«Οι γονείς μου κατάγονται από τη Μ. Ασία, τον Γκιουλμπαξέ. Το 1914 οι Τούρκοι ήθελαν να κάνουν πόλεμο και κάλεσαν τον πατέρα μου στον τουρκικό στρατό, όμως εκείνος αρνήθηκε και έφυγε για την Ελλάδα για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Πήρε την οικογένειά του και πήγε στο Μαρούσι. Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα. Βρήκε πρόχειρο καταφύγιο να στεγάσει προσωρινά την οικογένεια, για να ξεχειμωνιάσει.
Εγώ γεννήθηκα σ’ έναν στάβλο το 1916. Η μάνα μου πήγαινε στο Μαρούσι να ψωνίσει ψωμί, στον φούρνο του Παπαμιχαήλ. Εκεί γνώρισε τη μάνα του φούρναρη, που ρωτούσε για τον πατέρα μου, τι κάνει και γιατί δεν γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Και είπε ότι στον Γκιουλμπαξέ δεν υπήρχαν Τούρκοι και οι Έλληνες πλήρωναν κεφαλικό φόρο. Έτσι, ο πατέρας μου αποφάσισε να επιστρέψει στον Γκιουλμπαξέ, γιατί εκεί είχαμε μεγάλη περιουσία, μεγάλο υποστατικό με ελιές, αμπέλια, που βγάζαμε ξανθιά σταφίδα. Τα επτά αδέλφια του πατέρα μου ζούσαν μαζί. Το περιβόλι ήταν τόσο εύφορο που έβγαζε καρπούζι είκοσι οκάδων!
Μετά την οπισθοχώρηση του 1922 πέρασε ο Πλαστήρας με τον λόχο του. Μαζί του ήταν και ένας θείος μου, που ήρθε εθελοντής από την Αμερική, για να πολεμήσει. Τη φοράδα του, γιατί υπηρετούσε στο ιππικό, την έδωσε στον πατέρα μου και του είπε να πάρει την οικογένειά του και να φύγει αμέσως. Έτσι άρον-άρον φτάσαμε στο Τσεσμέ, επιβιβαστήκαμε στα καράβια του στρατού και φύγαμε για την Ελλάδα».