Συνέντευξη: Μαρία Πανάγου
Η αγαπημένη καλλιτέχνης που έχει υπογράψει τα σενάρια των πιο επιτυχημένων τηλεοπτικών σειρών και έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες σήριαλ και ταινίες, μιλάει για τους Κύπριους, τον αγαπημένο της πατέρα, τη λατρεία της στα ζώα και τον συγκλονιστικό μονόλογο τον οποίο θα ερμηνεύσει το φθινόπωρο
Ηφαντασία και η καλή της πένα είναι η υπογραφή στις ιστορίες πολλών σήριαλ που μάς έχουν καθηλώσει, από τότε που η ιδιωτική τηλεόραση έδωσε χώρο σε ικανούς ανθρώπους να μεγαλουργήσουν. Σεναριογράφος, συγγραφέας και ηθοποιός, η Άννα Αδριανού είναι η γυναίκα που δε φοβάται να εκτεθεί, να ρισκάρει, να ερωτευτεί, να ξεπεράσει τον εαυτό της και τελικά να πετύχει. Δυναμική και συνάμα ρομαντική, σοφή και πολυπράγμων, δεν σταματά να δημιουργεί είτε ως μυθοπλάστης, είτε υποδυόμενη ένα ρόλο. Κι όταν δεν ασχολείται με την υποκριτική ή τη συγγραφή, με το ίδιο -και μεγαλύτερο- πάθος βοηθά με όποιο τρόπο μπορεί τα αδέσποτα ζώα.
Αφού τελείωσε με την τηλεοπτική σειρά «Εννέα Μήνες», της οποίας έγραψε το σενάριο και που ενθουσίασε το κοινό σε Ελλάδα και Κύπρο, η Άννα Αδριανού ετοιμάζεται να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα του μονολόγου στο θέατρο, σε ένα συγκλονιστικό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη. Τον επόμενο Οκτώβρη θα την απολαύσουμε στο θέατρο «Αλκμήνη», ως μια μάνα που μιλάει στον εύζωνα γιο της, όσο εκείνος μένει ακίνητος στον Άγνωστο Στρατιώτη.
«Το μπουφάν της Χάρλευ» θα το σκηνοθετήσει ο Αλέξανδρος Σταύρου. Το ήθελα από καιρό να κάνω ένα μονόλογο και ο συγκεκριμένος είναι ίσως το πιο συγκινητικό κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ. Η γυναίκα αυτή πηγαίνει μέσα στη νύχτα, μες στη βροχή στο παιδί της ένα κομμάτι πίτα που του έχει φτιάξει και προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί του κερδίζοντας όλα τους τα χρόνια, μέσα από τα οποία διηγείται και τη ζωή της. Το έργο έχει και μια έκπληξη, μια μεγάλη ανατροπή που δε θα πούμε βέβαια τώρα.
Η γυναίκα αυτή δεν είναι μορφωμένη, ίσως να μην έχει καν τελειώσει το σχολείο, προέρχεται από μια σκληρή περιοχή, έχει παντρευτεί στα 17 της έναν μεγαλύτερο άντρα, δεν έχει ζήσει τη ζωή της. Είναι μια γυναίκα που δεν είχε στα χέρια της τα εργαλεία που είχα εγώ, τις γνώσεις, τη μόρφωση, τους διευκολυντικούς ανθρώπους… Είναι μεγάλη πρόκληση να προσεγγίσω μια ζωή και ένα χαρακτήρα που δεν έχει τίποτα δικό μου. Και που κυρίως είναι μάνα. Όταν ο Αλέξανδρος μού έκανε την πρόταση, σάστισα. «Κάποιος θα πει ότι ο ρόλος δε σου πάει, αλλά εγώ ξέρω ότι σου πάει», μου είπε. Και πράγματι, βρίσκεις μέσα σ’ αυτή τη γυναίκα μια γνησιότητα και συναισθήματα που είναι έντονα, γιατί δεν είναι ραφιναρισμένα, δεν είναι καλοφτιαγμένα».
