Αυτό ήταν λοιπόν το μεγάλο και αδιαμφισβήτητο νόημα της λαϊκής ετυμηγορίας, το νόημα του πολιτικά ενιαίου χάρτη, του γεγονότος ότι σε καμιά περιοχή της Ελλάδας δεν επικράτησε το «ΝΑΙ» -δηλαδή η άποψη «τι να κάνουμε; ας υποστούμε κι άλλη λιτότητα -αρκεί να παραμείνουμε στο ευρώ». Παντού, αντίθετα, επικράτησε το «ΟΧΙ» -η άποψη «με κάθε τρόπο όχι στη λιτότητα, ακόμα κι αν ξέρουμε -κι αν δεν ξέραμε, με τόση προπαγάνδα Σουλτς και Ντάισελμπλουμ και με τις τράπεζες κλειστές, το καταλάβαμε- ότι ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος να υποχρεωθούμε σε έξοδο από την ευρωζώνη». Ή, για να το εκφράσουμε αλλιώς, «Αλέξη προχώρα, μη φοβάσαι -καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μάχη, αντέχουμε, σε στηρίζουμε».
Στα τηλεοπτικά πάνελ, υπήρχαν όμως και κάποιοι άλλοι πολιτικοί και αναλυτές (πιο πονηροί αυτοί) που έσπευσαν να προσωποποιήσουν αυτό το «Αλέξη, μη φοβάσαι!». Γρήγορα παρακάμπτοντας όλα τα προσχηματικά που συνήθως υποστηρίζουν περί του λαϊκισμού (ως αδιαμεσολάβητης σχέσης ανάμεσα στο χαρισματικό ηγέτη και τον περιούσιο «λαό»), υποστήριξαν πως τόσο η συγκέντρωση του Συντάγματος, όσο και το ίδιο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν -πολύ απλά- προσωπικό επίτευγμα του Αλέξη. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, λ.χ., το τόνιζε συνέχεια: «είναι μια προσωπική νίκη του κυρίου Αλέξη Τσίπρα» έλεγε και ξανάλεγε.
Το επιχείρημα είχε μεγάλο ενδιαφέρον και γρήγορα κέντρισε την προσοχή των πιο προικισμένων μιντιακών αστέρων. Αφού επαινούσε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, αναισθητοποιούσε τα ανακλαστικά όλων όσων είχαν συμμετάσχει στη γιγάντωση του βαθιά πολιτικού μηνύματος «Αλέξη μη τους φοβηθείς, είμαστε μαζί σου!». Κανείς δε διαφωνεί με μια άποψη που πιστώνει αρετές στον επικεφαλής της παράταξής του. Μέσα από αυτή τη φαινομενικά άδολη παραδοχή κυοφορούνταν όμως δυο βασικά αντιδραστικά διαβήματα. Το πρώτο ήταν η ακύρωση της κοινωνικής-ταξικής και πολιτικής σημασίας του αποτελέσματος. Στο πλαίσιο της προσωποπαγούς ανάλυσης, το γεγονός, λ.χ., ότι στη Β’ Πειραιά το «ΟΧΙ» πήρε 72,51%, ενώ στο Ψυχικό και την Εκάλη το «ΝΑΙ» συγκέντρωσε αντίστοιχα 77,98% και 84,62% (!) έτεινε να υποβαθμιστεί ως ασήμαντο. Και ο λόγος ήταν απλός: Όσοι ψήφισαν υπέρ του «ΟΧΙ» είχαν κατά βάση επηρεαστεί από τον Αλέξη – η νίκη ήταν δική του προσωπική! Με την πάροδο των ωρών, το συμπέρασμα αυτό άρχισε να εδραιώνεται στις βασικές δημοσιογραφικές αναλύσεις με ταχύτητα ιλιγγιώδη και τεκμηρίωση που, καθώς θεωρούνταν αυτονόητη, μπορούσε και να παραλείπεται: το «ΟΧΙ» δεν ήταν νίκη κάποιας κοινωνικής ομάδας, κάποιου πολιτικού σκεπτικού ή ρεύματος, ήταν προσωπική νίκη του «κυρίου Αλέξη Τσίπρα» -όπερ έδει δείξαι (όπως θα έλεγε, αν είχε την ευκαιρία, και ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ με τα άψογα ελληνικά)…
Το ανακριβές και υποβολιμαίο αυτό επιχείρημα (που διαστρέφει τη φυσιογνωμία, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, προσβάλλοντας παράλληλα τόσο τους χιλιάδες αγωνιστές της βάσης όσο και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα), δεν είχε ως μόνο στόχο την αποπολιτικοποίηση του αποτελέσματος. Αποσκοπούσε επίσης σε κάτι που, αν και διατυπώθηκε μόνο δια μέσου των γραμμών, ήταν αυτό που έδινε στο όλο εγχείρημα τον κύριο στρατηγικό του προσανατολισμό. Η λογική του έχει ως εξής: Αφού η νίκη είναι του Αλέξη (και κανενός άλλου), ο Αλέξης νομιμοποιείται να την κάνει ό,τι θέλει -είναι πανίσχυρος! Πανίσχυρος όμως με μια πολύ συγκεκριμένη και στενή έννοια. Όχι πανίσχυρος για να βάλει τέλος στη λιτότητα, αλλά πανίσχυρος εντός του ΣΥΡΙΖΑ! Πρόκληση του Αλέξη, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, δεν είναι να δείξει ότι δε φοβάται τους δανειστές, αλλά ότι δεν φοβάται κανέναν αριστερό εντός ή περί τον ΣΥΡΙΖΑ -κανέναν από όλους αυτούς τους «ιδεοληπτικούς» που ενοχλούνται από το όραμα του εργασιακού μεσαίωνα εμποδίζοντάς τον να συνάψει μια συμφωνία λιτότητας. Ο Σταύρος Θεοδωράκης δε χάνει ευκαιρία να τονίσει ότι αυτό είναι άλλωστε το βασικό καθήκον κάθε πρωθυπουργού που θέλει να σέβεται το όνομά του.Αν είναι κάτι, λοιπόν, που η πραγματικότητα αυτή αποκαλύπτει, είναι πως, αντί για έπαινο, οι φιλοφρονήσεις προς τον Αλέξη Τσίπρα υπήρξαν στην πραγματικότητα ύβρεις -ύβρεις που ο κάθε εχέφρων αριστερός ηγέτης θα έσπευδε πάραυτα να επιστρέψει στους αποστολείς τους.
