Συνέντευξη Τάσος Μεργιάννης – Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 03/07
Πιστός στο λατινικό ρητό «Nulla dies sine linea» («Ούτε μέρα χωρίς γραμμή»), ο Βαγγέλης Βογιατζής δεν σταματά να απασχολεί τη γραφίδα του σε καθημερινή βάση. Ο ακαταπόνητος συγγραφέας συγκέντρωσε σε ένα βιβλίο με τίτλο «Στοχασμοί και Αφηγήσεις» (εκδόσεις Ντουντούμης) 56 κείμενα που δημοσιεύτηκαν από τον Αύγουστο του 2018 έως τον Φεβρουάριο του 2021 στην Εβδομαδιαία και την Καθημερινή Αμαρυσία. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, μας εξηγεί πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα και μας βάζει έστω και για λίγο στο συγγραφικό του σύμπαν.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να καταγράψεις σε ένα βιβλίο αυτά τα 56 κείμενα;
Αποφάσισα να προχωρήσω στη συγκεντρωτική έκδοση αυτών των 56 γραπτών μου που δημοσιεύτηκαν το προηγούμενο διάστημα στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ γιατί νομίζω γενικά ότι η συμπερίληψη σε ένα βιβλίο κειμένων που έχουν φιλοξενηθεί σε καθημερινό έντυπό τους δίνει μια ιδιαίτερη υπόσταση και άλλη δυναμική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κείμενα αυτά κερδίζουν μια δεύτερη ζωή καθώς αποσπώνται από το αυστηρά επικαιρικό και φευγαλέο της καθημερινής δημοσιογραφικής ροής. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, δυσκολεύομαι πάντα να πετάξω μια εφημερίδα που αγοράζω, αναλογιζόμενος τον συγγραφικό μόχθο των ανθρώπων που γράφουν, ο οποίος μοιραία εκβάλλει στον ωκεανό των ειδήσεων, των πληροφοριών και των σχολίων της κάθε μέρας και χάνεται. Η απροθυμία μου αυτή βέβαια να αποχωριστώ εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ. που παίρνω όπως είναι επόμενο δημιουργεί διάφορα χωροταξικά προβλήματα στο σπίτι μου που είναι γεμάτο από αυτά.
Υπάρχει κάποιο κείμενο που σε «αγγίζει» περισσότερο συναισθηματικά;
Αν και υστερούν αριθμητικά στο βιβλίο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα που είναι κυρίως άρθρα επικαιρότητας και κριτικά σημειώματα πάνω σε διάφορα κοινωνικοπολιτικά θέματα, θα έλεγα ότι ξεχωρίζω κάπως τα αφηγηματικά μου κείμενα που είναι χτισμένα με πρώτες ύλες και «ορυκτά» από το προσωπικό βιωματικό μου υπέδαφος, από μνήμες των παιδικών μου χρόνων, οικογενειακές ιστορίες και εσωτερικά τοπία του πρόσφατου αλλά και του μακρινού παρελθόντος, που πολλές φορές διαπλέκονται με σύγχρονες προσδιοριστικές εμπειρίες.
Για ποιο πράγμα σου αρέσει περισσότερο να γράφεις;
Λειτουργώ περισσότερο αυθόρμητα ως προς τη θεματογραφία με την οποία καταπιάνομαι. Άλλοτε αφήνομαι σε δημοσιογραφικά ανακλαστικά σχολιασμού ζητημάτων της επικαιρότητας που κεντρίζουν το ενδιαφέρον μου κι άλλες φορές πάλι, παίρνοντας κάποια απόσταση από τα τεκταινόμενα στη δημόσια σφαίρα, προσπαθώ μέσα από τα κείμενά μου να δώσω απαντήσεις σε επίμονα, κρίσιμα και διαχρονικά ερωτήματα που απασχολούν τόσο εμένα όσο και τους ανθρώπους του στενού αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, θέλω να πιστεύω.