– Τηλεοπτικά ετοιμάζετε κάτι;
Μετά από έξι συνεχόμενα χρόνια στο σενάριο, 4 στα «Κλεμμένα όνειρα» και 2 στους «Εννέα Μήνες», λέω να ξεκουραστώ λίγο. Ερμηνευτικά, μου έχουν προτείνει ένα – δύο πράγματα, αλλά δεν ξέρω ακόμη τι θα κάνω.
– Οι περισσότερες σειρές αυτή τη στιγμή είναι ελληνοκυπριακές συνεργασίες και πάνε πάρα πολύ καλά. Τελικά, η Κύπρος «έσωσε» τους Έλληνες καλλιτέχνες μέσα στην κρίση;
Δεν ξέρω αν μας έχει σώσει ή να έχουμε εμείς σώσει την Κύπρο, γιατί η τηλεόραση εκεί έχει αλλάξει πολύ από τότε που συνεργαζόμαστε. Είναι ένα πολύ καλό πάντρεμα που κάνει καλό και στις δύο πλευρές. Οι Έλληνες από τη μια είχαν μεγαλύτερη εμπειρία στην τηλεόραση και ειδικά σε ότι αφορά τη μυθοπλασία, ενώ οι Κύπριοι από την άλλη, έχουν μια άλλη φρεσκάδα και μια άλλη ορμή. Στις σειρές βλέπεις το πάντρεμα και των δύο νοοτροπιών, οι δύο λαοί είμαστε πολύ κοντά, αλλά δεν είμαστε ίδιοι κι αυτό έχει ενδιαφέρον. Οι συνεργασίες είναι εξαιρετικές. Οι Κύπριοι είναι σαν παιδιά. Έχουν μια αθωότητα και μια ζεστασιά που τη βλέπεις ακόμη και στο πώς σε πλησιάζουν στο δρόμο. Ο τρόπος είναι ανατολίτικος, πιο διαχυτικός, εδώ είμαστε Δύση, η έκφραση του θαυμασμού γίνεται μέσα από ένα άλλο στιλ, λίγο πιο comme il faut.
– Πιστεύετε πως η Ελλάδα έχει μέλλον ή θα αναγκαζόμαστε πάντα να στρεφόμαστε προς το εξωτερικό;
Βέβαια η Ελλάδα έχει μέλλον. Εγώ βλέπω μέλλον παντού. Και σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως να με βάλουν, θα έχω ελπίδα και θα πιστεύω στο καλύτερο. Η ζωή είναι αυτό που επιλέγουμε εμείς να δούμε.
– Ήσασταν πάντα έτσι αισιόδοξη;
Είχα την τύχη να έχω έναν πατέρα που έλεγε ότι «Εμένα και να πάνε να με εκτελέσουν, θα χαρώ τη διαδρομή και δε θα χάσω ένα λεπτό». Θυμάμαι που του παραπονιόμουν: «Πατέρα υπάρχει ένα πρόβλημα». Και μου απαντούσε, «Αυτή τη στιγμή»; «Όχι, αλλά αύριο μπορεί να…». Κι εκείνος αφοπλιστικά συνέχιζε: «Αύριο παιδί μου, μπορεί να μην υπάρχουμε, αύριο μπορεί να έχει λυθεί και το πρόβλημα. Γιατί δίνεις χώρο και χρόνο στη στεναχώρια»; Με έμαθε να ζω το σήμερα και είναι ο μόνος τρόπος για να ζει ο άνθρωπος, αλλιώς ζει μέσα από το φόβο και την αγωνία του. Και οι φόβοι είναι συνήθως ανάξιοι της πραγματικότητας. Πόσοι από αυτούς μας γίνονται αληθινοί; Ελάχιστοι, καμμιά φορά και κανένας.
– Είναι γνωστό βέβαια, αλλά πραγματικά φαίνεται πολύ έντονα ότι είχατε μεγάλη αδυναμία στον πατέρα σας, τον σπουδαίο ηθοποιό Νίκο Βασταρδή.
