Ο καλός συνάδελφος βάζει στο κινητό να παρακολουθήσει με καμάρι βίντεο από τη σχολική γιορτή της κόρης του, όπου η ίδια συμμετέχει ως κορυφαία της χορωδίας. Από το διπλανό γραφείο ακούγεται μια φωνή αγγελική. «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ…». Δεν το κρύβω, ρίγησα. Συγκινήθηκα πραγματικά. Είναι υπέροχο να ακούς τα νέα παιδιά να ερμηνεύουν με την ψυχή τους τραγούδια που είναι συνδεδεμένα με την πιο σημαντική στιγμή της νεότερης Ιστορίας μας. Την τελευταία, ίσως, πραγματικά μεγάλη στιγμή, αν με ρωτάτε την ταπεινή μου γνώμη. Αυτό το μνημειώδες έργο που ακούστηκε και εξακολουθεί να ακούγεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με τη σφραγίδα των «Παγκόσμιων» δημιουργών του, που άνοιξαν τα χέρια και κράτησαν μέσα τους όλη την Ελλάδα, είναι ευλογία να το τραγουδούν σήμερα τα παιδιά μας.
Αυτές τις μέρες της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, πάντα νιώθω ένα περίεργο ρίγος. Θες γιατί γεννήθηκα μόλις λίγα χρόνια μετά, όταν οι μνήμες ήταν ακόμα πολύ έντονες και τα κατάλοιπα της Επταετίας δεν είχαν ακόμα εξαλειφθεί από την κοινωνία, θες γιατί με κάποιον τρόπο, χωρίς να υπήρχαν έγκλειστοι στο χώρο της εξέγερσης, υπήρξε συμμετοχή και από το οικογενειακό μου περιβάλλον, θες γιατί ως μαθητής και αργότερα ως φοιτητής ένιωθα την ιστορική ευθύνη των γεγονότων, ήταν και παραμένει μια σημαντική επέτειος.
Δυστυχώς, όπως κάθε χρόνο, αποδεικνύεται ότι δεν είναι μια επέτειος που ενώνει, αλλά που διχάζει. Γιατί, πλέον, μετά από μισό αιώνα, εξακολουθούν κάποιοι και παίρνουν ξεκάθαρη θέση απέναντι στα ίδια τα γεγονότα, προσπαθώντας να κρύψουν την ιδεολογική τους συντριβή πίσω από δάχτυλα που δεν φτάνουν για να κάνουν τη δουλειά, όπως επιθυμούν. Πολιτικά πρόσωπα αποφεύγουν να κάνουν δηλώσεις για την ημέρα με την επεξήγηση «έλα μωρέ, ποιον ενδιαφέρει πια;», πολιτικά πρόσωπα που δεν μπορούν να αποφύγουν τη δήλωση αρκούνται σε τετριμμένα αναμασήματα, ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο διχασμός αρχίζει πλέον και ξεφεύγει με ύβρεις προς τους νεκρούς – «που δεν υπήρχαν» για κάποιους, αλλά ας μην ανοίξουμε αυτό το κεφάλαιο – για τη «γενιά του Πολυτεχνείου που κατέστρεψε τη χώρα», τους «βολεμένους» (ΠΑΣΟΚους κυρίως) και όλα όσα παλεύουμε για να υψώνουν τείχη ανάμεσά μας.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα ντοκιμαντέρ και αρχειακό υλικό κι αν έχω παρακολουθήσει, εκείνη η εικόνα του τανκ να μαρσάρει και να γκρεμίζει την πύλη θα με συγκλονίζει πάντα. Και αυτό γιατί δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα του τι θα έκανα αν ήμουν στη θέση των φοιτητών. Μέχρι τώρα στη ζωή μου έχω πάρει μέρος σε πολλές πορείες και διαδηλώσεις, αγωνιζόμενος και φωνάζοντας για όλα αυτά που «κουρέλια κάνουν τα όνειρά μας». Έχω φάει χημικό, δακρυγόνο και ξύλο για δυο ζωές από όλες τις κυβερνήσεις που πέρασαν από τα εφηβικά μου χρόνια και έπειτα. Και, όσο βαστούν τα ποδάρια μου, θα το ξανακάνω σε πρώτη ευκαιρία που θα χρειαστεί. Είναι το δικό μου χρέος απέναντι στα παιδιά μας, αλλά και απέναντι στους αγώνες που προηγήθηκαν. Όμως, είμαι βέβαιος ότι δεν θα είχα ποτέ το σθένος να σταθώ απέναντι σε ένα άρμα μάχης, που με σημαδεύει και, ενώ έρχεται κατά πάνω μου, δεν θα το έβαζα στα πόδια. Και αυτό κάνει το μεγαλείο της αντίστασης ακόμα μεγαλύτερο στα μάτια μου. Τα ιδανικά και οι αξίες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ήταν, πράγματι, πιο μεγάλα και από την ίδια τη ζωή.
Για πολλά χρόνια πήγαινα κάθε χρόνο στον χώρο του Πολυτεχνείου και άφηνα ένα λουλούδι, όπως χιλιάδες άλλοι συμπολίτες μου που αισθάνονται δέος απέναντι στην ίδια την ιστορία μας. Έχω γράψει τελευταία αρκετές «απουσίες», αλλά θα τις διορθώσω κι αυτές. Ακούγοντας τους στίχους του Ελύτη, είτε από τα χείλη της μικρής του συναδέλφου μου, είτε από τον Μπιθικώτση στο ραδιόφωνο είτε από 65.000 καρδιές που τραγουδούσαμε πέρσι το καλοκαίρι όλοι μαζί στο Καλλιμάρμαρο στην επετειακή συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, μόνο να δακρύσω από συγκίνηση μπορώ. Εμείς οι ίδιοι, ανόητοι άνθρωποι, είμαστε που αφήσαμε την ιστορία μας να ξεχαστεί. Που αφήσαμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης να σβήσει, αφημένοι στο κυνήγι εφήμερων απολαύσεων και επίπλαστων εξουσιών.
Παρ’ όλα αυτά, πάντα θα είμαι από εκείνους που θα πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμα χρόνος να το γυρίσουμε. Ελπίζω χωρίς να χρειαστεί να χυθεί αίμα. Γι’ αυτό θα παλεύω ακόμα περισσότερο. Στο χέρι μας είναι πάντα, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνα. Όταν οι καιροί το απαιτούσαν, οι Έλληνες δεν παρακάλεσαν ποτέ κανέναν. Ίσως κάποτε το ξαναβρούμε. Αρκεί εμείς οι ίδιοι να μη λησμονάμε τη χώρα μας…