Γράφει ο Σπύρος Ευσταθόπουλος, Περιφερειακός Σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αθηνών, Εντεταλμένος συντονιστής Περιφερειακού Αναπτυξιακού Προγραμματισμού, ΕΣΠΑ και συγχρηματοδοτούμενων Ευρωπαϊκών Έργων, με τον Συνδυασμό «Νέα Αρχή για την Αττική»
Οι αποδυναμωμένες Περιφέρειες είναι σαν τις αποδυναμωμένες ρίζες ενός δένδρου που λέγεται Κράτος. Η Πολιτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να τις αγνοεί. Οι Περιφέρειες δεν είναι ξενόφερτος θεσμός, ούτε σημαίνουν μόνον εισροή κοινοτικών πόρων για επιδοτήσεις και έργα υποδομής. Ούτως ή άλλως δεν νοείται αποτελεσματική περιφερειακή πολιτική χωρίς ισχυρές Περιφέρειες.
Αρκεί, νομίζω, να σας παραθέσω ότι η Ε.Ε. έχει ως συμβουλευτικό όργανο την Επιτροπή των Περιφερειών, το δε Συμβούλιο της Ευρώπης, ο επιφανέστερος Οργανισμός προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (που αποτελείται από την Ε.Ε. και τη Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία, τη Σερβία, την Ισλανδία, την Αρμενία, Αλβανία κ.λπ.) έχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών και τη Διάσκεψη Παράκτιων Περιφερειών της Ευρώπης. Επιπρόσθετα αναφέρω ότι Παρατηρητές είναι, μεταξύ άλλων, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Ιαπωνία και το Ισραήλ.
Ο ρόλος των Περιφερειακών Αρχών στην ευρωπαϊκή δημοκρατία είναι σοβαρός και σεβαστός. Εξυπηρετεί τις ενωσιακές αξίες όπως ο σεβασμός και η διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του Κράτους Δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έχουμε, φυσικά, πλήρη συνείδηση ότι δεν μπορεί η Περιφέρεια να ανατρέπει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, αλλά τι γίνεται όταν οι εκάστοτε Κυβερνήσεις σχεδιάζουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των Περιφερειών, δηλ. χωρίς να έχει προηγηθεί ενημέρωση και διάλογος; Τότε, αγνοούμε τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. και καλλιεργούμε ή αναπαράγουμε συγκρούσεις που καθιστούν τους ελεγ-κτικούς μηχανισμούς αναποτελεσματικούς.
Η συχνή αναφορά του όρου «παθογένεια» δείχνει την πλήρη έλλειψη ισορροπίας μεταξύ του κατακερματισμού και του συγκεντρωτισμού και, εν τέλει, της απώλειας του «αριστοτελικού μέτρου». Αν σε αυτά προσθέσουμε την Αποκεντρωμένη Διοίκηση, με τη δική της διοικητική και δημοσιονομική αυτοτέλεια, την ταλαντευόμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα πολιτικά παιχνίδια με τη διάρκεια της θητείας των Περιφερειακών Αρχών και το μεταβαλλόμενο σύστημα εκλογής τους, καταλαβαίνουμε γιατί τα περί αναβάθμισης του ρόλου των αιρετών δεν είναι πολύ αξιόπιστα.
Τι άλλο παρά ευχολόγιο και μνημείο ασάφειας μπορεί να αποτελεί το άρθρο 4 του νόμου 3852/10 που ρητά αναφέρει: «Μεταξύ των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν υπάρχουν σχέσεις ελέγχου και ιεραρχίας, αλλά συνεργασίας και συναλληλίας, οι οποίες αναπτύσσονται βάσει του νόμου, κοινών συμφωνιών, καθώς και με τον συντονισμό κοινών δράσεων». Η διατύπωση αυτή θεωρήθηκε μάλιστα τόσο «πετυχημένη» που δεν τροποποιήθηκε από τον νόμο 4555/18 (Πρόγραμμα Κλεισθένης). Περισσότερο όμως μοιάζει με ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου παρά με νόμο της Βουλής των Ελλήνων ο οποίος αναφέρεται στην Οργάνωση του Κράτους. Γιατί μας εκπλήσσει η αδυναμία κατανομής ευθυνών, και η σχετική απορία των πολιτών, την επομένη των όποιων μεγάλων υλικών καταστροφών;
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εκλεγμένος Περιφερειάρχης έχει εξέχουσα θέση. Στη χώρα μας παλεύει ακόμα με συμπληγάδες. Στην Επιτροπή των Περιφερειών της Ε.Ε. συμμετείχαν, ως Πρόεδροι Περιφερειών ή Κρατιδίων, ο Β. Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, ο Σόιμπλε, ο Σαμπάιο (πρ. Πρόεδρος της Πορτογαλίας) και άλλοι επιφανείς, ίσως λιγότερο γνωστοί σε μας. Σαράντα χρόνια μετά την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ), ίσως ήρθε πια η ώρα να φέρει και η δική μας Περιφέρεια, η Αττική μας, την Ε.Ε. πιο κοντά στους συμπολίτες μας.