Ο πατέρας μου ήταν πολύ ελεύθερος άνθρωπος, ροκ, συμπονετικός. Θα σας πω κάτι για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται. Όταν ήμουν μικρή μάζευε χρήματα για να αγοράσει ένα παλτό, το θέατρο δεν είχε λεφτά, έπαιζε σε ποιοτικές παραστάσεις. Το παλτό το ήθελε πάρα πολύ και μάζευε καιρό τα λεφτά για να το αγοράσει. Και μια μέρα, πήγαμε μαζί και το πήραμε. Βγήκαμε λοιπόν από την Ερμού και ανηφορίσαμε προς το Σύνταγμα. Εκείνος φορούσε το παλτό, έκανε και πολύ κρύο και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Στη διαδρομή συναντήσαμε έναν άστεγο που κρύωνε πολύ. Ο πατέρας μου έβγαλε το παλτό και του το έδωσε. Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Με έχουν επηρεάσει πολύ οι ευαισθησίες του. Η μητέρα μου φαινόταν πιο σκληρή, πιο δυνατή, πιο οχυρωμένη – πιθανώς να είχε μεγαλύτερους φόβους. Ήταν όμως απίστευτα συμπονετική και με τους ανθρώπους και με τα ζώα. Από εκείνη έγινα φιλόζωη. Εμείς ταΐζαμε τα αδέσποτα, τα πηγαίναμε στο γιατρό σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν μόδα, αντιθέτως το θεωρούσαν και λίγο παρανοϊκό.
– Ξέρω ότι έχετε βοηθήσει να σωθούν αμέτρητα ζώα. Έχετε φτάσει ακόμη και σε.. ακρότητες γι αυτό.
Χα χα χα! Ναι, έχω τσακωθεί πολλές φορές με ανθρώπους που έκαναν κακό σε ζώα. Πρόσφατα, όταν μια γυναίκα πήρε ένα γατάκι από έναν κοινόχρηστο χώρο και το πέταξε σε κτήμα με σκυλιά για να το φάνε, αρνούμενη να μάς το δώσει να το σώσουμε, άρχισα να φωνάζω και έριξα κάτω μια καρέκλα στο σπίτι της. Ναι, φτάνω σε υπερβολές όταν συναντώ κακία.
Τα ζώα με συγκινούν γιατί είναι ανυπεράσπιστα. Σήμερα είμαι μέλος της Πανελλήνιας Φιλοζωικής Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας, μέλος σε Φιλοζωικούς συλλόγους και προσπαθώ μόνη μου να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω τα ζώα. Στο σπίτι μου έχω δύο σκυλιά και δύο γάτες, αλλά θεωρώ «δικά» μου και τα περίπου χίλια που έχω σώσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μόνο την τελευταία δεκαετία.
Αυτό, πρέπει να σας πω ότι, είναι το πιο σημαντικό πράγμα που κάνω στη ζωή μου. Ο κάθε άνθρωπος για να πει ότι δεν είναι άχρηστο το πέρασμά του από αυτό τον πλανήτη, κάπου πρέπει να προσφέρει. Εγώ διάλεξα αυτό τον τομέα.
– Ξέρω ότι είστε πολύ ευτυχισμένη στο γάμο σας. Δηλώνετε μάλιστα κι οι δύο ερωτευμένοι, μετά από 20 χρόνια σχέσης. Αναρωτιέμαι αν μοιάζει με τον πατέρα σας ο Γιάννης Μπότσης…
Ναι, του μοιάζει, με την έννοια ότι ο Γιάννης είναι σαν παιδί, έχει μια μεγάλη ψυχή, έχει ένα μεγάλο ενθουσιασμό για τη ζωή, αισθάνομαι σαν να τα έχω με ένα 18χρονο που θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο, ακούει ροκ, τον ενδιαφέρουν τα πάντα και από τη άλλη είναι υπεύθυνος, ώριμος, προστατευτικός ως ενήλικας.
– Είναι πολύ ανακουφιστικό να βλέπουμε ότι συμβαίνουν και αυτά στη ζωή…
Επειδή είχαν χωρίσει οι γονείς μου, είχα μια κρυφή πεποίθηση που ήθελα να την επιβεβαιώσω: Ότι υπάρχει μια αγάπη πλήρης, ολοκληρωμένη, μια αγάπη όπου δυο άνθρωποι μπορούν να αγαπηθούν ουσιαστικά γι αυτό που είναι όχι γι αυτό που φαντάζεται ο ένας ότι είναι ο άλλος. Ξέρετε, αν ο έρωτας δεν καταλήξει σε μεγάλη οργή και επιμείνεις μετά τον έρωτα να γνωρίσεις πιο βαθιά τον άλλον και αυτό γίνει αγάπη, τότε ο έρωτας ξανάρχεται. Η αγάπη επαναφέρει τον έρωτα.
