Editorial – Γράφει ο Γιάννης Μπεθάνης
Eίμαι ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που έμεινε δίχως ρεύμα λόγω «Μήδειας».
Συγκεκριμένα, εγώ και η οικογένειά μου γυρίσαμε στα… 1750 μ.Χ. για 32 ώρες. Τόσο κράτησε η «μηχανή του χρόνου». Και ήμασταν και από τους… «τυχερούς» της υπόθεσης. Βλέπετε, δεν μας είχε κοπεί και το νερό μαζί, όπως αλλού, ούτε φτάσαμε στις 3 ημέρες δίχως ρεύμα. Τυγχάνει, δε, να υπάρχει κι ένα τζάκι και, ευτυχώς, απόθεμα σε ξύλα, που εδώ και χρόνια το κοιτούσα και έλεγα «για παν ενδεχόμενο, ποτέ δεν ξέρεις». Άλλωστε, πάντα είχα τις επιφυλάξεις μου για την επάρκεια του κρατικού μηχανισμού σε αυτή τη δύσμοιρη χώρα που ζούμε. Στα βόρεια προάστια μένω, το ρεύμα πέφτει εκεί που δεν το περιμένεις. Μια κατάσταση που ζούμε χρόνια, αλλά μόνο για μερικές ώρες κάθε φορά. Πότε τον χειμώνα λόγω χιονοπτώσεων ή σφοδρού αέρα, πότε το καλοκαίρι που τα κλιματιστικά δουλεύουν φουλ, είναι και ο εξοπλισμός του δικτύου παλαιών εποχών σε πολλά σημεία… Επομένως, στη συνήθη ερώτηση συγγενών και φίλων «γιατί δεν ανάβεις το τζάκι και το έχεις να το… κοιτάς», η απάντηση, δυστυχώς, έμελλε να έρθει με πολύ οδυνηρό τρόπο από την «Μήδεια»:
Καμία εμπιστοσύνη στον κρατικό μηχανισμό. Και δεν το γράφω ούτε με νεύρα, ούτε με οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Με προβληματισμό το γράφω. Και με στενοχώρια, για τα σπίτια εκείνα που ούτε τζάκι είχαν ούτε καν σόμπα άνευ ρεύματος, για να ζεσταθούν, έστω υποτυπωδώς…
Μια χώρα υπερφορολογημένων πολιτών που δεν έχει να περιμένει μια σοβαρή απάντηση στο ρημάδι το ερώτημα «πού πάνε τα λεφτά μας». Μια κοινωνία που εδώ και χρόνια οδεύει από θεομηνία σε τραγωδία κάθε φορά που το φαινόμενο είναι «πρωτοφανές» όπως λέει και η ξύλινη δημοσιογραφική και πολιτική γλώσσα, μήπως και δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Στο μεταξύ είναι τόσοι πολλοί οι χιονιάδες, οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές που χαρακτηρίζονται ως «πρωτοφανείς», ώστε η λέξη να έχει χάσει τη σημασία της και να μοιάζει για κακόγουστο αστείο, ου μην και ειρωνεία κατάμουτρα στον φορολογούμενο πολίτη.
Ο οποίος, τον τελευταίο χρόνο, απορημένος και εκνευρισμένος μαζί, παρακολουθεί μια νέα κρατική πολιτική, απόρροια των χειρισμών της πανδημίας: Προληπτικές απαγορεύσεις. Ένα ανησυχητικό βόλι στο σώμα της Δημοκρατίας. Ένα κράτος, δηλαδή, που δίνει την εντύπωση ότι «επειδή δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα σε διάφορους κομβικούς τομείς με τους τρόπους που όφειλα να έχω εφαρμόσει, για να έχετε επιτέλους και πειστική απάντηση στο ρημάδι το ερώτημα “που πάνε τα λεφτά μας”, απαγορεύω προληπτικά». Μέτρα, κι άλλα μέτρα, πολλά μέτρα. Και λογαριασμό δεν δίνουμε κιόλας.
Η κοινωνία μας βουτάει χρόνο με τον χρόνο όλο και περισσότερο στον βούρκο της στασιμότητας, της παθογένειας, της κομματικής τύφλωσης, της ανεπάρκειας, της ανικανότητας, αλλά κυρίως της πολιτικής βούλησης. Διότι είναι θέμα πολιτικής βούλησης να έχεις υγεία, μέσα μεταφοράς, πολιτική προστασία, παιδεία, αυτοδιοίκηση, επικοινωνίες, ενέργεια και νερό που αρμόζει σε χώρα – μέλος της Ε.Ε. και μάλιστα εν έτει 2021.
Δυστυχώς, δεν έχουμε τίποτα από αυτά. Και το ρημάδι το ερώτημα παραμένει: «Πού πάνε τα λεφτά μας»;