Ο Κωνσταντίνος Βήτα μάς μιλά για τους «άφωνους» τραγουδιστές της εποχής μας, αλλά και για την «Ομόνοια», τον νέο του δίσκο – «αστική δήλωση», όπως τον χαρακτηρίζει!
Η Σωτηρία Μπέλλου και η Μαρίκα Παπαγκίκα, δύο από τις κορυφαίες φωνές του ρεμπέτικου «σμίγουν» επί σκηνής στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (και στις 13 Ιουνίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης). Υπεύθυνος για αυτή τη μουσική συνάντηση, ο Κωνσταντίνος Βήτα. Ο δημιουργός, που αν και τον έχουμε συνηθίσει σε πιο σύγχρονες φόρμες, ποτέ δεν έκρυψε την τάση του για πειραματισμό και αναζήτηση.
Πώς προέκυψε η ιδέα για το ρεμπέτικο;
Η πρόταση ήλθε από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και συγκεκριμένα από την Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Μού ζήτησε να φτιάξω κάτι για το πρώιμο ρεμπέτικο, δηλαδή την εποχή 1922 και 1942 που θεωρείται η δεύτερη περίοδος. Έκανα μια μεγάλη έρευνα πάνω στο τραγούδι και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και κατέληξα σε αυτά τα δύο πρόσωπα, επειδή ακριβώς ήταν δύο αντίθετες μορφές που έζησαν και σε δύο διαφορετικές πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και η Αθήνα και κάπως έτσι βρήκα πως αυτό από μόνο του περιέχει κάτι μουσικό. Η Παπαγκίκα τραγούδησε κυρίως παραδοσιακά και τα ηχογράφησε στη Νέα Υόρκη εκείνη την περίοδο, ενώ στο σβήσιμό της αναδύεται στο μουσικό στερέωμα της Αθήνας η Μπέλλου. Η Μπέλλου είναι μια φωνή που σηματοδότησε την περίοδο εκείνη και όχι μόνο. Οι δύο γυναίκες αυτές ήταν η αφορμή για να φτιάξω μια ιστορία και μέσα από τα τραγούδια τους να διηγηθώ αυτό που είχα σκεφτεί. Μου έδινε μια παραπάνω ελευθερία επίσης στο να προσεγγίσω τα τραγούδια. Αυτή η περίοδος είναι ένας τεράστιος θησαυρός και μέσα από αυτές τις δύο γυναίκες ήταν λίγο πιο εύκολο να συγκεντρωθώ κάπως.
Συνεργάζεσαι για το ρεμπέτικο με μια μεσόφωνο. Πώς βρέθηκε κοινός τόπος σε αυτή την εξίσωση;
Η Μαρίκα Παπαγκίκα ήταν μια εξαιρετική και σπάνιας χροιάς σοπράνο. Στα τραγούδια που διάλεξα δεν είχα σκοπό να αλλάξω τους τόνους και έψαχνα να βρω αντίστοιχη φωνή για να τα ερμηνεύσει στον τόνο της Παπαγκίκα για αυτό και ήλθα σε επαφή με τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα. Βρήκα πως ήταν το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα τραγούδια αυτά και των δύο γυναικών λόγω της γκάμας της. Όλα τα ρεμπέτικα τραγούδια τα έχουν ερμηνεύσει τραγουδίστριες σχεδόν σοπράνο. Αν δεν είχες φωνή εκείνη την εποχή δεν γινόσουν τραγουδιστής-τρια. Εννοώ πως δεν είναι όπως σήμερα που ισχύει το αντίθετο, δηλαδή ο κόσμος ασχολείται με τους άφωνους ή με κάτω του μετρίου ερμηνευτές, απλά επειδή είναι λίγο σέξυ, ή τυπάκια. Τότε έπρεπε να έχεις φωνή. Αυτό θεώρησα πως πρέπει να κάνω για να τιμήσω και τους συνθέτες και τις δύο αυτές γυναίκες. Έτσι επέλεξα τη Θεοδώρα Μπάκα.
Είσαι θαυμαστής του είδους;
Είμαι, αλλά όχι φανατικός. Βασικά με κανένα μουσικό είδος δεν είμαι φανατισμένος. Νεαρός είχα πάει αρκετές φορές στο Χάραμα και είχα δει τον Τσιτσάνη, τη Μπέλλου, τον Μπιθικώτση, είχα δει τη Μοσχολιού. Η Μπέλλου μού άρεσε. Ήταν πολύ γλυκιά και καλόκαρδη γυναίκα, της είχα μιλήσει πολλές φορές και την είχα προσεγγίσει λίγο καιρό πριν πεθάνει στο νοσοκομείο Σωτηρία. Μάλιστα έχω και ένα χειρόγραφό της γιατί εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να μιλήσει. Ρεμπέτικα άκουγα πολύ συχνά νέος και μάλιστα από τους αγαπημένους μου συνθέτες ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης και ο Τσιτσάνης.
Ποιο ρεμπέτικο τραγούδι μιλάει στην καρδιά σου πιο πολύ;
Έχω πολλά που μου αρέσουν, κάποια από αυτά είναι το «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Το ‘χει η κατεργάρα μπλέξει» του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Να έρθουν οι θαυμαστές του ρεμπέτικου στη Στέγη ή θα ακούσουν κάτι πολύ διαφορετικό που μπορεί να τους ξενίσει;
Θα ακούσουν τις αγαπημένες τους μελωδίες όπως είναι μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο. Πιστεύω πως μέσα από τις διασκευές μου προσπάθησα να κρατήσω τη βαθιά, εσωτερική ουσία γι’ αυτό και τα κατέβασα σαν τέμπο, ώστε η μελωδία αλλά και ο στίχος να αποκτήσουν μια πιο δυνατή διάσταση. Νομίζω ότι αν δεν είναι πολύ φανατισμένοι και μονομερείς θαυμαστές, θα περάσουν πολύ ωραία και θα αγαπήσουν αυτή την ανάγνωση. Τα τραγούδια έχουν αποκτήσει μια νυχτερινή εσωτερική διάσταση, σαν οι στίχοι να συνομιλούν και να φτερουγίζουν γύρω από την καρδιά.