– Τι δε συγχωρείτε σε κάποιον;
Τη σκληρότητα, την αναλγησία.
– Δεν έχετε το επίθετο του πατέρα σας, ούτε κάποιου πρώην συζύγου σας. Το «Αδριανού» πώς προκύπτει;
Το «Αδριανού» είναι της μητέρας μου το πατρικό, το οποίο κράτησα, αλλά έχω μετανιώσει. Η ταυτότητά μου γράφει «Βασταρδή», αλλά όταν πρωτοπήγα στη σχολή και έκανα τις πρώτες μου δουλειές κι επειδή ο πατέρας μου έκανε και τηλεόραση τότε και ήταν γνωστός και επειδή δεν ήθελα να πηγαίνω σε οντισιόν και το πρώτο που θα μου έλεγαν να είναι «α, είσαι η κόρη του Βασταρδή», είπα να κάνω καλλιτεχνικό όνομα το «Αδριανού». Μια τρύπα στο νερό έκανα βέβαια, γιατί πάρα πολύ γρήγορα όλοι ήξεραν ποιος είναι ο μπαμπάς μου, το έγραψαν και οι εφημερίδες, οπότε και ο κόσμος το έμαθε. Ένας δεύτερος πάντως λόγος που κράτησα το όνομα της μητέρας μου είναι γιατί εκείνη πάλεψε πολύ όταν μείναμε οι δυο μας, δεν ξαναπαντρεύτηκε, αφοσιώθηκε σε μένα κατά κάποιο τρόπο και ήθελα να της το προσφέρω.
– Έχετε συνεργαστεί στενά με τον Νίκο Φώσκολο. Πείτε μου πράγματα γι αυτόν που δεν γνωρίζουμε…
Ο αγαπημένος μου Νίκος… Έμαθα πολλά από εκείνον. Ήταν πάρα πολύ γλυκός άνθρωπος και γενναιόδωρος συνεργάτης. Είχε ξεκινήσει τη «Λάμψη» όταν είδε ένα σενάριό μου που του άρεσε και με φώναξε να συνεργαστούμε. Ο Νίκος σού έλεγε 5 ιστορίες μέχρι να σε βγάλει στο ασανσέρ, είχε καταπληκτική φαντασία και ήταν ασύγκριτος στη μυθοπλασία. Ήταν πολύ χορτάτος άνθρωπος. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι όταν με έπαιρνε τηλέφωνο το πρωί και μου έλεγε για τις σκηνές που έπρεπε να δουλέψω ως προς τους διαλόγους και αφού το κάναμε αυτό για 10 λεπτά, μετά μέναμε στο ακουστικό μια ώρα και φιλοσοφούσαμε. Ήταν σαν παιδί, φευγάτος, ονειροπόλος. Είχα με όλους στην πορεία μου πολύ καλές συνεργασίες και με τον Τσελεμέγκο στις «Επιθυμίες» και με τον Καραντινάκη στα «Ζευγάρια». Αλλά η καλύτερη συνεργασία ήταν με τον Γιάννη Μπότση. Γιατί ως συνεργάτες ξεκινήσαμε. Και γρήγορα διαπιστώσαμε ότι είμαστε ο ένας το μυαλό του άλλου.
– Έχετε ένα υπέροχο γάμο, είστε πολύ επιτυχημένη επαγγελματικά. Υπάρχει κάτι που σας λείπει;
Εκτός από τον πατέρα μου, μου λείπει πολύ μια κοινωνία πιο ευαισθητοποιημένη με τα ζώα και τους ανθρώπους. Αν και την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει μεγάλα βήματα, εγώ είμαι πολύ ανυπόμονη και θέλω να αλλάξει κι άλλο και γρήγορα.