Όλοι μας έχουμε συναντήσει στο δρόμο της ζωής μας ανθρώπους σκληρούς, δύσκολους, με ελάχιστη ενσυναίσθηση. Λίγο πολύ, έχουμε πέσει σε ανθρώπους σκληρόπετσους, πικρόχολους και ανάλγητους σε διάφορες φάσεις της πορείας του καθενός από μας.
Αυτό που συμβαίνει όμως με την κυβερνητική προκλητικότητα απέναντι στις οικογένειες των θυμάτων των Τεμπών, ξεπερνάει κάθε όριο ανοχής, αντοχής και υπομονής.
Μετά την πρόσκαιρη και, όπως αποδείχθηκε, παντελώς αναληθή «υποχώρηση» του Πρωθυπουργού, με την συνέντευξη – ομολογία ενοχής, στην οποία υποστήριξε πως νιώθει τον πόνο των οικογενειών και πρώτος εκείνος επιθυμεί τη διαλεύκανση της υπόθεσης, ακολούθησε μια μικρή ύφεση επιθετικότητας των κυβερνητικών στελεχών και κάποιοι πίστεψαν αφελώς ότι «μπορεί και να τα εννοεί».
Φευ και πριν περάσουν ελάχιστες ημέρες από εκείνη την, ομολογουμένως πολύ καλά μελετημένη, παράσταση, αυτό που ακολούθησε υπερβαίνει κάθε έννοια ύβρεως. Σύσσωμο το κυβερνητικό επιτελείο, συνεπικουρούμενο από τον στρατό των φίλα προσκείμενων ΜΜΕ και διαδικτυακών «ελεύθερων σκοπευτών» έχει επιδοθεί σε μια ανελέητη επίθεση κατά των διεκδικήσεων των συγγενών των θυμάτων, ξεστομίζοντας απείρου αίσχους εκφράσεις.
Και στο επίκεντρο των επιθέσεών τους, η πρόεδρος του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών, Μαρία Καρυστιανού, για την οποία επιχειρείται μια τεράστια απόπειρα δολοφονίας χαρακτήρα και αποδόμησης του αγώνα της για να δικαιωθεί η μνήμη του παιδιού της. Και για μια ακόμα φορά, προφανώς πιστεύοντας ότι μιλούν σε ιθαγενείς, επιχειρούν να συνδέσουν τον αγώνα αυτόν με πολιτικά υποκινούμενα ερεθίσματα. Και αυτό είναι που το κάνει ακόμα πιο εξοργιστικό.
Την ώρα που μάρτυρες της υπόθεσης παθαίνουν περίεργα «δυστυχήματα» και που η σωρός του Βασίλη Καλογήρου ακόμα δεν έχει κρυώσει στο χώμα, οι χυδαιότητες εκτοξεύονται πλέον εντελώς αφιλτράριστα. Μέχρι και ότι τον δολοφόνησαν συγγενείς των θυμάτων για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους περί συγκάλυψης των υπευθύνων τόλμησαν να ξεστομίσουν.
Την ίδια ώρα, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας επιδίδονται σε έναν ακόμα απογοητευτικό δρόμο μίσους, παίρνοντας ξεκάθαρα θέση υπέρ του «τέρατος», ενώ σταδιακά ξεπηδούν από τα σεντούκια ακροδεξιοί «σκελετοί», προσφέροντας έστω και κατά τον επιθανάτιο πολιτικό τους ρόγχο αγνώστου προελεύσεων υπηρεσίες.
Μπροστά σε όλο αυτό, δεν υπάρχει κάποιος να σχολιάσει το παραμικρό. Αλλά, επειδή ακόμα κάποιοι συμπεριφέρονται λες και το Κράτος και όλοι οι θεσμοί είναι περιουσία τους κι εμείς ανάξιοι να τους απολαύσουμε, να τελειώνουμε με τα ερωτηματικά.
Να μας πουν τα λαλίστατα κυβερνητικά στελέχη, πρέπει ή δεν πρέπει να καθίσουν στο σκαμνί οι υπεύθυνοι αυτής της μαζικής δολοφονίας, όποιοι κι αν είναι αυτοί; Πρέπει ή δεν πρέπει να διερευνηθεί αυτός ο περίεργος θάνατος ενός ανθρώπου που άθελά του σχετίζεται με την υπόθεση; Χρειάζεται πολιτική υποκίνηση μια μάνα που έχασε το παιδί της για να ψάξει, να φωνάξει, να διεκδικήσει να τιμωρηθούν αυτοί που τερμάτισαν τα όνειρα τόσων οικογενειών;
Κι επειδή πλέον ο λαός δείχνει ότι το «κουτόχορτο» το καταπίνει αμάσητο ακόμα, αλλά κάποιες φορές καταλαβαίνει ότι η γεύση του δεν του αρέσει, ας μας εξηγήσουν οι κυβερνώντες το 80% των πολιτών που σε πρόσφατη δημοσκόπηση εξέφρασαν την έλλειψη εμπιστοσύνη τους στο θεσμό της δικαιοσύνης, είναι κι αυτοί πολιτικά υποκινούμενοι;
Το καινούριο αφήγημα πλέον οδηγεί ξεκάθαρα σε νέο διχασμό. Το «Μητσοτάκης ή ζούγκλα» που σπεκουλάρεται εδώ και μέρες, τελικά μόνο σε μία επιλογή οδηγεί. Η 28η Φεβρουαρίου δεν είναι πολύ μακριά. Και, προφανώς, κάποιοι τρέμουν πολύ για το τι μπορεί να φέρει.