Με απόλυτη επιτυχία διεξήχθη η Ημερίδα που διοργάνωσε η Ένωση Γονέων Πεντέλης την Κυριακή 2 Οκτωβρίου στο Συνεδριακό Κέντρο του Ι.Ν. Αγίας Παρασκευής στη Νέα Πεντέλη με αφορμή τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, με τίτλο «Μικρασιατικός Ελληνισμός : Ακμή – Ξεριζωμός – Δημιουργία».
Ο πάντα πρόθυμος πατήρ Ιωάννης φιλοξένησε και προλόγισε την εκδήλωση και τον συντονισμό είχε ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Ένωσης Γονέων, Κωνσταντίνος Χριστόπουλος.
Καλεσμένοι ομιλητές ήταν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Στέλιος Ελληνιάδης, η συγγραφέας Μαρίτσα Σαριντζιώτου και ο συγγραφέας πανεπιστημιακός Σωτήρης Μητραλέξης. Παραβρέθηκε πολύ κόσμος, από την περιοχή και όχι μόνο, με επίπεδο και γνώσεις, γονείς, μέλη συλλόγων, εκπαιδευτικοί, τοπικοί παράγοντες, καλλιτέχνες κ.α. Παρακολούθησαν με ενδιαφέρον τις ομιλίες για την ιστορία, τον πολιτισμό και την πολιτική και αρκετοί πήραν και μέρος στη ζωηρή ( ζωηρότατη σε μερικά σημεία), συζήτηση που επακολούθησε.
Στέλιος Ελληνιάδης: «Ο αγώνας που ξεκίνησε το 1821 για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί»
Πρώτος ομιλητής ήταν ο Στέλιος Ελληνιάδης , ο οποίος στους πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι έπαιξαν τον καθοριστικό ρόλο για αυτή την κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ένα από τα θλιβερότερα συμβάντα στην ιστορία του Ελληνισμού, του οποίου η επέτειος των 100 χρόνων κάθε άλλο παρά αφορμή εορτασμών είναι.
Στην ομιλία του με τίτλο «Μικρασιατικός Πολιτισμός και η μεταλαμπάδευσή του» ο Στ. Ελληνιάδης ανέφερε
«Ξεκινώντας με τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, η Ελλάδα μεγάλωσε αισθητά την επικράτεια της, με ευρύτατη και καίρια συμμαχία με Σερβία και Βουλγαρία, όπου όμως τα 2 χρόνια συγκρούσεων επέφεραν μαζί με τη νίκη και απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και κόπωση στην κοινωνία και το στράτευμα.
Σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώνεται ο λεγόμενος ‘’Εθνικός Διχασμός’’, που σημαίνει μια πολύ σκληρή και μακρόχρονη αντιπαράθεση, που φτάνει σε πολεμικές εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων, ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ανάμεσα στους βασιλικούς και τους βενιζελικούς, με την άμεση εμπλοκή των Άγγλων, των Γάλλων και των Γερμανών, που μεταφέρουν στην Ελλάδα τον ανταγωνισμό μεταξύ τους που θα οδηγήσει και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914. Ο διχασμός είναι τόσο βαθύς και επιθετικός που φτάνει ακόμα και στη δημιουργία δύο αντίπαλων κέντρων εξουσίας, με ξεχωριστούς στρατούς, το ένα, το βενιζελικό, με έδρα την Αθήνα και το άλλο, το βασιλικό, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Οπωσδήποτε αυτός ο εμφύλιος προκαλεί ένα τεράστιο ρήγμα μέσα στην κοινωνία, μια βαθιά έχθρα και ασυμφωνία, την ώρα που μεθοδεύεται η εμπλοκή της Ελλάδας όχι μόνο στον αιματηρότατο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στην ανάληψη πολεμικών ρόλων στα σχέδια των συμμάχων της για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πριν ακόμα κατασταλάξει η ειρήνη στα νότια Βαλκάνια, μόλις ένα χρόνο μετά τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, με χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες που μεταφέρθηκαν αναγκαστικά από την Καβάλα στη Γερμανία και εγκλωβίστηκαν εκεί, η κυβέρνηση του Βενιζέλου αποφασίζει να στείλει 25.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς, πολλοί εκ των οποίων ήταν επιστρατευμένοι από το 1912, στη Νότια Ρωσία, στην Κριμαία, τη Χερσώνα, το Νικολάιεφ και την Οδησσό για να πολεμήσουν στο πλευρό των Γάλλων εισβολέων εναντίον των Ρώσων που έχουν πρόσφατα επαναστατήσει και έχουν ανατρέψει το καθεστώς της μοναρχίας, του τσάρου, και αγωνίζονται να εκδιώξουν τα ξένα στρατεύματα από 13 χώρες που έχουν εισβάλει από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να μοιραστούν μεταξύ τους τη Ρωσία.
