Η απάντηση που -έτοιμα από καιρό- τα ΜΜΕ έσπευσαν να δώσουν ήταν βέβαια το γνωστό «ΤINA» -There Is No Alternative-, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Χωρίς διόλου να προβληματίζει ότι έμπρακτα συνεπάγεται και κατάλυση της δημοκρατίας (: αφού δεν υπάρχει εναλλακτική, προς τι η διαβούλευση και οι εκλογές;), αυτό το άθλιο Θατσερικό ακρωνύμιο είναι άλλωστε και το απαύγασμα της αστικής πολιτικής σκέψης στην αυγή του 21ου αιώνα. Το παράδοξο «Γιατί;» που πρέπει πάραυτα να διερευνηθεί αφορά το ότι στην ίδια αυτή λογική «ΤΙΝΑ» φάνηκε να προσχωρεί και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα αποτολμήσω μιαν επιγραμματική απάντηση-ερμηνεία: Η αντιστροφή, η παραποίηση της λαϊκής εντολής, δεν έγινε από κακούς ή προδότες -έγινε από ιδεολογική αφέλεια και αντανακλά πολιτικό έλλειμμα. Αυτό το έλλειμμα είναι που αδήριτα προετοίμασε αποδοχή της άποψης ότι «δεν υπάρχουν εναλλακτικές». Όμως εναλλακτικές υπάρχουν, και σε αυτές προσβλέπουν εκατομμύρια -όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκόσμια.
Τι καθήκοντα;
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να εκτεθούν με λεπτομέρεια εδώ -όμως το βασικό τους περίγραμμα είναι αρκούντως ξεκάθαρο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο, που επισημαίνοντάς το κανένας πλέον δεν πρωτοτυπεί. Μεταξύ άλλων, ενέχει άμεσο κοινωνικό έλεγχο και εθνικοποίηση των τραπεζών (που για να ορθοποδήσουν πήραν από τα χρήματα των φορολογουμένων πάνω από 200 δισ. σε μετρητά και εγγυήσεις κι όμως εξακολουθούν να λειτουργούν ουσιαστικά ανεξέλεγκτες), την άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών για να αφαιρεθεί από την ΕΚΤ και τους υπόλοιπους «θεσμούς» η δυνατότητα να ασκούν ωμό εκβιασμό (πρακτικά τη γρήγορη προετοιμασία για τη δημιουργία παράλληλου νομίσματος) και, βέβαια, μέτρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση που μπορεί να έρθει μόνο ως αποτέλεσμακοινωνικής συμμετοχής και σχεδιασμού της οικονομίας κατά κλάδο παραγωγής αντί για την έωλη προσδοκία επενδύσεων με χαριστικές αναθέσεις έργων, το ξεπούλημα του εθνικού πλούτου αντί πινακίου φακής καιεργασιακές συνθήκες γαλέρας. Πιθανή υιοθέτηση αυτού του δρόμου πράγματι θα προκαλούσε «ρήξη» με τους περιβόητους «θεσμούς» -όμως αυτός ο δρόμος όχι μόνο δεν θα απομόνωνε την Ελλάδα όπως κατά κόρον λέγεται και γράφεται, αλλά θα την έβαζε στο κέντρο των εξελίξεων: σ’ ένα δρόμο δύσκολο αλλά τόσο ελπιδοφόρο όσο ελπιδοφόρο ήταν και το μήνυμα που εξέπεμψε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Την ώρα που το οξύμωρο αυτό αφήγημα («οξύμωρο», ας επαναλάβω, διότι αφηγείται πώς μια αδιαμφισβήτητη νίκη μπορεί και να μετατραπεί σε αδιαμφισβήτητη ήττα) ολοκληρώνεται, δεν είναι γνωστό αν οι δανειστές θα δεχτούν τη λιτότητα που θα τους προταθεί από την ικέτιδα ελληνική πλευρά. Μπορεί ναι, μπορεί όμως και όχι: οι δανειστές έδειξαν ως τώρα αρκετές φορές πως πρόθεσή τους είναι ο πλήρης εξανδραποδισμός του ελληνικού αριστερού σκιρτήματος, προς παραδειγματισμό όλων των άλλων ευρωπαϊκών λαών που είναι έτοιμοι να ξεσπάσουν κι αυτοί σε ανάλογα εγχειρήματα. Ως εκ τούτου, το σχετικό διακύβευμα είναι γι’ αυτούς εξαιρετικά σημαντικό και, όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί, είναι κατά βάση πολιτικό. Σε μια τέτοια περίπτωση, και παρά την ήδη διαπιστωμένη ταπείνωση της ελληνικής πλευράς (το κείμενο συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών δηλώνει ό,τι περίπου υποστήριζε και η καμπάνια του «ΝΑΙ»: μια πρόθεση παραμονής στην ευρωζώνη με κάθε τίμημα), δεν αποκλείεται οι αντι-προτάσεις τους να είναι τέτοιας συντριπτικής υφής που να μην είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκτές, και να έχουμε επιστροφή του εκκρεμούς σε μια πορεία διεκδίκησης της εξόδου από τη λιτότητα -ένα νέο διάβημα ρήξης. Όμως για να επιχειρηθεί και να τελεσφορήσει κάτι τέτοιο, θα πρέπει άμεσα να προετοιμαστεί. Η βάση και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή-λαϊκή βάση, όλοι όσοι διαδραμάτισαν ρόλο στο 61,3% (και ήταν πάρα πολλοί), πρέπει και πάλι να παραμερίσουν την απογοήτευσή τους και να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση -της μόνης που υλοποιεί τη λαϊκή ετυμηγορία. Όμως η πιθανότητα να έχουμε ρήξη από τα πάνω απομακρύνεται κάθε λεπτό που περνάει. Άρα η ανάγκη λαϊκής κινηματικής ενεργοποίησης αναφέρεται κυρίως -και προφανώς στο πολλαπλάσιο- για την περίπτωση που οι δανειστές βρεθούν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν μια περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένη λιτότητα και η κυβέρνηση εισηγηθεί ένα νέο μνημόνιο. Η αντίδραση πρέπει να είναι πάνδημη, και να προκαλέσει απτό πολιτικό αποτέλεσμα.
Με πράξεις ή παραλείψεις, λόγω αβλεψίας ή ανεπάρκειας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα πρόθυρα ενός ιστορικού λάθους που, αν ολοκληρωθεί, θα σημάνει αποσυσπείρωση, μαζικές αποστρατεύσεις από την ενεργό πολιτική δράση, απογοήτευση και εξατομίκευση για μια μακρά και επώδυνη περίοδο, που θα χαρακτηρίζεται από επίταση του αυταρχισμού και ενίσχυση του φασισμού· μια περίοδος παγίωσης της κυριαρχίας του πλούτου και ζοφερής υποστολής της ελπίδας για όλους τους κυριαρχούμενους. Η συγκυρία είναι πράγματι εξαιρετικά κρίσιμη…
Σεραφείμ Σεφεριάδης
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης (PhD Columbia 1998) είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και συντονιστής του «Κύκλου Συγκρουσιακής Πολιτικής». Επί σειρά ετών γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, υπήρξε Senior Member στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (St Peter’s College),Fellow in Politics &History(Tutor in the Arts) στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CHU),Jean Monnet Fellow στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και Hannah Seeger Davis στο Πανεπιστήμιο Princeton. Το έργο του βρίσκεται στην τομή της συγκριτικής πολιτικής κοινωνιολογίας (με έμφαση τη μελέτη της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων), της ελληνικής και ευρωπαϊκής εργατικής ιστορίας και της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών.