Ένας από τους παλαιότερους Κηφισιώτες, που υπηρέτησε την πόλη του και την τοπική αυτοδιοίκηση για πάνω από 50 χρόνια, ξετυλίγει την ιστορική παρακαταθήκη του στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ.
Συνέντευξη Γιώργος Κανελλόπουλος
Παρών στα δημοτικά δρώμενα επί μισό αιώνα, τιμήθηκε πέρυσι από τον Δήμο ως ο μακροβιότερος δημοτικός σύμβουλος, για την ανιδιοτελή προσφορά του στα κοινά και ως ένα ζωντανό παράδειγμα για την ιστορία της πόλης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Την ονομασία «Σταύρος Βόλκος» φέρει πλέον η παλαιά αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, στο δημαρχείο, αίθουσα των δημοτικών παρατάξεων σήμερα, με ομόφωνη απόφασή τους. Από κοντά, όμως, διαπιστώνεις ότι ο Σταύρος Βόλκος παραμένει ένας αιώνιος έφηβος, στα 97 του χρόνια, με μεσογειακό ταμπεραμέντο, απαράμιλλο χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Διαβαίνοντας το κατώφλι του σπιτιού του για να συναντήσουμε τον «Γεροπλάτανο της Κηφισιάς», μαζί με τον Γιάννη Μελά, πρώην πρόεδρο του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου, απευθύνεται στον επιστήθιο φίλο του πρώτα: «Καλώς τον μικρό!»… «Είναι χαρά μου που έχω τον Γιάννη απέναντί μου, αλλά και σένα και μπορώ να μιλώ με δυο ανθρώπους, βρε αδερφέ…».
Στην πρώτη μας φιλοφρόνηση ότι είναι ένας από τους παλαιότερους εν ζωή Κηφισιώτες, που υπηρέτησε πάνω από πενήντα χρόνια την Κηφισιά, απαντάει: «Μα, εγώ το καθήκον μου έκανα και τίποτε περισσότερο. Ένας απλός άνθρωπος είμαι, ασχολήθηκα με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, προσπάθησα κάτι να προσφέρω. Αυτός που ασχολείται με τα κοινά πρέπει να δίνει… Όχι να παίρνει». Και τι καθήκον! Ιστορικό και παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές από έναν άξιο πολίτη της Κηφισιάς, στ’ αλήθεια!
Δώστου κλώτσο να γυρίσει…
«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη στις 21 Ιουνίου 1920. Στην Κηφισιά εγκαταστάθηκε η οικογένειά μου το 1922. Πήγα στο Γυμνάσιο Αμαρουσίου -δεν υπήρχε τότε στην Κηφισιά Γυμνάσιο. Παντρεύτηκα τον Μάρτιο του 1945 τη Μάρω Σουσούρη, το γένος Κατσίμπα. Απέκτησα δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τη Δήμητρα κι έχω τρία εγγόνια και τρία δισέγγονα. Ασχολήθηκα βιοποριστικά με τα καθαριστήρια – βαφεία ενδυμάτων που η αρχή τους ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη το 1888, από τον παππού μου Σταύρο Βόλκο. Ήμουν αθλητής του ΑΟΚ το 1936 – 1940. Για πρώτη φορά το 1950 ασχολήθηκα με τα κοινά με τον συνδυασμό ‘’Μαργαρίτα’’. Εξελέγην σύμβουλος της πλειοψηφίας. Μέχρι και το 2001 ήμουν δημοτικός σύμβουλος, αλλά διετέλεσα και αναπληρωτής δημάρχου, αντιδήμαρχος, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, πρόεδρος του Αθλητικού Οργανισμού του Δήμου, πρόεδρος στο Α’ ΚΑΠΗ της οδού Αχαρνών. Ως δημοτικός σύμβουλος ασχολήθηκα αρκετά με την ιστορία της πόλης μας. Ήταν για μένα τιμή μεγάλη, να με θεωρούν οι δημότες δικό τους άνθρωπο, να με εμπιστεύονται. Δεν ήμουν κανένας σοφός, ήμουν ένας απλός άνθρωπος που ήθελα να βοηθήσω, γιατί αυτή η πόλη μού έδωσε τα πάντα».