Το 1922, οι στρατευμένοι Έλληνες είχαν κιόλας συμπληρώσει μια ολόκληρη δεκαετία συνεχών πολέμων και εκστρατειών.
Εντωμεταξύ, η Ελλάδα ουσιαστικά είναι μια πτωχευμένη χώρα. Ο περισσότερος κόσμος πεινάει, στην κυριολεξία. Και το κράτος δανείζεται μεγάλα ποσά από τους συμμάχους για να αγοράζει όπλα από τους ίδιους που τα παράγουν και τα εμπορεύονται!
Σ’ αυτή την περίοδο που προηγείται της καταστροφής, 400.000 Έλληνες από την Ελλάδα, σε ποσοστό πάνω από 90% νεαροί άντρες, μεταναστεύουν στις ΗΠΑ με τις ευλογίες των κυβερνήσεων, για να εκτονωθεί η εσωτερική πίεση από τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Ενώ παράλληλα, η χώρα δέχεται ταλαιπωρημένους Έλληνες πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και το οθωμανικό κράτος που πρέπει να τους περιθάλψει.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση του Βενιζέλου, σε σφοδρή αντιπαράθεση με το βασιλιά και τους βασιλικούς, δέχεται την εντολή των συμμάχων να πραγματοποιηθεί μια τεραστίων διαστάσεων για τη μικρή Ελλάδα εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τον Μάιο του 1919, προκειμένου να συμβάλουν και οι Έλληνες στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διαμοίραση των εδαφών της ανάμεσα στους νικητές. Χωρίς πραγματικές εγγυήσεις, η Ελλάδα αναλαμβάνει να βγάλει τα αναμμένα κάρβουνα από τη φωτιά. Η υποστήριξη από τους συμμάχους που την υποκινούν σ’ αυτό το παράτολμο εγχείρημα είναι ρευστή και ευμετάβλητη, όπως δυστυχώς αποδείχτηκε, πριν λαλήσει τρις.
Η ελληνική πολιτική κάστα κοπίαζε πρώτα για τη δική της επικράτηση και δεν είχε περιθώρια να δει ψύχραιμα και αντικειμενικά πώς διαμορφωνόταν το γεωπολιτικό πεδίο μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένη να κινηθεί. Δεν είχε τα γρήγορα ανακλαστικά που είναι απαραίτητα για εμπλοκές τόσο μεγάλου διαμετρήματος όπου αφενός κυριαρχούν οι ισχυροί ‘’παίκτες’’ και αφετέρου τίποτα δεν είναι σταθερό, τίποτα δεν είναι δεδομένο και τα πάντα μεταβάλλονται συνεχώς και εν ριπή οφθαλμού. Επίσης, η ελληνική πολιτική κάστα χαρακτηριζόταν από μεγάλη ασυνέπεια, από χαώδη απόσταση ανάμεσα στα λόγια και τα έργα.
