Δικηγόρος, κοινωνιολόγος, λογοτεχνικός μεταφραστής, πεζογράφος, αλλά κυρίως ποιητής. Ο πολλάκις βραβευμένος και αναγνωρισμένος διεθνώς, Τίτος Πατρίκιος, ανοίγει την καρδιά του.
Συνέντευξη Μαρία Πανάγου
Oι λεπτομερείς συστάσεις και τα πολλά λόγια είναι περιττά. Στους χαλεπούς αυτούς καιρούς, ας αφήσουμε τους ποιητές να μιλήσουν όπως θέλουν. Κι εμείς, ας ακούσουμε προσεκτικά. Αγαπημένε Τίτο Πατρίκιε, ο λόγος δικός σας…
«Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα στα 14 μου. Το θέμα ήταν οι καρποί των φρούτων του καλοκαιριού. Το έστειλα σε διαγωνισμό στο περιοδικό ‘‘Διάπλαση των Παίδων’’. Ούτε καν το ανέφεραν. Είναι το μεγαλύτερο πλήγμα που έχω υποστεί».
«Πάντα έχω την αγωνία μην γράψω κάτι χειρότερο. Όταν φτιάχνουμε κάτι δεν πρέπει να ξεκινάμε με τη φιλοδοξία ότι θα πετύχουμε το αριστούργημα. Όποιος ξεκινάει να γράφει έχοντας ένα στόχο, μπορεί να κάνει προπαγάνδα, ρητορία, να πείσει το ακροατήριο, αλλά δε μπορεί να γράψει ποίηση. Ο μόνος στόχος που μπορεί να έχεις όταν γράφεις είναι να γράψεις καλά. Κι όχι να έχεις στο μυαλό σου κάποιο κοινό που θέλεις να ικανοποιήσεις».
«Το καλό σημαίνει να είναι καλό πρώτα γι’ αυτόν που γράφει. Σημαίνει να έχει καταφέρει να εκφράσει αυτά που έχει μέσα του και, ει δυνατόν, να απαλλαγεί από αυτά: Από τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις καταστάσεις. Το γράψιμο λειτουργεί σαν δωρεάν ψυχανάλυση. Για τον αναγνώστη –και αυτό το ανακάλυψα πριν από λίγα χρόνια- καλό γράψιμο σημαίνει να μπορεί να μπει στο περιβάλλον του κειμένου που διαβάζει. Διάβαζα π.χ. ξανά το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι. Όταν ο ήρωας κατεβαίνει τις σκάλες του παλιού σπιτιού, αισθάνθηκα ότι η περιγραφή είχε τόση δύναμη, που κατέβαινα κι εγώ μαζί του. Είχα μπει κι εγώ εκεί και συμμετείχα στη δράση. Αυτή είναι η δύναμη του καλού έργου».
«Εμένα η ποίηση με έχει θεραπεύσει από την απειλή της κατάθλιψης. Στην κατάθλιψη αισθάνεσαι ένα πλήρες αδιέξοδο, το οποίο οδηγεί ακόμη και στην πνευματική ακινησία. Από αυτό πρωτοκινδύνευσα όταν άρχισα να βλέπω τα πράγματα κριτικά και να ανατρέπονται οι βεβαιότητες που είχα. Αυτό έγινε την εποχή που πήγα στο Παρίσι. Είδα ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα απ’ ότι τα έβλεπα εδώ, οι κοινωνικές αντιθέσεις πολύ εντονότερες και οι λύσεις συχνά ατελέσφορες. Εγώ μεγάλωσα την εποχή που υπήρχε η Σοβιετική Ένωση και ο υπαρκτός σοσιαλισμός καταλάμβανε τον μικρό πλανήτη. Ζούσα με την απατηλή βεβαιότητα ότι σύντομα και ο υπόλοιπος πλανήτης θα γινόταν έτσι και θα ζούμε όλοι στον πιο ευτυχισμένο κόσμο. Η πραγματικότητα άρχισε να αλλάζει και οι βεβαιότητες, δεν κατέρρευσαν μόνο μέσα μου, αλλά στην πραγματικότητα».
«Τώρα τελευταία με αναγνωρίζει ο κόσμος στο δρόμο και με πλησιάζει. Ίσως επειδή έχω βγει στην τηλεόραση περισσότερο, ίσως γιατί έχουν διαβάσει τα τελευταία μου ποιήματα. Ίσως γιατί έχουν ξεθαρρέψει. Παλιά οι γνωστοί ποιητές ήταν απρόσιτοι. Καταρχή δεν κυκλοφορούσαν. Ήξερες πού κυκλοφορεί ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος; Ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος ήταν πιο προσιτοί. Όποιος τους πλησίαζε, του μιλούσαν. Εγώ δεν έζησα σε στενούς κύκλους, ήμουν πάντα ανοιχτός γιατί βρισκόμουν και σε κινήσεις συλλογικές. Είμαι ένας εκ των δημιουργών του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», είχαμε ένα μικρό γραφείο στο οποίο ερχόταν όποιος ήθελε να μας δει, μας κουβέντιαζε, μας έβριζε αν ήθελε, τον ακούγαμε. Αν και καμιά φορά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να κλειστεί για να αμύνεται, εγώ παρέμεινα ανοιχτός».
