Πώς του ακούγεται ο τίτλος «ο καλύτερος κωμικός ηθοποιός της γενιάς του»; Ποιό είναι το μεγάλο του όνειρο; Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης χωρίς φόβο και με πολύ πάθος σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.
Συνέντευξη: Τάσος Μεργιάννης
Μια μέρα δίχως γέλιο είναι μια μέρα χαμένη» συνήθιζε να λέει ο Τσάρλι Τσάπλιν, τον οποίο πρόκειται να υποδυθεί στη σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ σε λίγο καιρό – η πρεμιέρα προγραμματίζεται στα τέλη Οκτωβρίου. Προς το παρόν ολοκληρώνει την καλοκαιρινή περιοδεία της κωμωδίας του Ζορζ Φεϊντό «Γουρούνι στο σακί» (παρουσιάζεται το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου στο θέατρο «Αλίκη Βουγιουκλάκη» στο πλαίσιο του 28ου Φεστιβάλ Βριλησσίων) για την οποία συνεργάστηκε με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης.
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης μιλάει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ και μας συστήνει τον ρόλο του: «Είμαι ο Ντιφοσέ, ένα απλό παιδί από την επαρχία, που τον στέλνει ο πατέρας του να σπουδάσει και να τον φιλοξενήσει ο κύριος Πακαρέλ, τον οποίο υποδύεται ο Δημήτρης Πιατάς. Ενώ όλοι με περιμένουν ως τενόρο, στην πραγματικότητα δεν είμαι. Στον γραμμένο μαεστρικά και πανέξυπνο διάλογο που γίνεται, δεν συνειδητοποιώ ότι με περνάνε για κάτι άλλο και θεωρώ ότι απλώς μου κάνουν πλάκα. Έτσι κι εγώ το διασκεδάζω. Όλο αυτό φέρνει ανατροπές και τρελό γέλιο. Πρόκειται για μια καθαρόαιμη κωμωδία με την οποία ο κόσμος ξεδίνει για δυο ώρες».
Ήταν κουραστική η φετινή περιοδεία;
Πάντα είναι κουραστική μια περιοδεία. Υπάρχουν ηθοποιοί που λατρεύουν αυτή τη διαδικασία και άλλοι που τη μισούν. Προσωπικά, ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Είναι μια καλή ευκαιρία για να ξεφύγω από την καθημερινότητα της Αθήνας και να γνωρίσω τις ομορφιές της Ελλάδας. Μου αρέσει να συναντώ νέους ανθρώπους και να νιώθω ότι προσφέρω χαρά στον κόσμο, που δεν του δίνεται συχνά η ευκαιρία να δει από κοντά θέατρο και τους αγαπημένους του καλλιτέχνες.
Ανήκεις στην κατηγορία των ηθοποιών που έχουν κάνει σχεδόν μόνο κωμωδία. Αυτό προέκυψε από δική σου επιλογή;
Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο έχω κάνει αποκλειστικά κωμωδίες, αλλά στο θέατρο έχω δοκιμαστεί και σε άλλα είδη. Αυτό είναι και δική μου επιλογή. Η κωμωδία είναι ένα δύσκολο , απαιτητικό είδος. Είναι τιμητικό κάποιος να έχει το χάρισμα να κάνει τον άλλον να γελάει. Επειδή ξεκίνησα με αυτό το είδος, οι προτάσεις που μου γίνονται είναι κυρίως για κωμωδίες. Τα τελευταία χρόνια που έχω την δυνατότητα να ορίζω εγώ τις δουλειές μου , είμαι πιο επιλεκτικός στην επιλογή του έργου. Πλέον σκέφτομαι όχι μόνο τα προσωπικά μου «θέλω», αλλά και την ανάγκη που έχει η κοινωνία εκείνη τη στιγμή από το θέατρο ή την τέχνη γενικότερα. Για παράδειγμα, πριν από δυο χρόνια έκανα τον «Ιώβ» -ένας μονόλογος που μου άλλαξε τον τρόπο σκέψης- και πιο παλιά το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα». Ακόμα, έχω κάνει κωμωδίες με έντονα δραματικά στοιχεία, όπως το «Ring» και την «Τρελή του Σαγιό». Μου αρέσει να κινούμαι σ’ αυτή τη λεπτή κλωστή μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
Λένε ότι οι κωμικοί ηθοποιοί κατά βάθος είναι άτομα μελαγχολικά έως και καταθλιπτικά. Κατά πόσο ισχύει αυτό;
Αν και δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, αν σκεφτώ τι καλείται να κάνει στη δουλειά του ένας κωμικός, τότε θα θεωρήσω λογικό στην προσωπική του ζωή να είναι πολύ διαφορετικός απ’ αυτό που θα περίμενε ο κόσμος. Είναι φυσιολογικό να ρίχνει τους τόνους για να μπορέσει να ισορροπήσει την ενέργεια που λαμβάνει πάνω στη σκηνή. Εάν αυτό το διαφορετικό μεταφράζεται σε μεγαγχολία ή ακόμα και κατάθλιψη, θεωρώ ότι έχει μια λογική. Εγώ στην προσωπική μου ζωή είμαι ήπιων τόνων και σίγουρα δεν είμαι οι ρόλοι μου.