Ένα ακόμα παράδειγμα ελληνικής αμετροέπειας και θανάσιμης αβλεψίας: Καθώς οι ξένες δυνάμεις εκδιώκονταν από τα εδάφη της Ρωσίας, οι δυνάμεις των ‘’λευκών’’ που υποστήριζαν τον τσάρο εξουδετερώνονταν και η εξουσία των Σοβιετικών σταθεροποιείτο, οι μπολσεβίκοι που είχε καεί η γούνα τους από τους Άγγλους, Γάλλους, Έλληνες και λοιπούς επιδρομείς, αποφάσισαν να υποστηρίξουν τις δυνάμεις του Κεμάλ που αγωνιζόταν εναντίον των ιδίων αντιπάλων, των Άγγλων, Γάλλων, Ιταλών, Ελλήνων κ.λπ. Δηλαδή, οι Ρώσοι θεώρησαν τον αγώνα των Τούρκων αντιαποικιοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό, που εξυπηρετούσε και το δικό τους αγώνα εφ’ όσον κι αυτοί πολεμούσαν εναντίον των ιδίων εχθρών. Ως συνέπεια, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι θεώρησαν ότι ήταν σημαντικότερο για τα συμφέροντά τους να τα βρουν με τους Τούρκους προκειμένου να παρεμποδίσουν ή έστω να μειώσουν την ανάμειξη των Ρώσων και λοιπών κομμουνιστών και να αποτρέψουν τη δημιουργία ενός στέρεου μετώπου Ρωσίας και Τουρκίας, παρά να εξακολουθήσουν να στηρίζουν τους Έλληνες που δεν τους ήταν πια τόσο χρήσιμοι.
Οι Σύμμαχοί μας διαπραγματεύονταν με τον εχθρό μας κι εμείς είχαμε χάσει τη μπάλα χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε.
Αυτή η ανατροπή ήταν καίριας σημασίας. Οι Σύμμαχοι μας πούλαγαν χωρίς ντροπή. Οι Γάλλοι που κατείχαν την Κιλικία, παρέδωσαν όλο τον οπλισμό τους στους Τούρκους και αποχώρησαν από το νότιο τμήμα της σημερινής Τουρκίας. Και οι Άγγλοι, για το άδειασμα που μας έκαναν, πρόβαλαν ως δικαιολογία τη δυσαρέσκειά τους από την επικράτηση των βασιλικών στις εκλογές. Αστείο επιχείρημα, αφού ο βασιλιάς Κωνσταντίνος συνέχισε με μεγαλύτερο ζήλο την εκστρατεία που οι Άγγλοι είχαν σχεδιάσει και οργανώσει.
Απλά, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι είχαν πλέον άλλες προτεραιότητες και επιλογές. Ούτε, βέβαια, τους ένοιαζε τι θα απογίνουν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, ο στρατός και οι άμαχοι. Στην Ασία και την Αφρική έκαναν εξίσου φρικτά εγκλήματα. Αποδείχτηκε και πρακτικά όταν τα πολεμικά τους πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης, που με δυο κανονιές θα είχαν εμποδίσει ή καθυστερήσει την είσοδο των Τούρκων ατάκτων στην πόλη, όχι μόνο δεν το έπραξαν, αλλά αρνούνταν να δεχτούν τους πανικόβλητους άμαχους Έλληνες που έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν. Και τα ελληνικά πολεμικά πλοία φρόντιζαν για τη διάσωση μόνο των στρατιωτών που είχαν καταφέρει να φτάσουν τρέχοντας στο λιμάνι. Το ελληνικό κράτος, η κυβέρνηση, οι στρατιωτικοί ηγέτες, δεν είχαν κανένα σχέδιο για τους άμαχους Έλληνες που έμεναν πίσω ανυπεράσπιστοι. Είχαν 200.000 στρατιώτες στη διάθεσή τους και δεν είχαν προβλέψει ούτε μια γραμμή άμυνας γύρω από τη Σμύρνη για να εμποδίσουν την τόσο εύκολη κατάληψή της, ούτε καν μερικά πλοία για τις γυναίκες και τα παιδιά που έκλαιγαν απελπισμένα και εκλιπαρούσαν για τη σωτηρία τους στην προκυμαία.