Η «Ομόνοια» βασίζεται στο δίπολο «συνείδηση-αφασία» έχεις πει. Σε ποια από τις δύο καταστάσεις πιστεύεις ότι βρισκόμαστε μετά από επτά χρόνια μνημονίων και οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης;
Δεν είμαι αναλυτής των καιρών, είμαι μέσα στον κόσμο. Ζω μέσα σε διχασμένες απόψεις, σε δυσκολίες καθημερινές, βιώνω την ανεργία, αφουγκράζομαι τον πόνο των συνανθρώπων, των φίλων, των συγγενών, που έχουν λυγίσει από τα βάρη και τους φόρους. Είναι μια δύσκολη περίοδος. Πάντα υπήρχε κρίση αλλά αυτή τη φορά είναι πολύ δυνατή. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα υπήρχαν τεράστια οικονομικά προβλήματα στην Ελλάδα, όπως πιέσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, τυχοδιώκτες πολιτικοί, συμφέροντα. Τώρα είναι πιο έντονα όλα μαζί και κτυπάνε στο φουλ.
Παρόλα αυτά υπάρχει άνθηση στις τέχνες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και από την άλλη μεριά θέατρα και μουσικές σκηνές γεμίζουν από κόσμο. Πού οφείλεται αυτό, πιστεύεις;
Πάντα σε καιρούς κρίσης το θέαμα ακμάζει. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Δείχνει ίσως ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να περάσει όμορφα μέσα στη φτώχια του.
Ποιες ήταν οι επιρροές σου αυτή τη φορά όσον αφορά στον ήχο του άλμπουμ, στην «Ομόνοια». Με ποιες σκέψεις μπήκες στη δημιουργία του;
Ήθελα να φτιάξω ένα οργανικό άλμπουμ χωρίς στίχους, αυτή ήταν η αρχική μου σκέψη. Μετά έφτιαξα ένα τραγούδι μετά άλλο ένα και κατέληξα σε αυτό το αποτέλεσμα. Είναι ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ με εξαίρεση τα δύο ακουστικά τραγούδια που είναι φολκ μπαλάντες. Ήθελα να έχει ένα street τέμπο, να είναι μια αστική δήλωση με μια πολύ progressive, δύστροπη σύνθεση που να είναι ταυτόχρονα και ανεπαίσθητη. Όταν συνθέτω όλα προκύπτουν μέσα από πρόβες, από διαδρομές μπάσων, από λάθη. Συνήθως έτσι φτιάχνω τη μουσική μου. Σημεία που είναι να τα παίξει ένα πιάνο τα βάζω να τα παίζει ένα άλλο όργανο, κάποιες φορές λειτουργώ σαν ζωγράφος που κοιτάζει μια λευκή επιφάνεια. Δεν λειτουργώ με εμπορικό κριτήριο, γιατί η μουσική μου είναι εδώ και χρόνια αντιεμπορική. Αυτό μου δίνει μια ελευθερία στη σύνθεση και στο τραγούδι.
Με ποια λογική ένας καλλιτέχνης κυκλοφορεί ολοκληρωμένη δουλειά όταν στην εποχή μας έχει εδραιωθεί πια η τάση του σινγκλ με σύντομη μάλιστα ημερομηνία λήξης;
Δεν υπάρχει λογική αλλά οι καλλιτέχνες επιμένουμε να βγάζουμε κάποια άλμπουμ, παρόλο που η μουσική γίνεται ένας δυσβάσταχτος ανήφορος κάθε χρόνο. Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα είναι εφήμερα και δυστυχώς οι τέχνες δεν έχουν σχέση με τα ρούχα ή με το γιαούρτι ή ένα looκ. Κι όμως αν ένα άλμπουμ βγει χθες, μετά από ένα 24ωρο είναι ήδη ρετρό. Ο κόσμος έχει μάθει να θέλει συνέχεια κάτι καινούργιο, δεν έχει ανάγκη να αφομοιώσει πια και αυτό είναι κάτι που το έχει δημιουργήσει το ίντερνετ, επειδή έχεις την ικανότητα να σερφάρεις στις σελίδες. Η αληθινή ζωή δεν έχει σχέση με αυτό αλλά αυτή είναι μια κατάσταση που έχει επιβάλει τον δικό της τρόπο μέσα στη ζωή του ανθρώπου. Εκεί βρίσκεται η ανακολουθία, εκεί βρίσκεται το δίδυμο συνείδηση-αφασία, αυτό είναι που καθορίζει το νέο τρόπο. Στην ουσία κανείς δεν προλαβαίνει τίποτε και κανείς δεν πρόκειται να κερδίσει κάτι από αυτό. Απλά μαθαίνεις με τον καιρό να υποτάσσεσαι σε ένα πλασματικό χτύπο, μια ματαιολογία, χωρίς ποτέ να νοιώσεις ποια είναι η δική σου πραγματική επιλογή.
Τι σχεδιάζεις για το καλοκαίρι; Επαγγελματικά και προσωπικά.
Θα κάνω κάποιες συναυλίες και θα προσπαθήσω λίγο να μείνω σε μια μικρή ήσυχη παραλία για να ξεκουραστώ.