Γιατί ασχολήθηκα με τα κοινά
«Την Κηφισιά την έζησα από παιδάκι, πόνεσα για την πόλη αυτή και ξέρεις γιατί; Το 1927 πήγα για πρώτη φορά σχολείο στην Α’ Δημοτικού. Απέναντι από το 1ο Δημοτικό στα Αλώνια, στου Παντελή Παπανικολάου το σχολείο, τότε, ήταν μια αλάνα, ένα χωράφι. Ένα πρωί πήγαμε να παίξουμε και πετάγεται ένα παιδί και λέει ‘’αυτόν μην τον παίζετε, είναι Τούρκος.’’ Η οικογένειά μου ήμασταν Πολίτες, από την Πόλη. Έκλαψα και σηκώθηκα κι έφυγα για το σπίτι. Μέναμε τότε στου Σαλματάνη, σε ένα δωμάτιο και λέω στη μαμά μου, μαμά Τούρκοι είμαστε; ‘’Τι λες Σταύρο, τρελάθηκες, δεν βλέπεις τη σημαία και την εικόνα της Παναγίας;’’. Αυτά ήταν όσα έφεραν από την Κωνσταντινούπολη. Την άλλη μέρα με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι και με πήγε στο σχολείο. ‘’Ζοχάδας’’ όπως ήταν, του λέει του Παπανικολάου, ‘’εάν ξαναπούν το παιδί Τούρκο θα σας σφάξω όλους. Το παιδί μου είναι Έλληνας’’. Αυτό μπήκε μέσα μου από τότε και θέλησα στη μετέπειτα ζωή μου να το αποδείξω. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου, εγώ θα τους δείξω ότι είμαι Έλληνας. Κολακεύομαι να πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο το απέδειξα. Γι’ αυτό ασχολήθηκα με τα κοινά».
Η «Μαργαρίτα» μάδησε σε σταυρούς, αλλά ο Σταύρος πρώτευσε.
Αίθουσα δημοτικών παρατάξεων «Σταύρος Βόλκος». Μάς δείχνει με καμάρι την ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου να δοθεί το όνομά του στην παλαιά αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου.
Θήτευσε περισσότερο απ’ όλους στον Δήμο και συγκεκριμένα από το 1950 έως το 2001 (με εξαίρεση το διάστημα της δικτατορίας). «Εγώ δεν ανήκα ούτε στην Αριστερά ούτε στη Δεξιά. Κεντρώος ήμουν. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, δυστυχώς, σε πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν έρμαιο των κομμάτων. Εγώ ήμουν ανεξάρτητος. Ποτέ δεν προσκύνησα κόμμα, κανένα κόμμα. Όταν πρωτοκατέβηκα στις δημοτικές εκλογές, τις πρώτες που έγιναν μετά από 18 χρόνια, μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος. Η Ελλάδα είχε χωριστεί, από τη μια πλευρά οι Εαμοκομμουνιστές, Εαμοβούλγαροι, έτσι τους έλεγαν, από την άλλη οι Μοναρχοφασίστες, Γερμανοτσολιάδες. Δεν υπήρχαν Έλληνες, δηλαδή, τα πάντα ήταν στιγματισμένα… και ο έρωτας ακόμα. Ήμασταν μια ομάδα νέων ανθρώπων, που φτιάξαμε τον συνδυασμό ‘’Μαργαρίτα’’ και κατεβήκαμε στις εκλογές του 1950 με επικεφαλής τον υποστράτηγο του Ιππικού ε.α. Παναγιώτη Μαυροειδή. Δέχτηκε ο στρατηγός με μια προϋπόθεση. Να μην τον βάλουμε να μιλήσει. Κι έτσι ανέλαβα εγώ.