Σε ένα από τα άρθρα σου αναφέρεσαι στην «αδιάπτωτη αξία του έντυπου λόγου». Να υποθέσω ότι εάν αρθρογραφούσες σε ηλεκτρονικό μέσο δεν θα ένιωθες αυτήν την «ηδονική αίσθηση που προκαλεί ο ήχος της ροής ενός καλού κρασιού από το μπουκάλι σε ένα άδειο ποτήρι»;
Ένα άρθρο εκ των πραγμάτων με την περιορισμένη έκταση που συνήθως έχει είναι ένας τρόπος έκφρασης και εκφοράς λόγου που, είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή, αν έχει κάτι ουσιώδες να πει, θα είναι το ίδιο επιδραστικό και διαμορφωτικό της οπτικής του αναγνώστη έως έναν βαθμό. Πάντα αυτό που προέχει είναι η καλή πρόσφυση της σκέψης και της γραφής του συγγραφέα στα κοινά προβλήματα, στα αδιέξοδα και στις συνειδήσεις των γύρω του. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και άλλα είδη λόγου, όπως μια νουβέλα, ας πούμε, ή ένα μυθιστόρημα, που σαφώς και δεν μπορεί να διαβαστεί μέσα από κάποια οθόνη. Σε κάθε περίπτωση ο έντυπος λόγος αφυπνίζει, διεγείρει και ενεργοποιεί άλλους μηχανισμούς πρόσληψης και επεξεργασίας εκ μέρους του δέκτη.
Τα κείμενα, όπως κι εσύ επισημαίνεις, διαφέρουν υφολογικά καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα του πεζού λόγου – από άρθρα γνώμης μέχρι ρεπορταζιακές καταγραφές και από διηγήματα μέχρι επιφυλλίδες. Το μόνο που απουσιάζει είναι το μυθιστόρημα. Είναι στις σκέψεις σου αυτό να είναι το επόμενό σου project;
Αυτή τη χρονική περίοδο με θέλγει περισσότερο η μικρή φόρμα με την αμεσότητα, την ταχύτητα απόκρισής της στα συμβαίνοντα και τη νοηματική συμπύκνωση που τη χαρακτηρίζει. Σίγουρα βρίσκεται στη σκέψη μου η προοπτική σύνθεσης ενός μυθιστορήματος αλλά όχι άμεσα. Άλλωστε για να ορθώσει και να «ναυπηγήσει» κανείς ένα αφηγηματικό «σκαρί» τέτοιων διαστάσεων όπως είναι το μυθιστόρημα, απαιτούνται ορισμένες πολύ βασικές προυποθέσεις όπως αρκετός διαθέσιμος χρόνος, συγκέντρωση ενός επαρκούς συνεκτικού υλικού, μελέτη της δομής και του ρυθμού του και πολλά άλλα.
Κάθε συγγραφέας έχει το δικό του ύφος. Όμως, μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι π.χ. λέμε «αυτό είναι Παπαδιαμάντης» ή «Μπουκόφσκι». Εσένα ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς και ποιο το αγαπημένο σου συγγραφικό στυλ;
Η αλήθεια είναι ότι κάθε δημιουργός έχει το προσωπικό συγγραφικό του στίγμα κι αυτό είναι ίσως που δημιουργεί εντέλει μια σταθερή και διαρκή σχέση με τον αναγνώστη. Μπορεί κανείς να φέρει στον νου του για παράδειγμα την παιγνιώδη, σουρεαλιστική και ανορθόδοξη ματιά του Σκαρίμπα, την «μασίφ», αδιαπέραστη και σφιχτοδεμένη πλοκή και νοηματική πύκνωση του Βιζυηνού στο αριστουργηματικό διήγημά του «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου», ένα αφηγηματικό κομψοτέχνημα ανάμεσα στα ελάχιστα που έγραψε, το οποίο όμως αποτελεί αξεπέραστο πρότυπο ύφους και αφηγηματικής οικονομίας ή ας πούμε τον σαγηνευτικό παραληρηματικό οίστρο του Κέρουακ, του κορυφαίου της γενιάς των μπιτ ποιητών, που θυμίζει κάποιες φορές κάτι από την ορμή των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Συνεπώς τα στυλ γραφής είναι πολλά, διαφορετικά και γι’ αυτό ενδιαφέροντα. Γι’ αυτό πέρα από τους προαναφερθέντες αγαπώ πάρα πολλούς ακόμα που θα χρειαζόμασταν σελίδες επί σελίδων για να τους αναφέρουμε.
Τι διαβάζεις αυτήν την περίοδο;
Αυτόν τον καιρό διαβάζω κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, ένα βιβλίο – επιτομή κατά κάποιον τρόπο της σκέψης του πολύ σπουδαίου κριτικού λογοτεχνίας και διανοητή Τζορτζ Στάινερ, που έφυγε πέρσι από κοντά μας, με τον τίτλο «Errata».
INFO
Tίτλος: Στοχασμοί και Αφηγήσεις
Συγγραφέας: Βαγγέλης Βογιατζής
Εκδόσεις: Ντουντούμης
Σελίδες: 238