Πόσο συχνά επιστρατεύεις το χιούμορ σου;
Πάντα το χιούμορ ήταν το όπλο μου. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που το διαθέτουν, όπως μου αρέσουν και τα όρια. Και στο χιούμορ και στην τέχνη και παντού. Δεν είμαι υπέρ της ασυδοσίας.
Πώς ασχολήθηκες με το θέατρο; Υπήρξε κάποια παράσταση – σημείο αναφοράς για σένα;
Η πρώτη παράσταση που μου έβαλε το μικρόβιο ήταν το έργο του Γιάννη Ξανθούλη «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο» το οποίο παρακολούθησα σε ηλικία 9 ετών. Επίσης, όταν σπούδαζα μηχανολόγος – μηχανικός στην Κοζάνη και ασχολιόμουν ερασιτεχνικά με το θέατρο, είχα υποδυθεί τον Τρέπλιεφ στον «Γλάρο» του Τσέχωφ . Εκεί συνειδητοποίησα πόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία μου να γίνω ηθοποιός. Ένας δραματικός ρόλος, λοιπόν, με έκανε να φύγω για την Αθήνα για να σπουδάσω σε δραματική σχολή.
Σε ηλικία μόλις 15 ετών έπαιξες στην «Μελωδία της Ευτυχίας» στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Τι θυμάσαι από εκείνη την οντισιόν;
Μέχρι να έρθει η Αλίκη είχαν γίνει ήδη 4 οντισιόν, στις οποίες οι συνεργάτες της είχαν επιλέξει τα πρώτα παιδιά. Όταν ήρθε εκείνη, έκανε το τελικό ξεσταρτάρισμα. Θυμάμαι ότι ήμουν το πρώτο αγόρι που διάλεξε και επειδή είχα μακριά μαλλιά μου είχε πει «εσύ πρέπει να κουρευτείς».
Ποια είναι για σένα η καλύτερη στιγμή στη διαδικασία μιας παράστασης;
Η πιο δημιουργική φάση είναι αυτή των προβών. Εκεί όπου παίρνεις ένα άψυχο χαρτί με γράμματα και το ζωντανεύεις. Εξίσου σημαντική στιγμή είναι η πρώτη επαφή της δουλειάς με το κοινό. Στη συνέχεια, είναι ωραίο να ζεις το «ταξίδι» της παράστασης το οποίο ποτέ δεν είναι ίδιο. Τρία διαφορετικά στάδια που όλα έχουν τη δική τους μαγεία.
Παράλληλα με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία, έχεις δοκιμαστεί και στον δύσκολο ρόλο του παραγωγού και αναφέρομαι στην ταινία «Πέμπτη και 12» την οποία υπέγραφες εξ ολοκλήρου. Είναι κάτι που θα δοκίμαζες ξανά;
Ήταν πολύ μεγάλο το ρίσκο, γιατί είχα ρίξει όλες μου τις οικονομίες σε αυτήν την ταινία. Σταδιακά, ευτυχώς, γίνεται απόσβεση. Για δυο χρόνια ήταν πρώτη στα εισιτήρια και σήμερα όταν προβάλλεται στην τηλεόραση σημειώνει μεγάλη τηλεθέαση. Αν και η παραγωγή είναι πολύ δημιουργική διαδικασία, δεν θα ήθελα ξανά να εμπλακώ μ’ αυτήν -τουλάχιστον στον κινηματογράφο- γιατί θυμάμαι ότι ήταν κάτι που είχα συνέχεια στο μυαλό μου και με επηρέαζε. Το θετικό είναι πως όταν είσαι παραγωγός, οι συνθήκες δουλειάς είναι περίπου αυτές που θέλεις και αυτό με κάνει να σκέφτομαι να θέλω να το επιχειρήσω ξανά. Αυτή τη φορά, όμως, στο θέατρο.
Σε έχουν χαρακτηρίσει ως «τον καλύτερο κωμικό ηθοποιό της νέας γενιάς». Σε αγχώνει αυτός ο τίτλος;
Λογικό είναι να μου αρέσει και να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Σίγουρα με κάνει να ανεβάζω τον πήχη και να μην επαναπαύομαι. Είναι μαγικό το συναίσθημα όχι μόνο να κάνεις αυτό που αγαπάς, αλλά να έχεις και απήχηση.
