Διαβάζω το βιβλίο με προσοχή. «Η ανεπιθύμητη ανιψιά» της Δήμητρας Ιωάννου, από τις εκδόσεις «Ψυχογιός». Κλέβει τις εντυπώσεις μου από τις πρώτες σελίδες. Με συγκινεί βαθιά με τους πρωταγωνιστές να τραβούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης την προσοχή μου. Αγάπησα τη Στέλλα. Σχεδόν ένιωσα να συνομιλώ μαζί της…
Σε μια άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα, η συγγραφέας ανοίγει την καρδιά της και μου μιλάει για το βιβλίο της. Η Δήμητρα Ιωάννου είναι ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος. Μιλάμε για τους πρωταγωνιστές της, για την Πρέβεζα, για τις πηγές έμπνευσής της αλλά και για το μήνυμα που θέλει να αφήσει στους αναγνώστες της.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗ
«Η ανεπιθύμητη ανιψιά» – Μιλήστε μου για το βιβλίο σας.
Στην Πρέβεζα της δεκαετίας του ’70 η νεαρή ορφανή Στέλλα Καλλέργη ζει μέσα σε ένα σπίτι που την απορρίπτει, και ανάμεσα σε συγγενείς που τη θεωρούν βάρος. Η άφιξη του δημοσιογράφου Σίμου Σαράντη στην πόλη γίνεται η αρχή μιας αλυσίδας αποκαλύψεων που θα φέρουν στην επιφάνεια μυστικά και ψέματα χρόνων. Στα ήσυχα στενά της Πρέβεζας και πίσω από τα χαμόγελα κάποιων «καλών οικογενειών» κρύβεται ένα παρελθόν που ζητά δικαίωση. Η Στέλλα αναζητώντας την αλήθεια για το θάνατο των γονιών της, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα πιο σκοτεινά πρόσωπα της πόλης και θα ανακαλύψει μεγάλες αλήθειες, μαζί και τον ίδιο της τον εαυτό.
Τι στάθηκε πηγή έμπνευσης για το συγκεκριμένο έργο σας;
Η «Ανεπιθύμητη Ανιψιά» γεννήθηκε μετά από ένα βαθύ προβληματισμό γύρω από την απόρριψη. Τι γίνεται όταν αυτή προέρχεται από εκείνους που θα έπρεπε να σε στηρίζουν και να σε αγαπούν; Τι συμβαίνει όταν το ίδιο σου το σπίτι παύει να είναι καταφύγιο και η ίδια σου η οικογένεια σε κάνει να νιώθεις ξένος; Σίγουρα κάτι μέσα σου τραυματίζεται και αλλάζει δραστικά. Θέλησα λοιπόν να εξερευνήσω αυτό το τραύμα και να το μετατρέψω σε φως. Κάπως έτσι γεννήθηκε η Στέλλα. Μια γυναίκα που πόνεσε, αλλά τελικά δεν λύγισε. Που παρόλες τις αντιξοότητες πάλεψε να σταθεί όρθια, να βρει τη φωνή της και να διεκδικήσει την αλήθεια της.
Για μένα η Στέλλα συμβολίζει τη δύναμη της καλοσύνης που επιμένει και την ψυχή που δεν παραδίνεται στην αδικία.
Αλήθεια, γιατί επιλέξατε την Πρέβεζα για την εξέλιξη αυτής της ιστορίας σας;
Η Πρέβεζα είναι για μένα το φως που με συντροφεύει όπου κι αν βρεθώ. Εκεί έζησα τα καλοκαίρια μου, εκεί γνώρισα τη φιλία, την ανεμελιά, τη χαρά. Κάθε δρόμος και κάθε ανάσα της είναι χαραγμένη στο μυαλό μου. Όταν έγραφα την «Ανεπιθύμητη Ανιψιά», δεν περιέγραφα απλά την Πρέβεζα, την ξαναζούσα. Την έβλεπα στα μάτια της Στέλλας και την άκουγα στα λόγια του Σίμου. Όπου περπάτησαν οι ήρωές μου, έχω πρώτα περπατήσει εγώ. Ξέρω πώς μυρίζει η πόλη μετά τη βροχή, πώς χτυπά ο αέρας στο κάστρο του Παντοκράτορα, πώς καθρεφτίζεται το φως στα νερά του λιμανιού τα απογεύματα του Αυγούστου. Οι παραλίες, τα σπίτια, τα στενά, όλα είναι μικροί θησαυροί μνήμης που μεταμορφώθηκαν σε σκηνές. Εν κατακλείδι, η Πρέβεζα είναι η ψυχή του βιβλίου. Και ίσως, χωρίς καν να το επιδιώξω, η «Ανεπιθύμητη Ανιψιά» είναι κι ένας φόρος τιμής στη δική μου Ήπειρο, που πάντα με ακολουθεί όπου κι αν πάω.
