονός ότι όλοι διαπιστώνουν το κενό που νιώθουν ότι είναι ανάγκη να γεμίσουν. Ίσως ο καταλύτης να είναι κάποιο ηγετικό πρόσωπο που θα σταθεί με αξιώσεις απέναντι στην τωρινή διοίκηση και θα συσπειρώσει κόσμο πίσω του. Αλλά και πάλι, ποιος μπορεί να το πει με σιγουριά;
Το βέβαιο είναι ότι ζυμώσεις θα υπάρξουν, όσο βέβαιο είναι ότι υπάρχει και ανάγκη ενός οργανωμένου και σοβαρού αντιλόγου ή αντιπρότασης απέναντι στο «αντίπαλον δέος». Μέσα από μια υγιή πολιτική αντιπαράθεση, αλλά και, γιατί όχι, συγκλίσεις σε μια σειρά από σημαντικά ζητήματα που ταλανίζουν την αυτοδιοίκηση. Το έχει ανάγκη η δοκιμαζόμενη, είναι αλήθεια, δημοκρατία μας μετά από μια δεκαετία σοβαρών αναταράξεων, με τεράστιο αντίκτυπο στους Δήμους και την καθημερινότητα των τοπικών κοινωνιών. Αρκεί αυτές να είναι οι προτεραιότητες και όχι η όψιμη εξυπηρέτηση προσωπικών ή στενά κομματικών επιδιώξεων. Χορτάσαμε με αυτά και μας έπεσαν και… βαριά.