Μέρες που είναι, είναι περίοδος απολογισμών και εξομολογήσεων. Ας ανοίξουμε, λοιπόν, τις καρδιές μας. Συζητώ καθημερινά με πολύ κόσμο. Γνωστό, άγνωστο, φιλικό, ανθρώπους που με αντιπαθούν, άλλους που με βαριούνται, ανθρώπους που σέβονται τη γνώμη μου, άλλου που δεν νιώθουν την παραμικρή εκτίμηση… είναι η φύση της δουλειάς που θα επικοινωνώ με ανθρώπους είτε δια ζώσης, αρκετά τηλεφωνικά και ως επί το πλείστον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι μια ευχάριστη διαδικασία, αν και τις περισσότερες φορές γίνεται κουραστική, υπό το βάρος της ανοησίας, της αναίδειας και ενίοτε της κακίας του κόσμου. Μια ματιά στα σχόλια που γράφονται κατά καιρούς σε διάφορες αναρτήσεις, είναι ικανά να διαλύσουν την ηρεμία ακόμα και του πλέον ήρεμου ανθρώπου στον πλανήτη.
Ακόμα κι αυτό, όμως, μπορώ να το διαχειριστώ. Ξέρετε τι δεν μπορώ να αντέξω άλλο; Αυτή την ξεδιάντροπη αναίδεια τύπων σαν τον γνωστό «Φραπέ» του ΟΠΕΚΕΠΕ και των συν αυτώ πολιτικών και μη συσχετιζόμενων, που αποτυπώνουν τις αιτίες που ούτε εμείς, ούτε τα παιδιά μας, ούτε τα εγγόνια μας θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή.
Κάτι τύποι αγροίκοι, άξεστοι και ανερμάτιστοι, έχουν ξεκοκαλίσει το δημόσιο χρήμα, τις θέσεις και τις ευκαιρίες και μαζί έχουν καταβροχθίσει τα όνειρα και τις ελπίδες μιας ολόκληρης χώρας, με τις πλάτες ενός πολιτικού συστήματος που γαλουχήθηκε ότι το Κράτος και οι ζωές μας τους ανήκουν.
Και όλα αυτά, με μια έπαρση και μια αλαζονεία, απέναντι στους θεσμούς και την κοινωνία, του στυλ ότι μπορούν να εξαπατήσουν, να μοιραστούν τα πάντα μεταξύ τους, να συγκαλύψουν και στο τέλος τέλος να μας έχουν όλους γραμμένους όπου τον βολεύει τον καθένα, γιατί δεν τους αγγίζει κανένας. Μέσα στην Εξεταστική επιτροπή και σε ζωντανή σύνδεση με όλη την Ελλάδα, πουλάνε παραμύθια ότι ένας 19χρονος μπορεί με τη δουλειά του, που ο πατέρας του δεν ξέρει ποια είναι, να αγοράσει ένα αυτοκίνητο που κοστίζει όσο πέντε, δέκα ή και περισσότερα ετήσια εισοδήματα για την πλειονότητα της κοινωνίας. Και να σε ρωτούν βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που προσπαθούν να ξεδιαλύνουν ένα τεράστιο σκάνδαλο κι εσύ με ύφος Λουδοβίκου να τους απαξιώνεις αρνούμενος να απαντήσεις.
Ξέρετε τι με θυμώνει, όμως, ακόμα περισσότερο; Δεν είναι ούτε αυτοί που κάνουν αυτά, ούτε εκείνοι οι κουστουμάτοι που τους έβαλαν, ούτε ίσως οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, που σε μία κανονική χώρα – ό,τι και να σημαίνει αυτό – θα έπρεπε να κάνουν ουρά έξω από την αίθουσα και μόλις τελείωναν αυτές οι κακόγουστες παραστάσεις, να τους τσιμπούσαν από το γιακά και να τους κάθιζαν επιτέλους στο σκαμνί.
Πιο πολύ με θυμώνει η κοινωνία, που βλέποντας αυτό το έργο ξανά και ξανά, αρχίζει και το συνηθίζει. Καταπίνει αμάσητη την αρρώστια και τη σαπίλα και αποδέχεται ότι, αν έχω πλάτες, μπορώ να κάνω ό,τι μου γουστάρει και να μην δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Μια κοινωνία που, όχι μόνο δεν καταδικάζει, αλλά στηρίζει «Φραπέδες» και «Χασάπηδες» και «Μάκηδες» που έχουν κάνει τη χώρα ιδιοκτησία τους με το έτσι θέλω, την ώρα που «ενοχλούνται» από τους αγρότες που, έχοντας βιώσει την αδικία στο πετσί τους, αντιδρούν, έστω κι αν κάποιες φορές όχι με ιδιαίτερα κόσμιο τρόπο.
Μια κοινωνία που, ενώ ζει σε ομηρία, συνεχίζει να χειροκροτά ένα στρεβλό σύστημα, που όχι μόνο μαζεύεται, αλλά αποθρασύνεται.
Ναι, αυτό με ενοχλεί περισσότερο. Που η κοινωνία νομίζει ότι, επειδή δεν πίνει πλέον η ίδια φραπέ γλυκό με γάλα και το γύρισε στον φρέντο καπουτσίνο με γάλα αμυγδάλου, θα μπορέσει να αποκτήσει κι αυτή Λαμποργκίνι, όπως ο άλλος ο «Φραπές». Λυπάμαι που θα σας το χαλάσω, αλλά, όταν η ίδια κοινωνία αντιληφθεί πόσο φθηνά έχει ξεπουλήσει τις ηθικές της αξίες και τι βόθρο έχει κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές, αυτό που θα της έχει απομείνει είναι δυο γουλιές από τον πικρό ελληνικό της παρηγοριάς, την ώρα που οι «Φραπέδες» αυτού του κόσμου, θα συνεχίσουν να πίνουν σαμπάνιες στην υγειά των κορόιδων.









































































