Διαβάζοντας και μελετώντας τη ζωή της, ένιωσα πως η Στέλλα αντικατοπτρίζει το κάθε κορίτσι που μιλάει με τις σιωπές της, το κορίτσι που δεν έχει αγαπηθεί πραγματικά, την κάθε γυναίκα που μεγαλώνει σε περιβάλλον χωρίς προοπτική και εξέλιξη. Τι σας ώθησε να πρωταγωνιστήσει μια τέτοια προσωπικότητα στο συγκεκριμένο βιβλίο;
Με συγκινούν οι ήρωες που δεν κραυγάζουν αλλά αντιστέκονται σιωπηλά σε μια προδιαγεγραμμένη μοίρα και καταλήγουν να χαράξουν το δικό τους δρόμο. Ήθελα να γίνει η Στέλλα η φωνή όλων εκείνων που ένιωσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους ανεπιθύμητοι και μέσα από την ιστορία της να δείξω πως η πραγματική δύναμη έγκειται στο να μην αλλοιώνεσαι, να μη συρρικνώνεσαι και να μην τα παρατάς, όσο κι αν σε πληγώνουν. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί αναγνώστες, μου είπαν και μου έγραψαν πως ένιωσαν τη Στέλλα σαν κομμάτι του εαυτού τους. Γιατί αυτό ακριβώς είναι. Ένα αποτύπωμα όλων των γυναικών αλλά και συνολικότερα όλων των ανθρώπων που αρνήθηκαν να σκύψουν το κεφάλι. Πού μέσα από τις δυσκολίες ακολούθησαν την καρδιά τους, συνειδητοποίησαν την αξία τους και αγάπησαν τον εαυτό τους.
Σε πολλά σημεία του βιβλίου, θίγετε την αξία της οικογένειας και πώς επηρεάζει την ψυχοσύνθεση ενός παιδιού όταν βιώνει την έλλειψή της. Τι εστί οικογένεια για εσάς;
Για μένα η οικογένεια είναι ο πιο βασικός πυρήνας στήριξης, αγάπης και αποδοχής. Είναι οι δικοί σου άνθρωποι που σε στηρίζουν χωρίς όρους και ανταλλάγματα. Που σε ενθαρρύνουν να βρεις τον δρόμο σου, ακόμη κι αν αυτός είναι διαφορετικός από τον δικό τους. Η οικογένεια είναι ιερή αλλά δυστυχώς όχι αλάνθαστη ή αυταπόδεικτη. Κάποιες φορές μπορεί να σε πληγώσει, να σε τραυματίσει, να σε κάνει να αμφισβητήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γι’ αυτό και πιστεύω πως η αγάπη μέσα στην οικογένεια πρέπει να αποδεικνύεται με πράξεις και όχι μόνο με λέξεις. Τελικά θα έλεγε κανείς πως οικογένεια δεν είναι τόσο το αίμα, αλλά οι δεσμοί που δημιουργεί η ψυχή. Είναι ο άνθρωπος που σε αγκαλιάζει όταν φοβάσαι, που σε ακούει όταν πονάς, που σε κρατά γερά όταν νιώθεις πως χάνεσαι. Είναι εκείνος που μένει όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί θέλει πραγματικά να είναι δίπλα σου.
Πέραν της Στέλλας, η παρουσία του Σίμου Σαράντη στην ιστορία με εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον ήρωά σας και γιατί τον διαλέξατε.