Οι κυβερνήτες της Ελλάδας ήταν βαθιά νυχτωμένοι. Άκαμπτοι και βραδυφλεγείς, με εσωτερική φαγωμάρα και με πολιτική σκέψη απόλυτα προσαρμοσμένη ανέκαθεν στις συμμαχικές εντολές, δεν μπορούσαν να συλλάβουν τα τεκταινόμενα. Ζούσαν στον κόσμο που οι ίδιοι έπλαθαν για τον εαυτό τους, ερήμην του Ελληνισμού.
Η ιδεολογική τους εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που ήταν και η βασική αιτία για τον εσωτερικό διχασμό, ήταν και παρέμεινε ως διαχρονικό καρκίνωμα στο σώμα και το πνεύμα της Ελλάδας που ακόμα δεν μπορούμε να θεραπεύσουμε. Γι’ αυτό ο αγώνας που ξεκίνησε το 1821 για την ανεξαρτησία της Ελλάδας ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί…
Μαρίτσα Σαριντζιώτου – Σπύρου: «Η ιστορική μνήμη δίνει τη συνέχεια στα έθνη»
Για τις νωπές ακόμα, μνήμες ευημερίας αλλά και καταστροφής της Μικράς Ασίας, μίλησε στη συνέχεια η Μαρίτσα Σαριντζιώτου – Σπύρου. Αναφέρθηκε στην χιλιετή ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού αλλά και στο χωριό των προγόνων της, το Σεβντίκιοϊ της Σμύρνης που φημιζόταν για τις όμορφες γυναίκες του και τους λεβέντες άντρες, οι οποίοι εμπόδισαν τους Τούρκους να μπουν στο χωριό τρία ολόκληρα μερόνυχτα, ώσπου οι Τούρκοι έφεραν πυροβολικό και τότε το Σεβντίκιοϊ τούρκεψε.
Ένα απόσπασμα της ομιλίας της Μαρίτσας Σαριντζιώτου – Σπύρου.
«Οι Σμυρνιοί και οι Μικρασιάτες γενικότερα ζούσαν όμορφη ζωή, παρά την ύπαρξη του δυνάστη. Τον 19ο αιώνα, το 80,23% της μικρασιατικής βιομηχανίας βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων. Στην Ιωνία γεννήθηκε η επιστημονική σκέψη. Ίωνες δημιούργησαν το ελληνικό αλφάβητο. Ίωνες έκοψαν τα πρώτα νομίσματα.
Οι Μικρασιάτες ήταν καλόγουστοι, με οξύ πνεύμα και ζεστή καρδιά. Από την αρχαιότητα είχε διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος τύπος ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο στη θέα της ζωής. Σκληροί δουλευτάδες όλη μέρα και γλέντι κάθε βράδυ αν ήταν βολετό. Λάτρεις κάθε ωραίου, καλοφαγάδες καθώς ήταν, απολάμβαναν τα μεζεδάκια της σμυρναίικης και βυζαντινής μαγειρικής. Κοσμικοί και θεατρόφιλοι, βιβλιόφιλοι, αγαπούσαν την καλή συντροφιά στα σπίτια του μ ’εκείνες τις περίφημες βενκέρες που τις έφεραν μαζί τους και ως πρόσφυγες!
Οι Ιωνίδες, έξυπνες, γαλίφες, που ήξεραν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους πάντα με τραγούδι και χορό, στη χαρά και στη λύπη.
Ο Φραγκομαχαλάς, ο κυριότερος εμπορικός δρόμος της Σμύρνης, είχε μήκος μερικών χιλιομέτρων και 200 πολυτελή μαγαζιά που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τα μαγαζιά του Παρισιού.