Ποιό είναι το μεγάλο σου επαγγελματικό όνειρο;
Αυτό που θέλω να πετύχω κάποια στιγμή είναι ο κόσμος να έρχεται στις παραστάσεις ή στις ταινίες μου χωρίς καν να γνωρίζει τον τίτλο. Δεν το λέω με τη ναρκισσιστική έννοια (να έρχεται για να δει εμένα) αλλά να γνωρίζει ότι θα περάσει καλά και θα ψυχαγωγηθεί με ωραίο τρόπο.
Την αναγνωρισιμότητα πώς την αντιμετωπίζεις ;
Μου αρέσει να μιλάω με τον κόσμο, να βγαίνω φωτογραφίες, να βλέπω τη χαρά στο πρόσωπό του… Αισθάνομαι , όμως, ότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα. Σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι. Αν δεν κάνεις τηλεόραση για 2-3 χρόνια, ο κόσμος μπορεί να σε ξεχάσει και να χαιρετάει τον επόμενο!
Είσαι πλέον 36 ετών. Είναι στα σχέδιά σου ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας;
Η οικογένεια είναι κάτι που μου αρέσει. Εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν θα ήθελα να μου συμβεί. Αυτά, όμως, δεν συζητιούνται. Θεού θέλοντος, γίνονται.
Έχω την αίσθηση ότι ανήκεις στην κατηγορία των ηθοποιών που προσπαθούν να κρατούν την προσωπική τους ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Για ποιο λόγο;
Δεν θεωρώ ότι θα με βοηθήσει σ’ αυτό που κάνω το να εκθέτω πράγματα από την προσωπική μου ζωή. Δεν θα κρύψω, βέβαια, τίποτα, αλλά ούτε και θα βγω να πω λεπτομέρειες. Θέλω ο κόσμος να με γνωρίζει μόνο μέσω της δουλειάς μου.
Υπάρχει κάποιο ανθρώπινο ελάττωμα το οποίο δεν συγχωρείς;
Την αδικία, την αδιακρισία και την έλλειψη σεβασμού. Είναι πράγματα που με κάνουν και θυμώνω.
«Ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι ένας ρόλος που μπορεί να με “σημαδέψει”»
Σε λίγες εβδομάδες θα κληθείς να ενσαρκώσεις επί σκηνής μια εμβληματική μορφή του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον Τσάρλι Τσάπλιν. Πώς προέκυψε αυτή η πρόταση;
O Τσάρλι Τσάπλιν είναι από τους ηθοποιούς του θαυμάζω και μελετώ πολύ. Μου αρέσει η έντονη σωματικότητά του και το ότι ο Σαρλό είναι ένας κωμικοτραγικός ήρωας. Τα τελευταία χρόνια μου τριβέλιζε το μυαλό η ιδέα να τον υποδυθώ επί σκηνής. Μάλιστα, στην κριτική του για μια παράστασή μου, ο Γεωργουσόπουλος είχε γράψει για μένα ως τίτλο «ένας τσαπλινικός ηθοποιός». Η πρόταση του σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια και του παραγωγού Μάριου Τάγαρη να ανεβάσουμε τη ζωή του Τσάπλιν στη σκηνή του «Ακροπόλ» ήρθε και κούμπωσε την κατάλληλη στιγμή. Αν και οι παραστάσεις δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα (κάνουμε πρεμιέρα τέλη Οκτωβρίου), θεωρώ οτι είναι ένας ρόλος που μπορεί να με «σημαδέψει».
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία αυτού του εγχειρήματος;
Στην πρώτη φωτογράφηση που κάναμε μου πήρε 1,5 ώρα μόνο για το μακιγιάζ. Πέρα, όμως, από τις πρακτικές δυσκολίες, ένα μεγάλο στοίχημα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα υπαρκτό πρόσωπο. Επειδή για τον Τσάπλιν δεν έχουμε σαφή εικόνα -σε αντίθεση με τον ήρωα που ενσάρκωσε, τον Σαρλό- καλούμαστε να συνδυάσουμε τη μυθοπλασία με την εικόνα που έχει ο κόσμος γι’ αυτόν. Αυτή η δυσκολία είναι που με ιντριγκάρει.
Το «γουρούνι στο σακί» στο 28ο Φεστιβάλ Βριλησσίων
Θέατρο «Αλίκη Βουγιουκλάκη» (Μεταμόρφωση Σωτήρος & Υψηλάντου, Άνω Βριλήσσια)
Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου
Ώρα έναρξης: 21.00
Γενική είσοδος: 15 ευρώ, μειωμένο: 12 ευρώ
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Πιατάς, Θανάσης Τσαλταμπάσης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Μαρία Γεωργιάδου, Δήμητρα Σιγάλα, Γιάννης Δρακόπουλος, Βασίλης Πουλάκος
Μετάφραση: Έρση Βασιλικιώτη
Σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια: Γιάννης Καραχισαρίδης
Σκηνικά – Φωτισμοί: Αντώνης Χαλκιάς
Κοστούμια: Βάλια Μαργαρίτη