Κάναμε λοιπόν τη μεγάλη συγκέντρωση στα Αλώνια, εκεί που χτυπούσε η καρδιά της Κηφισιάς. Η κατάσταση δύσκολη, μικρόφωνο πού; Ανεβαίνω σε μια πέτρα, απέναντι από την ταβέρνα του Τσιρκολιά και βλέπω το ακροατήριο, καμιά σαρανταριά χωροφύλακες με πολιτικά οι περισσότεροι και καμιά δεκαριά γερόντια. Λέω από μέσα μου… τώρα κερδίσαμε. Όμως, με το περίεργο εκλογικό σύστημα που για πρώτη και μοναδική φορά εφαρμόστηκε τότε, είχε δικαίωμα ο ψηφοφόρος -μόνο άντρες ψήφιζαν- να διαγράφει μέχρι τρεις υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους από το ψηφοδέλτιο του συνδυασμού που ψήφιζε και να προσθέτει αντίστοιχους από άλλα ψηφοδέλτια. Και ναι μεν η ‘’Μαργαρίτα’’ καταποντίστηκε, αλλά πρώτος δημοτικός σύμβουλος ήταν ο Σταύρος Βόλκος. Με είχαν ψηφίσει στα άλλα ψηφοδέλτια. Δήμαρχος εκλέχτηκε τότε ο Βαρουξάκης, με μυστική ψηφοφορία των 30 τακτικών και αναπληρωματικών δημοτικών συμβούλων. Ήμουν ο νεώτερος, μόλις 30 ετών, ο ‘’μικρός’’ με έλεγαν».
Τι νοσταλγώ περισσότερο…
«Η Μάρω, η γυναίκα μου, η ωραιότερη κούκλα της Κηφισιάς. Αν δεν υπήρχε αυτή θα ήταν τελείως διαφορετική η ζωή μου. Το σπίτι μου το πατρικό, στην οδό Ζηρίνη, εκεί θα ήθελα να ξαναγυρίσω, το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου που άφησα να το πουλήσουν. Εκεί είχα τις αναμνήσεις μου. Ανέβαινα σε μια πέτρα, στο διάδρομο ήταν ένα μεγάλο ξύλινο κάθισμα και από πίσω μια πολύ μεγάλη βυσσινιά, και έκανα πως αγόρευα. Ήθελα να γίνω δικηγόρος. Μετά υποχρεώθηκα να σταματήσω το σχολείο, μόλις είχα βγάλει τη Δ’ Γυμνασίου. Για μένα ήταν μαχαίρι. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, 16 χρονών παιδί τότε, ήμουν ο άντρας του σπιτιού, έπρεπε να αναλάβω το καθαριστήριο. Αλλά αποδείχθηκε θησαυρός, γιατί δεν υπήρχε άλλο καθαριστήριο στην Κηφισιά και είχαμε τους Αιγυπτιώτες Έλληνες που άφηναν με τον κουβά τον παρά παντού. Άφηναν χρήμα, πολύ χρήμα. Έμεναν δυο τρεις μήνες το καλοκαίρι, όπως και άλλοι παραθεριστές -ήταν και παραθεριστικό κέντρο η Κηφισιά- και ζούσαμε όλο το χρόνο. Δεν μεγάλωσα κανονικά, δεν ακολούθησα την πορεία της ζωής μου, με υποχρέωσαν να ακολουθήσω αυτό που μου έλεγε η οικογένειά μου. Αλλά είμαι αυτοδίδακτος. Άρχισα να διαβάζω σαν τρελός».
Η αγάπη μου για την Κηφισιά πέρα από πολιτικές φιλοδοξίες
«Γιατί δεν προχώρησα ως δήμαρχος; Η αγάπη μου για την Κηφισιά ήταν που δεν με άφησε. Το 1955 ο Γεώργιος Παπανδρέου ίδρυσε το κόμμα των Φιλελευθέρων. Μου έστειλε μια ιδιόχειρη επιστολή και με καλούσε να ενταχθώ στο κόμμα του με τη βεβαιότητα ότι θα εκλεγώ. Πήγα και τον βρήκα. Τον ευχαρίστησα θερμά για την τιμή που μου έκανε, αλλά αρνήθηκα, καθώς ήμουν ταγμένος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως του είπα. Δεν αλλάζω την Κηφισιά με τίποτα. Η Κηφισιά μού έδωσε τα πάντα. Πώς να μην την αγαπήσω αυτήν την πόλη; Εγώ περπατούσα και της τραγουδούσα. Έχω ένα ‘’μειονέκτημα’’. Όταν υποσχεθώ κάτι, το τηρώ. Με τον Δημήτρη Ζωμόπουλο ήμασταν φίλοι από παιδιά. Το 1954 κατέβηκε για πρώτη φορά ως υποψήφιος δήμαρχος. Του έδωσα το λόγο μου ότι θα ήμουν με τον συνδυασμό του και θα τον βοηθούσα. Αυτό ήταν και τέλειωσε για μένα… Ο Ζωμόπουλος δεν είχε αυτό που λέμε υψηλού επιπέδου παιδεία, αλλά είχε μυαλό και εντιμότητα. ‘’Άκου ρε’’, μου έλεγε, ‘’αν μπορούμε το δίφραγκο της Κηφισιάς να το κάνουμε τάλιρο, κερδίσαμε’’. Τέτοιος ήταν, έδινε και δεν έπαιρνε ποτέ τίποτα. Όλοι οι δήμαρχοι ως πρώτοι πολίτες της Κηφισιάς πρέπει να δίνουν το παράδειγμα. Κάποιοι έχουν υποβιβάσει το θεσμό με τον λαϊκισμό».