Η ιστορία 20 αιώνων Μικρασιατικού Ελληνισμού τελείωσε με μια καταστροφή που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη στο πέρασμα των αιώνων. Σοβαρή αιτία, ο εσωτερικός διχασμός, τα μίση και τα πάθη όπως ήδη ειπώθηκε. Η Μικρασιάτισσα μάνα συχνά έλεγε στην κόρη της: «Αν δεν θέλεις να πεθάνεις, μη ξεχνάς. Να θυμάσαι, αλλά όχι εκδικητικά»! Η λησμοσύνη στους λαούς ισοδυναμεί με εθνική αυτοκτονία. Η ιστορική μνήμη είναι αυτή που δίνει τη συνέχεια στα έθνη. Ανάμεσα στους μάρτυρες του 1922, ο τελευταίος μητροπολίτης της μαρτυρικής Σμύρνης, Χρυσόστομος. Πράος και γλυκός, ορμητικός και ανυποχώρητος αγωνιστής κράμα Μ. Βασιλείου και ήρωα του ΄21, ο ιεράρχης που αψηφούσε τη ζωή του για τα δίκαια του λαού του, σημάδεψε την ιστορία κι άφησε τα ίχνη από το διάβα του ανεξίτηλα πάνω στο λαό του.
Περήφανοι για τους προγόνους οι πρόσφυγες πλέον, σε όποια γη τους φιλοξένησε, αντί δώρου πρόσφεραν απλόχερα τον πολιτισμό που κουβαλούσαν στην ψυχή τους. Γέμισαν την Ελλάδα και το εξωτερικό με ακριβό έμψυχο υλικό: επιστήμονες ,τεχνίτες άφθαστοι, συγγραφείς, ποιητές, αρχαιολόγοι, δάσκαλοι, γιατροί, μουσικοί, καλλιτέχνες και τόσοι άλλοι!
«Από το γένος στο κράτος. Η περίπλοκη σχέση της νεότερης Ελλάδας με τη Μικρασιατική καταστροφή»
Στη συνέχεια, ο δρ Σωτήρης Μητραλέξης, επισκέπτης καθηγητής στο IOCS του Cambridge και ερευνητικός εταίρος του Πανεπιστημίου του Winchester, ανέπτυξε το θέμα «Από το γένος στο κράτος. Η περίπλοκη σχέση της νεότερης Ελλάδας με τη Μικρασιατική καταστροφή», λέγοντας, μεταξύ άλλων:
«Θέτοντας το ζήτημα της ανταλλαγής πληθυσμών, δηλαδή ουσιαστικά μιας αμοιβαία συμφωνημένης αναίμακτης εθνοκάθαρσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στο πλαίσιο της μετατροπής των παλαιών κρατικών οντοτήτων σε έθνη-κράτη κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, εξέτασε το κατά πόσον η επίλυση της εκκρεμότητας των σημαντικότατων ελληνικών και χριστιανικών πληθυσμών εκτός των συνόρων του ελλαδικού κράτους έδρασε, με έναν διεστραμμένο τρόπο, ως μια ‘’ανακούφιση’’ στο πλαίσιο του εγχειρήματος της μετατροπής του ευρέως ελληνισμού σε καθορισμένο με σύνορα ελληνικό έθνος-κράτος. Αυτή η πτυχή του ζητήματος φωτίζει, όπως υποστήριξε, το ενδεχόμενο να τίθεται το κράτος σε ορισμένες συνάφειες ενάντια στο γένος που το υπερβαίνει, αντί να λειτουργούν παραπληρωματικά».
Ένα ρητορικό ερώτημα…
Στο τελευταίο μέρος, τόσο ο Στέλιος Ελληνιάδης, όσο και οι υπόλοιποι ομιλητές αλλά και παρευρισκόμενοι, συζήτησαν για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες στην κεντρική πλέον Ελλάδα αλλά και την δυσμενή συχνά μεταχείριση που είχαν. Η ενσωμάτωση σίγουρα ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού (περί το 1.300.000) σε μια Ελλάδα των 5.000.000 περίπου κατοίκων είναι παρά τις μεγάλες δυσκολίες, το μεγαλύτερο ίσως επίτευγμα του σύγχρονου ελληνικού κράτους και η πολιτισμική συνεισφορά των προσφύγων ανεκτίμητη.
Κλείνοντας έτσι, ο Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, ανέφερε για ένα ερώτημα που είχε τεθεί νωρίτερα: «πως οι λαοί κάνουν κατακτήσεις, πετυχαίνουν περισσότερα κέρδη; Με τους πολέμους ή την διπλωματία»; Ίσως η απάντηση να είναι με τον Πολιτισμό…