«Ο έρωτας είναι σημαντικός στη ζωή. Έχω γράψει πολλά ερωτικά ποιήματα. Αλλά καλύτερα να μιλούν τα ποιήματα και όχι εγώ. Εγώ το μόνο που έχω να πω είναι ότι η δεύτερη γυναίκα μου, η Ρένα Σταυρίδη, ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου! Ήταν αμοιβαίος, και με μας, είχε συμβεί αυτό το πολύ δύσκολο, να μετασχηματιστεί σε αγάπη. Εκτός από την σαρκική έλξη υπήρξε και ψυχική συνταύτιση. Και αυτά κράτησαν με την ίδια ένταση επί 40 χρόνια! Και αν δεν είχε «φύγει» νωρίς, το ίδιο θα συνέβαινε και τώρα. Αυτό που μου λείπει από εκείνη είναι ο διάλογος. Αυτός που είναι, όχι η ανταλλαγή σκέψεων, αλλά η ανταλλαγή της ύπαρξης. Η ενσωμάτωση τού ενός στον άλλον. Ευτυχώς, υπάρχουν οι δύο κόρες και τα δύο εγγόνια μας που είναι η παντοτινή γέφυρα που θα μας ενώνει. Τις εγγόνες μου τις βλέπω συνέχεια, έγινα χαζοπαππούς, αυτό που κορόιδευα κάποτε στους φίλους μου».
«Κάνω μοναχική ζωή και δουλειά αλλά δε νοιώθω μοναξιά. Έχω φίλους και τα παιδιά μου και επικοινωνώ με τον κόσμο».
«Η ποίηση με κέρδισε ολοκληρωτικά με τον νέο αιώνα, το 2000. Τότε αισθάνθηκα ότι αφοσιώθηκα στην ποίηση. Πριν τα ήθελα λιγάκι όλα. Τη δικηγορία, τις μεταφράσεις, την κοινωνιολογία. Πολλά από αυτά που έκανα έχουν γίνει χωρίς κέφι, μόνο από την ανάγκη του βιοπορισμού. Όλα, εκτός από την ποίηση».
«Τα έχασα όταν είδα συγκεντρωμένη την εργογραφία μου στην έκδοση που έκανε πρόσφατα το Μουσείο Μπενάκη. Είπα «μα έχω δημοσιεύσει τόσα πράγματα»; Τώρα πάλι κάτι γράφω, αλλά σκέφτομαι ότι μπορεί να καταντήσει και κουραστικό για τους άλλους αυτό. Η δουλειά του Σεφέρη και του Καβάφη μαζί, μόλις που κάνουν έναν τόμο. Τα δικά μου φτιάχνουν δύο τόμους χοντρούς».
«Το 2001 ήταν εφιάλτης! Ο χειρότερος χρόνος της ζωής μου. Ορίστηκα πρόεδρος της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας και παραιτήθηκα σε δυο μήνες, αλλά ο Σημίτης με παρακάλεσε να μείνω ως το τέλος του χρόνου. Αντιμετώπισα ηθικά προβλήματα. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Θεόδωρος Πάγκαλος ανήγγειλε ένα κολοσσιαίο ποσό για τον μισθό μου. Ο μισθός αυτός δεν υπεγράφη και δεν τον πήρα ποτέ, αλλά ο κόσμος έμεινε με την εντύπωση ότι πήρα πολλά λεφτά. Και όχι μόνον δεν πήρα μισθό, αλλά τους πρώτους έξι μήνες τα έξοδα τα έβαζα από την τσέπη μου. Φιλοξενία πρέσβεων και άλλων τα είχα αναλάβει οικονομικά εγώ. Και όλοι νόμιζαν ότι τα παίρνω χοντρά. Αυτή η ρετσινιά μού κόστισε πολύ ψυχολογικά»!
«Είναι η πρώτη μου φορά που τα λέω αυτά. Εγώ προσπαθούσα να βάλω ως πρόεδρος τα πράγματα σε τάξη, να περιορίσω τα έξοδα. Κατήργησα το προεδρικό αυτοκίνητο, κατήργησα τα ταξίδια στη business class που ίσχυε για όλους και με κατηγορούσαν. Όταν τελείωσε όλο αυτό και γύρισα σπίτι και είπα στη γυναίκα μου «είμαι επιτέλους ένας ελεύθερος άνθρωπος» και κάναμε μεγάλη γιορτή για την πρωτοχρονιά, ύστερα από λίγες μέρες βρέθηκα να εγχειρίζομαι με καρκίνο. Ήταν ραγδαία η επιδείνωση. Ο γιατρός είπε ότι αν δεν έκανα εξετάσεις –τυχαία τις έκανα τότε- θα ζούσα άλλους δύο μήνες».
