Tο θέμα που προέκυψε τις τελευταίες ημέρες με το μπλοκάρισμα λογαριασμών όσων έχουν βεβαιωμένες οφειλές προς τον Δήμο Αμαρουσίου από τις τράπεζες, έχει προκαλέσει μεγάλη δημόσια συζήτηση, με τον δήμαρχο Γιώργο Πατούλη να έχει αποκτήσει το… παρατσούκλι «εισπράκτορας». Πόσο δίκαιο ή άδικο είναι αυτό;
Κατ’ αρχάς, πολύ σωστά ο Δήμος Αμαρουσίου απέστειλε εξώδικο στις τράπεζες να αποδεσμεύσουν τους λογαριασμούς και να δεσμεύουν μόνο το ποσό της οφειλής για τα δημοτικά ταμεία. Γιατί, όμως, έπρεπε να γίνει αυτό «κατόπιν εορτής»; Ή μήπως δεν θα γινόταν και καθόλου αν δεν έπαιρνε το θέμα αυτές τις διαστάσεις;
Την ίδια στιγμή, ο Γ. Πατούλης έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι ο νόμος όντως πιέζει τους Δήμους για την αύξηση των εσόδων μέσω της είσπραξης οφειλών που χρονίζουν και μάλιστα προβλέπει και διοικητικές επιπτώσεις σε περίπτωση μη εφαρμογής του. Ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, και τη δέσμευση λογαριασμών. Από την άλλη ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό;
Μήπως, όμως, και η διοίκηση δεν πρέπει να τα «ρίχνει» όλα στους νόμους του κράτους για το μπάχαλο που δημιουργήθηκε; Μήπως, όντως, τα πάντα έγιναν με προχειρότητα, βιασύνη και μη επαρκείς υποδομές από πλευράς προσωπικού, ώστε να στηθεί ένας σοβαρός, αξιόπιστος και με φιλική (προ)διάθεση προς τον οφειλέτη μηχανισμός; Και στο κάτω – κάτω, θα πει κάποιος, γιατί δεν αρχίζει ο Δήμος Αμαρουσίου την είσπραξη των οφειλομένων από τα δεκάδες εκατομμύρια που έχει λαμβάνειν από υπερτοπικές μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εντός των ορίων του, αντί να ταλαιπωρεί εκατοντάδες πολίτες για μικροποσά;
Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η πιο «προσιτή» στον Έλληνα πολίτη, αυτόν που έχει συνηθίσει να επιρρίπτει τις ευθύνες στο δημόσιο και εκείνος να βγάζει την ουρά του απ’ έξω.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε και την άλλη, τη «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», εκείνη που κανείς δεν θέλει να επισκεφθεί.
Ένα μεγάλο μέρος των οφειλών αυτών, αφορά σε κλήσεις. Και μάλιστα κλήσεις που έχουν κοπεί προ ετών. Προ μνημονίων κιόλας. Και όταν κόβεται κλήση, αυτό γίνεται επειδή κάποιος, κάπου, κάποτε, παρανόμησε. Κι όμως, οι οικονομικές υπηρεσίες των Δήμων έχουν γεμίσει από τέτοιες οφειλές γιατί, ως γνωστόν, ο Έλληνας, και να παρανόμησε, ή θα ψάξει τρόπους να «σβήσει» την κλήση του ή δεν θα πάει ποτέ να την πληρώσει. Και αναρωτιόμαστε: Εφόσον δεν κατάφερες να «σβήσεις» την κλήση σου, είναι τόσο δύσκολο να παραδεχθείς ότι παρανόμησες και να πας να πληρώσεις το πρόστιμο που σου αναλογεί; Μήπως τέτοιες νοοτροπίες του τύπου «ό,τι γουστάρω κάνω, κι άμα θέλουν ας πράξουν να με βρουν» ταλαιπωρεί σήμερα όλους αυτούς τους μικροοφειλέτες; Μήπως αν είχαν πληρώσει εγκαίρως (επαναλαμβάνουμε, για παραβάσεις που οι ίδιοι έκαναν), θα ήταν και λιγότερο δύσκολα τα πράγματα στα δημόσια ταμεία, ώστε κανείς πρωθυπουργός ή δήμαρχος να μην πρέπει να βγει με το «τουφέκι» να εισπράξει; Κι ας μην πιάσουμε άλλες, πιο «πονεμένες» υποθέσεις, όπως η τακτοποίηση αυθαιρέτων κ.ά..
Ένα κράτος, ένας Δήμος, απαρτίζεται από τις αρχές και από τους πολίτες. Αν και οι δύο δεν στέκονται στο ύψος των υποχρεώσεών τους προς αλλήλους, το αποτέλεσμα θα είναι αυτά τα αλαλούμ που διαρκώς ζούμε σε τούτη τη χώρα.