Καθώς όμως, κάπου εδώ, η ιστορία αρχίζει να προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του δράματος, η αφήγηση δεν μπορεί παρά κι αυτή να αλλάξει ρυθμό…
Το μετέωρο βήμα…
Λίγα μόνο λεπτά μετά την ανακοίνωση της παραίτησης Σαμαρά, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την πρόθεσή του να υποβάλλει αίτημα για σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Το 61,3% ζήτησε από το 38,7% στήριξη για να γίνει …τι ακριβώς; Για να υποστηριχθεί, υποτίθεται, η «εθνική προσπάθεια» -έτσι, χωρίς πολιτικό πρόσημο. Το κόμμα του «όχι στη λιτότητα» ζήτησε από τα κόμματα της λιτότητας στήριξη …σε τι ακριβώς; Στην προσπάθεια να πεισθούν οι «εταίροι» να συζητήσουν ένα πρόγραμμα που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι υφεσιακό, δεν μπορεί παρά να είναι …περισσότερη λιτότητα!Πρόκειται για απόλυτη αντιστροφή της λαϊκής ετυμηγορίας με συνοπτικές και άκρως αδιαφανείς διαδικασίες, σαν κι αυτές που οδήγησαν τα πολιτικά κόμματα στην απαξίωση -διαδικασίες του τύπου «ψηφίζω άσπρο και από την κάλπη βγαίνει μαύρο»- που, ως τώρα, χαρακτήριζαν τη λειτουργία των παλαιών κομμάτων, όχι όμως και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως ήταν φυσικό, η δραματική αντιστροφή όχι μόνο νεκρανάστησε τους ηττημένους, αλλά γι’ αυτούς εντελώς ανέλπιστα και αναπάντεχα, επέβαλε και την ξαφνική επαναφορά του δικού τους πολιτικού μηνύματος στο κέντρο της προσοχής -και μάλιστα νομιμοποιημένα. Αυτή τη φορά τα ΜΜΕ δε χρειάζονταν να προβούν σε λογικές ακροβασίες προκειμένου να διαστρέψουν το νόημα της επικράτησης του «ΟΧΙ» -αρκούσε η λεπτομερής περιγραφή όλων των παραλειπόμενων από την πολύωρη συνάντηση των αρχηγών υπό τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δεν παρέλκει πάντως να εκφράσει κανείς εδώ και μια πονετική σκέψη και για τον αποχωρήσαντα Σαμαρά -για τον ηγέτη που, λίγα μόνο λεπτά μετά την παραίτησή του, είδε την πρόταση που πρώτος αυτός είχε διατυπώσει περί «εθνικής συνεννόησης» (του πολιτισμένου δηλαδή τρόπου για να πει κάποιος «οικουμενική αποδοχή της λιτότητας και τα κεφάλια μέσα») να γίνεται αποδεκτή και να υλοποιείται από τον θριαμβευτή του δημοψηφίσματος στην κορύφωση του προσωπικού του υποτίθεται θριάμβου.
Όπως όμως και προηγουμένως τονίστηκε, ο θρίαμβος αυτός κάθε άλλο παρά προσωπικός ήταν. Ήταν αντίθετα συλλογικός και κινηματικός -και τώρα, την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, βρίσκεται στη θέση της πολιτικά μετέωρης ικεσίας στις άγριες βλέψεις των δανειστών. Αποτελεί μέγιστη ειρωνεία της ιστορίας ότι η διαχείριση αυτής της εξαιρετικά περήφανης νίκης (που αν ψάξουμε πιο επισταμένα την ιστορία του λαϊκού κινήματος, μπορεί και να είναι πρωτοφανής) μετατράπηκε -λίγες μόνο ώρες μετά την επίτευξή της- στο ακριβώς αντίθετο: Η διαχείριση του «ΟΧΙ», έγινε ως εάν το αποτέλεσμα να ήταν πράγματι «ΝΑΙ»… Και αυτό ανοίγει το μείζον ερώτημα Γιατί;