«Τολμώ να υποψιαστώ ότι ο καρκίνος μου οφείλεται σε αυτή την ιστορία. Και το λέω αυτό γιατί στην αρχή της χρονιάς είχα κάνει ιατρικό έλεγχο και ήμουν καλά».
«Είμαι τυχερός. Τη γλίτωσα τελευταία στιγμή από την εκτέλεση στην κατοχή, τη γλίτωσα όταν σκαρφάλωσα στο ηφαίστειο της Αίτνας και έπεσα μέσα στον κρατήρα. Πολλές φορές υποκύπτω στην περιέργεια και κάνω μεγάλες επιπολαιότητες. Και τη γλιτώνω. Ακόμη και τώρα, στα 88 μου, το έχω αυτό το χαρακτηριστικό της περιέργειας. Αλλά η μεγαλύτερη τύχη είναι που γνώρισα τη γυναίκα μου. Αυτό ήταν πραγματική τύχη».
«Είμαι υπέρ του facebook και των νέων τρόπων επικοινωνίας και έκφρασης. Δεν τους χρησιμοποιώ όμως, όχι γιατί τους περιφρονώ, αλλά γιατί έχω συνηθίσει τους παλιούς. Προσπάθησα να ασχοληθώ λίγο με τα social media αλλά τελικά δίστασα».
«Τον θάνατο βεβαίως και τον φοβάμαι. Και ποιος δεν τον φοβάται; Το ζήτημα είναι να μην κάνεις γελοιότητες για να τον αποφύγεις. Αυτός είναι κι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Η γελοιοποίηση. Δε θέλω να γελοιοποιηθώ».
«Η πιο ποιητική μέρα της ζωής μου ήταν αυτή που γνώρισα τη δεύτερη σύζυγό μου».
«Ο αγαπημένος μου στίχος είναι του ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ: «Μια ζαριά ποτέ δεν πρόκειται να καταργήσει την τύχη».
Ο Τίτος Πατρίκιος είναι καλεσμένος του Κέντρου Έρευνας & Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας (ΚΕΜΜΕ Δήμου Κηφισιάς), τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου, στις 7:30μ.μ., στο Πολιτιστικό Κέντρο Κηφισιάς, Αίθουσα Δήμαρχος Βασίλης Γκατσόπουλος (Διονύσου και Μυρσίνης 2, πληροφορίες: 210 620 6190). Θα μιλήσουν η Ελένη Αντωνιάδου, φιλόλογος, για το συνολικό έργο του ποιητή, ο Γιάννης Μπασκόζος, συγγραφέας και διευθυντής του ηλεκτρονικού περιοδικού «Αναγνώστης» για το βιβλίο “Πειρασμός της Νοσταλγίας», εκδόσεις Κίχλη και η Κατερίνα Σχινά, κριτικός λογοτεχνίας, για το βιβλίο «Σε βρίσκει η ποίηση», εκδόσεις Κίχλη. Ο Τίτος Πατρίκιος θα διαβάσει ποιήματά του. Συντονισμός και παρουσίαση από τη Λίνα Σόρογκα, συγγραφέα και μέλος Δ.Σ. του ΚΕΜΜΕ.
«Τον Μένη Κουμανταρέα τον αγαπούσα πολύ, ήμασταν φίλοι. «Έφυγε» με άγριο τρόπο. Με τάραξε αυτό. Το πρώτο που σκέφτηκα όταν έμαθα ότι βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του ήταν ότι δεν πρόσεχε, ότι ήταν τελικά δέσμιος των ακροτήτων του. Ζούμε σε έναν κόσμο αγριότητας. Πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί».
«Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω για να αλλάξω κάτι, αυτό θα ήταν να εκδηλώσω περισσότερο την αγάπη που είχα στη μητέρα και τον πατέρα μου. Δεν τους την έδειξα όσο το άξιζαν. Ασχολιόμουν με τις δουλειές μου και δε στάθηκα δίπλα τους στο τέλος, όσο ήταν άρρωστοι. Όταν έφυγαν απ’ τη ζωή εγώ ήμουν μακριά τους. Ήταν ένα μάθημα αυτό για να εκφράζω στους γύρω μου την αγάπη μου. Αν και πολλές φορές στα μαθήματα μένουμε μετεξεταστέοι».
«Έχω υποστεί bullying για το όνομά μου. Το κανονικό μου όνομα είναι Βαπτιστής αλλά η μητέρα μου αποφάσισε να το αλλάξει σε Τίτος. Ούτε ξέρω που το βρήκε. Στο σχολείο τους φαινόταν περίεργο. Με φώναζαν Τιτίκα, Τιτίνα… Σε αυτές τις περιπτώσεις ή δέχεσαι τον εκφοβισμό παθητικά ή πλακώνεσαι στο ξύλο. Εγώ έκανα το δεύτερο».