Εικόνες της παλιάς Κηφισιάς
«Η Κηφισιά τότε ήταν ένα μεγάλο χωριό. Το 90% των δρόμων, χωματόδρομοι. Υπήρχε ένα καταβρεχτήρι με τη σωλήνα πίσω και κατάβρεχε. Κι έπειτα από λίγη ώρα… αραμπάς περνά σκόνη γίνεται. Η εμπορική δραστηριότητα άρχιζε από το ύψος του Αγίου Δημητρίου με τερματισμό την οδό Όθωνος και γύρω από το τρίγωνο Κασσαβέτη, Λεβίδου, Παναγίτσας. Ο γέρος πλάτανος το σήμα κατατεθέν της Κηφισιάς. Μια βρυσούλα δρόσιζε τα διψασμένα χείλη των περαστικών με το γάργαρο νεράκι της. Ο τροχονόμος με το βαρέλι. Κάθε πρωτοχρονιά βουνά τα δώρα από τους καταστηματάρχες και όχι μόνο. Ο κόσμος αγαπούσε τότε τον τροχονόμο του.
Με τη διάνοιξη της εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας χάθηκαν σχεδόν όλα τα οικόπεδα που είχε δώσει η εταιρεία ‘’Τρινέμεια’’ στον Δήμο Κηφισιάς για να ενταχθεί η περιοχή στο σχέδιο πόλης. Οι σχέσεις Κηφισιάς – Νέας Ερυθραίας, σχέση μητέρας με παιδί, σχέση αγάπης. Το Άστυ Αιγυπτιωτών στο μεγαλύτερο μέρος του ανήκε στην οικογένεια Ρουσάκη και σε ανθοπαραγωγούς. Το πάρκο Ηρώων Πολυτεχνείου στη Νέα Κηφισιά είναι επιτυχία του δημάρχου Δημήτρη Ζωμόπουλου που με χρήματα του υπουργείου Εσωτερικών -4 εκατ. δραχμές τότε- το αγόρασε από την ‘’Τρινέμεια’’.
Στην Πολιτεία ξεκίνησε η αγορά της γης από τον Συνεταιρισμό Βουλευτών, ένα πολύ δύσκολο έργο που σιγά – σιγά πέτυχε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα για την ανάπτυξη της πόλης. Η πλατεία Κεφαλαρίου μέχρι το 1950 ήταν μια αλάνα. Με πρωτοβουλία του τότε υπουργού και μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου, προχώρησε με επιτυχία η διαμόρφωσή της, καθώς και του πάρκου με τη λιμνούλα και το γραφικό γεφυράκι.
Τα αμαξάκια της Κηφισιάς: Ο Αναγνωστάκης, ο Γιαννίκος, ο Βασίλης Κανούσης, ο Λιάκος Λεντής, κ.α. Το Δημαρχιακό Μέγαρο ήταν στην οδό Όθωνος, πάνω από το ζαχαροπλαστείο ‘’το Σεργιάνι’’, όπου είναι το ‘’Πλαίσιο’’ τώρα. Από εκεί φύγαμε για να καταλήξουμε πάνω από το καφενείο του Δημητρακόπουλου, Κασσαβέτη και πλατεία Πλατάνου, μετά τη μεταπολίτευση».