Ο Σίμος είναι ο καθρέφτης της Στέλλας. Κουβαλά κι εκείνος τα δικά του τραύματα και λάθη. Είναι ένας άντρας που έχασε το δρόμο του, όμως γύρισε πίσω για να λυτρωθεί. Με ενδιαφέρει πολύ η έννοια της ανθρώπινης επανόρθωσης, εκείνης της δεύτερης ευκαιρίας που δίνουμε στον εαυτό μας, όχι για να παραδώσουμε στη λήθη τα σκοτεινά κομμάτια μας ή να τα κρύψουμε κάτω από το χαλί αλλά για να συνειδητοποιήσουμε και να εξελιχθούμε. Ο Σίμος είναι ο άνθρωπος που μπορεί να αναγνωρίζει και να αγκαλιάζει τον πόνο του άλλου, γιατί απλά τον έχει ζήσει. Με τη Στέλλα δεν ζουν απλώς έναν δυνατό έρωτα. Στην ουσία είναι δυο ψυχές που συναντιούνται και αλληλοθεραπεύονται.
Γιατί επιλέξατε τη δεκαετία του ’70 για τη δημιουργία και εξέλιξη του βιβλίου σας, της ιστορίας σας, της διήγησής σας;
Η δεκαετία του ’70 ήταν μια εποχή μεταβατική ανάμεσα στο παλιό που σιγά σιγά αποχωρούσε και στο καινούργιο που πάλευε να γεννηθεί. Μου αρέσει να τοποθετώ τις ιστορίες μου σε περιόδους που ο κόσμος αλλάζει, γιατί εκεί φαίνεται ποιος έχει το ψυχικό σθένος να σταθεί όρθιος και ποιος τελικά λυγίζει. Η Ελλάδα του ’70 κουβαλούσε ακόμη συντηρητισμό, προκαταλήψεις και σιωπές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μια κοπέλα όπως η Στέλλα έρχεται να αναμετρηθεί όχι μόνο με τους ανθρώπους γύρω της, αλλά εν τέλει με μια ολόκληρη νοοτροπία. Ήταν η εποχή που οι γυναίκες άρχισαν να ορθώνουν το ανάστημά τους και η Στέλλα το έκανε με κουράγιο και δύναμη, λέγοντας τις αλήθειες της.
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να αφήσετε στους αναγνώστες σας;
Θα ήθελα ο κάθε αναγνώστης να κλείσει το βιβλίο νιώθοντας πως δεν είναι «λίγος», ακόμη κι αν κάποιοι προσπάθησαν να τον πείσουν για το αντίθετο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι δεν πρέπει να μετράμε την αξία μας με βάση την αποδοχή των άλλων. Η αξία μας είναι εκείνη η φλόγα που κουβαλάμε μέσα μας και που δεν σβήνει, όσο κι αν φυσάει ο άνεμος της απόρριψης. Δεν έχουμε έρθει σε αυτόν τον κόσμο για να συρρικνωθούμε και να χωρέσουμε στα καλούπια των άλλων. Ήρθαμε για να σταθούμε στο δικό μας ύψος με το βλέμμα καθαρό και την ψυχή ανοιχτή. Κι αν μέσα από τις σελίδες αυτής της ιστορίας κάποιος συνειδητοποιήσει και αποφασίσει να αγαπήσει πραγματικά τον εαυτό του, τότε το βιβλίο έχει ήδη επιτελέσει τον σκοπό του.
Πιστεύετε ότι στη ζωή ο αδικημένος δικαιώνεται πάντα;
Δυστυχώς όχι πάντα. Η ζωή δεν είναι παραμύθι, όμως έχει στιγμές που μοιάζουν με μικρά θαύματα. Και ίσως η δικαίωση δεν έρχεται πάντα από τους άλλους. Κάποιες φορές έρχεται όταν εμείς οι ίδιοι καταφέρουμε να συγχωρέσουμε, να σταθούμε στα πόδια μας, να προχωρήσουμε μπροστά, χωρίς να κουβαλάμε πλέον σκοτάδι και αρνητικά συναισθήματα που αλλοιώνουν την ψυχή. Στο συγκεκριμένο βιβλίο η Στέλλα εξελίσσεται, αλλάζει, και ορθώνοντας το ανάστημά της στις δυσκολίες, βρίσκει κάτι πολύ σημαντικότερο. Τον ίδιο της τον εαυτό. Ξαναγράφει την ιστορία της και γίνεται η ηρωίδα της ζωής της αντί για απλός κομπάρσος, όπως είχε προοριστεί από την οικογένεια που την ανάθρεψε. Κι αυτό για μένα είναι η ύψιστη μορφή δικαίωσης.







































































































